Τους πετύχαμε στη Γερμανία εν μέσω της ευρωπαϊκής περιοδείας τους, της οποίας επόμενος σταθμός θα είναι η χώρα μας. Το Σάββατο θα μας περιμένουν στο Fuzz κουβαλώντας άφθονο δανέζικο αέρα και τις μεγάλες τους επιτυχίες, που ακούγονται παντού στο ελληνικό ραδιόφωνο. Δεν είναι άλλοι από τους Grand Avenue, που ρίχνουν τις μάσκες τους δια στόματος του τραγουδιστή τους, Rasmus Walter Hansen...
Το ίντερνετ μέσα από το myspace και τα διάφορα blogs προκάλεσε μια επαναστατική αλλαγή στην ελεύθερη διακίνηση μουσικών ιδεών. Θεωρείς ότι αυτή η εξέλιξη είναι ευλογία για τη μουσική ή μήπως την καταδικάζει και στη μετριότητα;.
«Όχι, αντιθέτως θα έλεγα. Τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει το ίντερνετ ευννούν τη μουσική σε απίστευτο βαθμό. Τα συγκροτήματα δεν αγωνιούν να υπογράψουν συμβόλαια με εταιρίες για να πρωτοακουστούν και αποκτούν ένα μεγάλο ακροατήριο απ’ όλον τον κόσμο χωρίς πολύ κόπο και χρήμα. Εξάλλου ο κόσμος έχει τη δύναμη να επιλέξει τα ακούσματα που προτιμά και να ξεχωρίσει έτσι συγκεκριμένους καλλιτέχνες. Και αυτός κρίνει την τύχη της καλής ή όχι μουσικής».
Η μουσική σας παρουσιάζει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούν να οδηγήσουν ένα pop/rock συγκρότημα στην επιτυχία και σημαντικό ρόλο σε αυτό φυσικά παίζει και η παραγωγή. Τι ποσοστό θεωρείς πως πρέπει να κατέχει στο μουσικό αποτέλεσμα μια παραγωγή που στοχεύει σε ήχους πιο radio-friendly και τι χώρο αφήνει στον μουσικό πειραματισμό;.
«Η μουσική μας χαρακτηρίζεται συχνά ως radio-friendly, αλλά αυτό δεν συμβαίνει γιατί έχουμε στο μυαλό μας πώς να δημιουργήσουμε πιο mainstream ακούσματα, τραγούδια δηλαδή ευκολοάκουστα. Απλά μάλλον είμαστε τυχεροί που τα τραγούδια μας είναι απλά και ευχάριστα και ο πειραματισμός για μας είναι να κάνουμε ακριβώς αυτό το οποίο κάνουμε, να παίζουμε τη μουσική που μας αρέσει ακριβώς με τον τρόπο που μας αρέσει. Αν κάποιος θέλει να το ονομάσει mainstream ή radio-friendly, ας το κάνει».
Έχοντας αισίως κυκλοφορήσει 3 δισκογραφικές δουλειές, ποιες είναι οι διαφορές και οι βελτιώσεις που εντοπίζεις από album σε album των Grand Avenue;.
«Βασικά, το πρώτο μας album ήταν περισσότερο ακουστικό, βασισμένο στις αρχικές μας συνθέσεις, χωρίς μεγάλες μεταμορφώσεις από άποψη παραγωγής - η οποία είχε μάλλον διεκπεραιωτικό ρόλο. Στη συνέχεια όμως είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με έναν εκπληκτικό παραγωγό, που συνεισέφερε ουσιαστικά στον δυνατό, ηλεκτρισμένο ήχο του δεύτερου album μας. Αυτό το δέσιμο συνεχίστηκε και εξελίχθηκε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στο τρίτο μας album, οδηγώντας σε ακόμα πιο άρτια αποτελέσματα. Γενικά, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ένας ανθρώπος που να μπορείς να εμπιστεύεσαι πλήρως στο κομμάτι της παραγωγής».
Ποιο ή ποια από τα αγαπημένα σου τραγούδια ξεχωρίζεις και θα ήθελες κάποια στιγμή να διασκευάσετε με τους Grand Avenue;.
