Μεσημέρι Κυριακής, μια μέρα πριν την Καθαρά Δευτέρα. Αναστάτωση και χαμός επικρατεί στου Ψυρρή. O Paul Roland καταφθάνει σχεδόν λαχανιασμένος με τον έταιρο συνεργάτη του, εφόσον έψαχναν σχεδόν μια ώρα για ταξί, δεν δείχνει όμως να πτοείται. Φιλικός και πρόθυμος, δέχθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας πριν το soundcheck για τη συναυλία της επομένης. Ας δούμε λοιπόν τι έχει να δηλώσει το «ιερό τέρας» της neofolk - και όχι μόνο - σκηνής, πριν το “Dark Carnival” λάβει χώρα...
Τι σκοπεύεις να παίξεις στην αυριανή συναυλία; Να περιμένουμε κομμάτια κυρίως απ’ το καινούργιο album ή έναν συνδυασμό απ’ όλη τη δισκογραφία σου;
«Μου ζητήθηκε να παίξω κάποια παλιότερα τραγούδια επειδή το κοινό είναι πιο εξοικειωμένο μ’ αυτά. Θέλω πολύ να παίξω και μερικά από το καινούργιο, το Nevermore, που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα, καθώς κι απ’ το Re-Animator, που βγήκε πριν κάμποσους μήνες, ηχογραφήθηκε όμως γύρω στα δυο χρόνια πριν. Τα καινούργια κομμάτια είναι πολύ σημαντικό να ακουστούν, επειδή δεν θέλω και να νομίζει το ελληνικό κοινό ότι σταμάτησα να βγάζω δίσκους εφόσον σταμάτησα να έρχομαι για συναυλίες. Αν δεν κυκλοφορούν εδώ οι δίσκοι μου ούτε με καλούν για live στην Ελλάδα, οπότε δεν βλέπουν συνεντεύξεις ή δισκοκριτικές, ο κόσμος θα νομίζει είτε ότι πέθανα (γέλια!), είτε ότι δεν γράφω πια μουσική. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να δείξω ότι ακόμα βγάζω δίσκους. Κυκλοφόρησα τρία albums μέσα στα τελευταία χρόνια. Και πιστεύω ότι αυτά είναι πιο δυνατά από τα παλιότερα, επειδή έχω μάθει πολλά περισσότερα πράγματα και είμαι πολύ διαφορετικός σαν άτομο απ’ ό,τι ήμουν τότε».
Στο καινούργιο album υπάρχει κάποια συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες, όπως και στα προηγούμενα;
«Όπως με τους Caravan στο Re-Animator; Συνεργάστηκα με έναν Γερμανό καλλιτέχνη που λέγεται Nico Steckelberg, μέλος ενός neofolk σχήματος ονόματι Elane - μάλλον δεν είναι γνωστοί εδώ. Τον γνώρισα σε ένα φεστιβάλ στη Γερμανία, η τραγουδίστρια του συγκροτήματός του συμμετείχε στο Pavane, το ακουστικό album το οποίο βγήκε πριν το Re-Animator. Ήταν κάτι διαφορετικό, έδωσε μια άλλη χροιά στο album, οπότε σκέφτηκα πως θα ήθελα να συνεχιστεί αυτή η συνεργασία. Ο Nico σταμάτησε να δουλεύει με την κοπέλα, η καινούρια τραγουδίστριά του είναι όμως στο καινούργιο μου album, ενώ πρόσθεσε κι αυτός μερικές τελειωτικές «πινελιές». Το ηχογράφησα πριν φύγω απ’ την Αγγλία, ήταν σχεδόν έτοιμο, αλλά του το έδωσα και του ζήτησα να προσθέσει κάποια πράγματα. Οπότε κάποια στοιχεία μπήκαν σύμφωνα με τις οδηγίες μου και κάποια άλλα τα σκέφτηκε εκείνος και αποφάσισα με τι συμφωνώ και με τι όχι. Έτσι λειτουργήσαμε.
Δώσε μας ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για το πώς δουλέψατε με τον Nico Steckelberg…
«Υπάρχει ένα συγκεκριμένο κομμάτι που έγραψα και χωρίζεται σε τρία μέρη, με θεματολογία από τις 20.000 Λεύγες Κάτω από τη Θάλασσα του Ιουλίου Βερν. Και ήθελα το μεσαίο μέρος να είναι μόνο instrumental. Ήθελα να δω αν μπορώ να γράψω κινηματογραφική μουσική, μόνο ορχηστρική μουσική, που να αντιστοιχεί σε κινήσεις. Πάντα ήθελα να γράψω μουσική για ταινίες αλλά δεν μου έχει ζητηθεί, οπότε σκέφτηκα να το δοκιμάσω μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο Nico δουλεύει με computer (Q-Base), πράγμα που εγώ δεν μπορώ να κάνω. Εκείνος είναι ο τεχνικός της υπόθεσης, οπότε εγώ έγραψα τη μουσική για την κιθάρα και του έδωσα μια ιδέα για το τι άλλο θα ήθελα ν’ ακούσω, πού θα έπρεπε να υπάρχει ποιος ηχητικός παλμός σε αντιστοιχία με τις κινήσεις του υποβρυχίου, και διάφορες άλλες ιδέες. Όπως π.χ. να ακουστεί ένα όμποε που να θυμίζει τη μελωδία του προηγούμενου κομματιού, σχετικά με τον Κάπταιν Νέμο. Του έδωσα πολλές πληροφορίες, αλλά και συγχρόνως αρκετή ελευθερία για να δημιουργήσει το τελικό κομμάτι. Έκανε καταπληκτική δουλειά και αυτό με κάνει να αισθάνομαι ότι τώρα μπορώ να γράφω μουσική για ταινίες, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτό. Ένα βήμα τη φορά, λοιπόν. Είναι πραγματικά μια πρόοδος, μια εξέλιξη, αισθάνομαι ότι μεγαλώνω όσον αφορά τη μουσική, και όχι μόνο με το να γράφω τραγούδια. Ελπίζω να δουλέψω στο επόμενο album με τον Ralf Jesek από τους Γερμανούς In My Rosary. Μου είπε ότι του αρέσει η μουσική μου εδώ και πολύ καιρό. Δεν γνωριζόμασταν, αλλά ανακαλύψαμε ότι μένουμε στην ίδια πόλη και τώρα όχι μόνο είμαστε φίλοι αλλά μ’ έχει βοηθήσει να δώσω κάποια τελειωτικά στοιχεία στα παλιότερα albums μου για επανέκδοση, έχει προσθέσει κιθάρες, φωνητικά και διάφορα άλλα μικροπράγματα, τα οποία προσδίδουν όμως διαφορετικότητα. Αυτό είναι πολύ καλό, γιατί τώρα αισθάνομαι ότι όλα τα λάθη μου έχουν διορθωθεί (γέλια!). Οπότε στο επόμενο album σκοπεύω να δουλέψω μαζί του εξ’ αρχής. Έχω πια έναν καινούργιο μουσικό συνέταιρο, πράγμα που κάνει τη δουλειά πιο ενδιαφέρουσα. Εφόσον δεν μ’ αρέσει να δουλεύω με τα ίδια άτομα συνέχεια, προτιμώ να υπάρχει ποικιλία».
Σχετικά με τους στίχους της νέας σου δουλειάς, υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία ή concept πίσω απ’ αυτούς, εκτός από τη θεματολογία από τον Ιούλιο Βερν;
«Ναι, έγραψα άλλο ένα τραγούδι εμπνευσμένο από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, το “Tell Tale Heart”, αλλά αυτό είναι περίεργο, σαν την Οικογένεια Άνταμς (γέλια!), δεν είναι σοβαρό. Εκτός αυτού, είδα την καινούργια version του Texas Chainsaw Massacre και τη βρήκα πολύ αστεία, οπότε έγραψα ένα τραγούδι γι’ αυτή την ταινία. Συνήθως μου αρέσουν ταινίες που δεν αρέσουν στους άλλους. Τα remakes είναι σαν eye-candy, το αυθεντικό είχε πολλή ενέργεια μέσα του και αυτό το βρίσκω άσχημο, αλλά νομίζω ότι αυτός ήταν ο σκοπός του. Προτιμώ το «φανταχτερό», τα χρώματα και τη θέρμη τους, καταλαβαίνεις... Μ’ αρέσει τα θρίλερ να είναι ωραία φτιαγμένα. Συνήθως έτσι συμβαίνει, βλέπω μια ταινία και ο ηθοποιός λέει κάτι που κολλάει στο μυαλό μου, και αυτή η φράση δίνει έναυσμα για κάποια ιδέα. Αν δείτε την ταινία και ακούσετε το τραγούδι, θα ακούσετε κάποιες ατάκες απ’ αυτήν, έτσι κρατάει την αυθεντικότητά του. Όταν έγραφα το “Chain Gang” για το Re-Animator, δεν μπορούσα να τα βγάλω όλα απ’ το μυαλό μου, οπότε έψαξα κάποια blues sites και βρήκα μερικά παλιά εργατικά τραγούδια, από τα οποία πήρα κάποιες φράσεις και ιδέες και τις επεξεργάστηκα, ώστε να δώσω στο τραγούδι αυθεντικότητα. Μερικές φορές γράφω τραγούδια όπως γράφω ένα βιβλίο, κάνοντας έρευνα, εφόσον δεν μπορείς να τα ξέρεις όλα από μόνος σου. Πρέπει να έχεις πρώτα κάποιες γνώσεις, να δώσεις τροφή στο μυαλό σου, δεν εμφανίζονται όλα από το πουθενά. Μερικές φορές ένα καθαρά κωμικό τραγούδι σαν το “Lucifer’s Servant” μπορείς να το βγάλεις από μόνος σου, επειδή δεν έχει σαφείς αναφορές, ειδάλλως όχι - το “Dark Carnival”, για παράδειγμα, προέκυψε από την ιστορία του Ray Bradbury, Something Wicked This Way Comes».
Θεωρείς τον εαυτό σου περισσότερο συγγραφέα ή μουσικό;
«Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου ως συγγραφέα, εφόσον ξεκίνησα να γράφω διηγήματα όταν ήμουν μικρός. Μετά έγραφα ποιήματα, μετά έμαθα κιθάρα και τα ποιήματα έγιναν στίχοι, οπότε προφανώς ξεκίνησα ως συγγραφέας. Δεν έχω κάνει μαθήματα μουσικής, δεν τα πήγαινα καλά με τη μουσική στο σχολείο. Δεν μπορούσα - ή μάλλον ακόμα δεν μπορώ - να καταλάβω αυτά τα σημαδάκια στις παρτιτούρες (γέλια!). Πάντως νομίζω ότι μ’ έχει περιορίσει αυτό, θα ήθελα να μπορώ να μιξάρω τη μουσική μου, ενώ τώρα πρέπει να το αναθέτω σε ειδικούς και να βασίζομαι σ’ αυτούς. Υπάρχουν τόσα όμορφα πράγματα που δεν μπορώ να κάνω, γι’ αυτό και είμαι χαρούμενος που δουλεύω με άλλους ανθρώπους, είναι πολύ σημαντικό να δουλεύεις με άλλους. Δεν μ’ αρέσει η ιδέα κάποιος να τα ελέγχει όλα. Χρειάζεται συγκέντρωση, χρειάζεται να υποδείξεις κάποια πράγματα, αλλά πρέπει να υπάρχουν συνεργάτες, για ν’ ακούσεις όλες τις υπέροχες ιδέες, την πείρα τους και τις δεξιότητές τους. Σε κάποιο σημείο της ζωής μου επίσης αποφάσισα να δοκιμάσω κάτι άλλο, αγόρασα ένα αρμόνιο και έτσι προέκυψε το συγκρότημα. Άρχισα να δουλεύω τα κομμάτια και συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να χρησιμοποιήσω μόνο δυο-τρία δάχτυλα συγχρόνως. Ουκ εν τω πολλώ το ευ, όμως, εφόσον δυο-τρεις νότες στη σωστή θέση μπορούν να έχουν ένα όμορφο αποτέλεσμα, δεν χρειάζεται να παίζεις όλες τις νότες συνέχεια, όπως κάνουν πολλοί μουσικοί. Όταν δουλεύω με κάποιον που παίζει βιολί ή φλάουτο, παίζουν σε όλο το κομμάτι, από εκεί κι έπειτα εξαρτάται απ’ τον παραγωγό να αποφασίσει τι θα κρατήσει και τι όχι. Είναι ωραίο να παίζεις δυο-τρεις νότες και να τις επαναλαμβάνεις μετά, ζωντανεύει έτσι το κομμάτι. Παρόλο που δεν είμαι μουσικός, έχω προφανώς κάποια ένστικτα και θέλω να συνεχίσω να εξελίσσομαι, γι’ αυτό και μαθαίνω να γράφω μουσική μόνος μου. Ακόμη βέβαια δουλεύω με άλλους ανθρώπους που έχουν περισσότερες τεχνικές γνώσεις από μένα, και μάλλον πάντα θα δουλεύω με άλλους».
Ακούγεται συχνά πως έχεις επηρεάσει πολλούς μουσικούς και συγκροτήματα από τη neofolk σκηνή. Ποιες επιρροές έχεις δεχθεί εσύ ο ίδιος;
«Δεν το γνωρίζω αυτό, τουλάχιστον δεν το παραδέχομαι ποτέ (γέλια!). Είχα πολλές mainstream επιρροές μεγαλώνοντας, επειδή δυστυχώς δεν είχα φίλους που άκουγαν «παράξενα» συγκροτήματα, ειδάλλως ίσως να είχα γράψει πιο ενδιαφέρουσα μουσική. Μεγάλωσα με όλα τα συγκροτήματα των μέσων της δεκαετίας του 1970 - Led Zeppelin, Black Sabbath. Ο Marc Bolan ήταν ο πρώτος μου ήρωας και ακόμα είναι, ειδικά τα παλιότερά του, βρίσκω αυτή τη μουσική μαγική, φανταστική. Μετά κατρακύλησε γρήγορα, έσκασε σαν τσιχλόφουσκα, έγραφε πολύ απλοϊκά πράγματα. Ακόμη δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κάτι καλό να πάει πίσω αντί μπροστά, αλλά αυτό μου μοιάζει σαν προειδοποίηση (γέλια!). Μόνο πρόσφατα ανακάλυψα άλλα πράγματα. Δεν μ’ άρεσε, ας πούμε, το κίνημα των punk εκείνο τον καιρό, εφόσον δεν τους άρεσε να παίζουν ακουστική κιθάρα. Κοιτάζοντας πίσω όμως βλέπω πως ήταν εξαιρετικά σημαντικό, πράγμα που δεν καταλάβαινα τότε. Αργότερα άρχισα ν’ ακούω Smiths και Ramones επειδή είχαν και πλάκα, εκτός του ότι μ’ άρεσε η μουσική τους. Έχουν αίσθηση του χιούμορ, αλλά και μια δόση ειρωνείας. Δεν μ’ αρέσει η μουσική να παραείναι σοβαρή, δεν μ’ αρέσουν αυτά τα συγκροτήματα που δεν έχουν καθόλου χιούμορ αλλά είναι αστεία χωρίς να το γνωρίζουν, όπως τα spandex heavy metal συγκροτήματα. Παίρνουν τους εαυτούς τους τόσο στα σοβαρά - όπως οι Iron Maiden π.χ. - και έχουν ηλίθιους τίτλους, όπως οι Apocalypse. Είναι σαν σφυροκοπήματα στο κεφάλι, δεν υπάρχει καμία χάρη, κανένα έναυσμα για να σκεφτείς και να επεξεργαστείς τους στίχους. Είναι σαν κωμωδία χωρίς πλάκα».
Με ποια διαδικασία γράφεις στίχους;
«Πιο πρόσφατα έχω την τάση να ερευνώ παράλληλα με τα ένστικτά μου. Για το καινούριο άλμπουμ που θα βγάλω μετά το Nevermore, το οποίο θα λέγεται Grimm, έχω γράψει ήδη όλη τη μουσική αλλά όχι τους στίχους. Η θεματολογία του είναι από τα παραμύθια των αδερφών Grimm, στην αυθεντική τους εκδοχή όμως, όχι της Disney. Οπότε, για να γίνει αυτό, χρειάστηκε να καταβάλω κάποια προσπάθεια και να δω τι είχαν κάνει οι υπόλοιποι πριν από μένα. Έτσι ανακάλυψα συγκροτήματα όπως οι Comus, αγγλικό folk συγκρότημα που δημιουργήθηκε γύρω στο 1971 και ηχογράφησε μόνο δύο άλμπουμς, και οι Forest. Αυτοί όμως ήταν πιο παράξενοι από τα άλλα folk συγκροτήματα της εποχής. Οι Forest ήταν στη Blackhill Enterprises, με μάνατζερ τη June Bolan, τη γυναίκα του Marc Bolan. Συνήθως ο τραγουδιστής σ’ αυτά τα συγκροτήματα είχε πολύ παράξενη και ιδιαίτερη φωνή, γι’ αυτό μ’ αρέσουν. Το προτιμώ από τις κλασικές φωνές της folk, αυτές δεν θες να τις ακούς συνέχεια. Μπορεί κάποιος που αντικειμενικά τραγουδάει καλύτερα να μην παρουσιάζει ενδιαφέρον. Γι’ αυτό δεν μ’ αρέσουν οι Bon Jovi και όλοι αυτοί, έχουν πολύ συνηθισμένες φωνές. Γι’ αυτό επίσης μ’ αρέσει ο Marc Bolan, έχει πολύ παράξενη φωνή, είτε θα σ’ αρέσει είτε θα τη μισήσεις. Τέτοια συγκροτήματα, λοιπόν, άρχισα να ανακαλύπτω, δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα όσο ήμουν νεότερος, αλλά νομίζω πως δεν ήθελα να επηρεαστώ απ’ αυτούς, φοβόμουν να επηρεαστώ από άλλους γιατί θα φαίνονταν οι επιρροές μου. Τώρα δεν είμαι ακριβώς επηρεασμένος απ’ αυτούς, απλά με εμπνέουν, είναι διαφορετικά πράγματα αυτά τα δύο. ‘Ισως μπορείς να πεις πως όλοι μας επηρεαζόμαστε από τα πάντα στη ζωή μας, αλλά πιστεύω πως ένας καλλιτέχνης οφείλει να τροφοδοτεί συνέχεια το μυαλό του, αλλιώς θα στερέψει. Δεν μπορεί να τα δημιουργεί όλα από μόνος του. Όταν βλέπω μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία ή ακούω ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι ή διαβάζω ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, το μυαλό τίθεται σε λειτουργία, και τότε είναι που έρχεται η πρωτοτυπία. Χρειάζονται αυτά τα ερεθίσματα».