«Είναι λίγο δύσκολο να διαλέξω, έχω πολλά αγαπημένα κομμάτια αλλά το να αναλάβει κανείς να διασκευάσει ένα γνωστό κι αγαπημένο τραγούδι θεωρώ ότι είναι ευθύνη. Πρέπει να ’σαι πολύ προσεκτικός όσον αφορά τον τρόπο που θα το κάνεις. Πάντως ένα από τα τραγούδια που ξεχωρίζω και το οποίο διασκευάσαμε live είναι το “Heroes” του David Bowie».
Ποια είναι τα θέματα για τα οποία σου αρέσει να μιλάς σε βάθος μέσα από τους στίχους σου;.
«Το θέμα με το οποίο καταπιάνομαι, γιατί με αγγίζει ιδιαίτερα, είναι αυτή η κατάσταση της συνεχούς κίνησης και ανασφάλειας που κατατρέχει τους ανθρώπους. Αυτή η κατάσταση του μόνιμου άγχους και της προσπάθειάς του να ανταποκριθεί σε όσους περισσότερους ρόλους γίνεται, να ασχολείται με όσα περισσότερα μπορεί και να αποδεικνύει συνεχώς την αξία του. Αυτοί οι πυρετικοί ρυθμοί που σε αποσπούν συχνά από τους πραγματικούς στόχους και τα όλα εκείνα που αξίζουν πραγματικά. Καταλήγουμε να κάνουμε τα πάντα και στο τέλος δεν κάνουμε τίποτα».
Πότε συνειδητοποίησες ότι θέλεις να ασχοληθείς συστηματικά με τη μουσική και να ακολουθήσεις τους ρυθμούς που συνεπάγεται η ζωή ενός μουσικού;.
«Για πολλά χρόνια δούλευα σε νηπιαγωγείο, αλλά η μουσική παρέμενε πάντα το πάθος μου. Στην αρχή παίζαμε με τους Grand Avenue σε μικρά μέρη, αλλά γενικά στη Δανία είναι δύσκολο να επιβιώσεις ως μουσικός. Ο κόσμος δεν αγοράζει cd, και υπάρχουν πολλές μικρές μπάντες που διεκδικεί η καθεμιά τη θέση της στο μουσικό στερέωμα. Κάποια στιγμή λοιπόν αποφάσισα ότι κουράστηκα να ξυπνάω στις 6 το πρωί και να ακούω παιδικά ουρλιαχτά για το υπόλοιπο μισό της μέρας (γέλια!). Και αποφάσισα έτσι να αφιερωθώ στο συγκρότημα».
Στην Ελλάδα, παρουσιάζεται μια ιδιαίτερη προτίμηση προς σκανδιναβικές και γενικότερα βορειοφερμένες μπάντες, ανεξαρτήτως μουσικού είδους. Τί πιστεύεις ότι μπορεί να συνδέσει μουσικά ανθρώπους με τόσο διαφορετικά πολιτισμικά και μουσικά backgrounds;.
«Η δύναμη της μουσικής είναι η απλή της γλώσσα. Μπορεί εύκολα να την καταλάβει ο καθένας και να βρει κοινά σημεία επαφής με τα βιώματα κάποιου άλλου που μπορεί να βρίσκεται σε πολύ μακρινό γεωγραφικό πλάτος. Γι’αυτό φαντάζομαι ότι, αν τα τραγούδια μας αρέσουν σε τόσους διαφορετικούς ανθρώπους, είναι γιατί είναι απλά, έχουν όμορφες μελωδίες και μιλούν για πράγματα με τα οποία όλοι μας μπορούν να ταυτιστούν».
Ο επόμενος σταθμός της περιοδείας σας είναι η χώρα μας, και το live σας είναι μια καλή ευκαιρία για τους fans, οι οποίοι σας ακούν συνέχεια στο ελληνικό ραδιόφωνο να σας δουν κι από κοντά. Τι περιμένεις από την πρώτη σου επίσκεψη εδώ ως Rasmus και ως μέλος των Grand Avenue;.
«Η αλήθεια είναι ότι είμαι ανυπόμονος και ενθουσιασμένος και για το ταξίδι και για το live. Δεν έχω ξανάρθει στην Ελλάδα και επίσης δεν ξέρω την άποψη του ελληνικού κοινού για μας, οπότε με πολλή αγωνία και μεγάλη περιέργεια περιμένουμε να σας επισκεφτούμε και να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας».