Β΄ μέρος
Γιατί όμως πετυχαίνουν τόσες μπάντες από την Ισλανδία και όχι από την Ελλάδα;
Όταν κυκλοφόρησαν τα Χαϊκού στην Αγγλία, το promotion εκεί το ανέλαβε μία ειδικευμένη σε αυτό εταιρεία. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι είχαν να κάνουν μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, η οποία συνοψίζεται στη λέξη «ελληνικό». Αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε εκείνη η φάση, τους κάναμε την ερώτηση των εκατό εκατομμυρίων: «αν τα Χαϊκού είχαν βγει από ένα ισλανδικό συγκρότημα, θα είχατε ευκολότερη δουλειά;». Η απάντηση ήταν «δε φαντάζεστε πόσο!». Η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, ως ατόμου, είναι δύσκολη για τον ξένο. Υπάρχει μια έξτρα δυσκολία, είναι καθαρά, νομίζω, ζήτημα επικοινωνιακό.
Άννα: Πάντως με τα όσα έγιναν τελευταία, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού στο ποδόσφαιρο και όλα αυτά, έχει γίνει πιο cool το να είσαι Έλληνας στο εξωτερικό.
Άκης: Πράγματι, είναι αλήθεια πως, όταν τα Χαϊκού βγήκαν στην Αγγλία και στην Αμερική, στο promotion η λέξη «ελληνικό» υπήρχε μονάχα αναφορικά με τον Σεφέρη. Από τα συμφραζόμενα μόνο καταλάβαινε κανείς από πού ήταν η μπάντα, δε λεγόταν ευθέως. Στο Dark Outside, αντίθετα, η έννοια της «ελληνικής προέλευσης» δεν έχει αποσιωπηθεί, έχει δοθεί στη διάσταση που πρέπει.
Εσύ, ας πούμε, με τους Sigmatropic άλλαξες πράγματα σε σχέση με την εποχή που ήσουν στους Cpt. Νέφος;
Οι Cpt. Νέφος ήταν ένα πάρα πολύ δυναμικό σχήμα, είχαμε σφιχτό παίξιμο και πιστεύω πως εκτελεστικά ήμασταν καλοί. Επικοινωνιακά όμως το group ήταν πολύ πίσω.
Την περίοδο που έζησες στην Αμερική, μπήκες στον πειρασμό να μείνεις εκεί ώστε να μπορείς να δράσεις πιο ελεύθερα ως καλλιτέχνης;
Μπήκα στον πειρασμό, ναι. Αν και δεν πήγα να κάνω μουσική στην Αμερική –ήμουν σε ένα ερευνητικό εργαστήρι χημείας– έπαιξα παρ’ όλα αυτά με groups εκεί και βρήκα πράγματι αρκετό γόνιμο έδαφος. Υπήρχαν όμως διάφορες δυσκολίες στο να μείνω, τόσο προσωπικές όσο και σχετικές με το στρατό, όπως καλά γνωρίζεις στη φάση που βρίσκεσαι και εσύ. Θα μπορούσα βέβαια να τη σκαπουλάρω, αν ήθελα. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ αν το έχω μετανοιώσει, παρ’ όλο που τα τρία πρώτα χρόνια πίσω στην Ελλάδα βρήκα πολύ δύσκολη την προσαρμογή. Ήταν μία τελείως άλλη χώρα η Ελλάδα για μένα.
Έχοντας και τη διεθνή εμπειρία, πώς κρίνετε την κατάσταση στην Ελλάδα όσον αφορά τη μουσική βιομηχανία από τη μια και τα ραδιόφωνα με τον μουσικό Τύπο από την άλλη;
Η δισκογραφία περνάει κρίση σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα όμως η πίτα είναι πολύ πιο μικρή και οι μικρές πίτες δέχονται, ως γνωστόν, μεγαλύτερη πίεση. Όλο αυτό μεταφράζεται σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία και σε μεγάλη γκρίνια. Και, όταν υπάρχει γκρίνια, η τόλμη περισσεύει. Για το ραδιόφωνο, θα παραπέμψω απλώς στο σχετικό αφιέρωμα του Sonik όπου πολύ σωστά εκθέσατε και τις δύο πλευρές. Το ραδιόφωνο δεν περπατάει καλά, όπως το βλέπουμε από τη δική μας πλευρά, που μας ενδιαφέρει να ακούγονται πράγματα πιο ψαγμένα και λιγάκι, αν θέλεις, στο μέτωπο της μουσικής αναζήτησης. Από την άποψη αυτή, ποτέ δεν ήταν χειρότερα! Ο μουσικός Τύπος, τώρα, έχει σκαμπανεβάσματα. Υπάρχει ένας σοβαρός αντίπαλος εδώ, η παγκοσμιοποίηση. Το Uncut πουλάει κάποιες χιλιάδες στην Ελλάδα, άλλοι παίρνουν το Spin, άλλοι διαβάζουν το Pitchfork στο internet κτλ. Εγώ νομίζω ότι χρειάζεται να υπάρχει καλή, αξιόπιστη και έγκυρη ντόπια ενημέρωση. Πρέπει να κρατήσει ο ελληνικός μουσικός Tύπος.
Με την έννοια αυτή, θεωρείτε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει βλάψει και τη μουσική ή τους μουσικούς, έτσι όπως μετατόπισε το κέντρο βάρους προς το internet;
Οι μουσικές ιδέες διαδίδονται σαν αστραπή στο internet, αρκεί να είσαι λίγο υποψιασμένος για το πού να ψάξεις ώστε να μη σε πνίξει το σκουπιδαριό της πληροφόρησης. Αν ξέρεις ποια είναι η χρήσιμη πληροφορία, μπορείς να ακούσεις τα πάντα, αν θες. Το μεγάλο αγκάθι βρίσκεται στα σχετικά με τις πωλήσεις. Δε θα εκφέρω γνώμη για το οικονομικό ζήτημα, γιατί νομίζω ότι είναι πρόωρο ακόμη να αποφανθούμε για το αν το internet έχει τελικά βλάψει τη μουσική βιομηχανία ή αν την έχει βοηθήσει. Είναι δύσκολη η καμπή και έχει δημιουργηθεί μια τρομερή ανακατωσούρα. Δεν μπορεί κανείς λοιπόν να βγάλει ακόμη συμπεράσματα. Μία δισκογραφική εταιρεία έχει και το ρόλο, ας πούμε, μιας βαρύνουσας υπογραφής. Παλιότερα π.χ. υπήρχε το MP3.com, το πρώτο site του είδους, που κάποια εποχή είχε γίνει τεράστιο και έβαζαν εκεί τη μουσική τους και κάποια καλά συγκροτήματα. Αλλά το 99,9% της μουσικής που κυκλοφορούσε εκεί ήταν σαβούρα. Είναι άλλο να έχεις έναν φορέα που να λέει απλά «ελάτε όλοι» από το να έχεις έναν φορέα πιο επιλεκτικό. Αυτό δημιουργεί μια βαρύτητα, ανάλογα βέβαια με το ποιοι άνθρωποι τον διαχειρίζονται. Είναι σαν να βγάζεις ένα βιβλίο και να στο προλογίζει ένας νομπελίστας.
Συμμερίζεστε καθόλου την ανησυχία ότι το downloading έχει συνηθίσει τους ακροατές αφενός σε έναν ήχο μέτριας ή κακής ποιότητας και αφετέρου έχει καταστήσει το single «νομισματική μονάδα» καταστρέφοντας έτσι την έννοια του album;
Συμφωνώ και εγώ, ξέρεις. Και δεν είναι μόνο τεχνικό το ζήτημα, ότι δηλαδή, όσο καλό και να είναι ένα MP3, δε γίνεται να ακουστεί όσο καλά θα ακουγόταν ένα CD σε ένα στερεοφωνικό με προδιαγραφές. Το πιο σημαντικό είναι πως η ευκολία τού να κατεβάσεις μερικές χιλιάδες MP3s –πράγμα που όλοι, και εγώ επίσης, κάνουμε– μεταβάλλει τη σχέση σου με τη μουσική. Παύει να είναι τόσο μοναδική και, χωρίς να το καταλάβεις, κατακλύζεσαι τελικά από το σκουπίδι της πληροφορίας, όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλο τομέα του internet. Έτσι οδηγούμαστε βασικά στα τραγούδια-μονάδες και είναι βέβαια πέρα από την ανθρώπινη δυνατότητα αυτό το πράγμα, να μπορέσεις δηλαδή να έχεις τη σχέση που είχες με τα CDs σου ή παλιότερα με τα βινύλια. Αυτό είναι βέβαια μια φθορά, μια αναπόφευκτη φθορά. Έχει καταστήσει τους ανθρώπους από ακροατές σε καταναλωτές. Είναι το αντίστοιχο του ζεύγους ταξιδιώτης–τουρίστας. Ο ταξιδιώτης δε μένει 2–3 μέρες, προσπαθεί να ενσωματωθεί στην κουλτούρα της χώρας που επισκέπτεται. Ενώ ο τουρίστας περνάει, βγάζει μερικές φωτογραφίες, παίρνει λίγο από εδώ και λίγο από εκεί και τελείωσε.
Πάνος: Το internet έχει αλλοιώσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δισκογραφία και πολλά συγκροτήματα που τώρα ξεκινάνε δεν το έχουν εμπεδώσει ακόμη αυτό. Το κλειδί έγκειται νομίζω στο να βρεθεί αυτό το «κάτι» που θα ξανακάνει τα albums πιο δυνατά και θα καθιστά το ένα κομμάτι μη αρκετό. Ίσως επενδύοντας περισσότερο στο lay-out, ώστε να δίνεται κίνητρο στον αγοραστή να θέλει να έχει ένα album. Και εννοείται πως και το περιεχόμενό τους θα πρέπει να έχει μια ανάλογη αξία. Για την ώρα, πάντως, δεν το βλέπω να ξεκολλάμε προς τα εκεί.
Άννα: Εγώ, πάντως, δε νομίζω πως τα όσα λέτε εξαντλούν τη συζήτηση για το internet και τη σχέση του με τη μουσική. Χωρίς το internet και τη γενιά του MySpace, θα ήταν μάλλον αδύνατο να κρατήσεις επαφή με κάποια groups από τα οποία έτυχε να ακούσεις κάτι και να σου άρεσε. Βοηθάει επίσης στην άμεση επικοινωνία μεταξύ των καλλιτεχνών –αυτό το έχουμε βιώσει και εμείς τότε π.χ. που παίξαμε με τους Astyplaz– όπως βοηθάει και στην καλύτερη διαφήμιση. Πιστεύω επίσης πως είναι σπουδαίο πράγμα το downloading. Και, αν οι μπάντες ανησυχούν για τα χρήματα που ίσως χάνουν έτσι, τότε θα πρέπει να προσπαθήσουν να τα κερδίσουν παίζοντας περισσότερο live. Για μένα, είναι πιο σπουδαίο να ακούς κάτι ζωντανά και να είσαι και εσύ κάπου εκεί από το να ακούς ένα CD καθισμένος στο σαλόνι σου.
Στην Ελλάδα, θεωρείτε πως υπάρχει κάποια άνθιση τα τελευταία χρόνια στο χώρο όπου και εσείς κινείστε;
Σίγουρα υπάρχει κάτι τέτοιο! Παρατηρώ μία ενδιαφέρουσα παραγωγή από νέους και όχι τόσο νέους ανθρώπους που, για διάφορους λόγους, τώρα κατόρθωσαν να βγουν προς τα έξω. Αλλά νομίζω πως υπάρχει και ένας κίνδυνος εδώ: να γίνει hype η κατάσταση, να τονιστεί υπερβολικά δηλαδή από τον Τύπο κάτι στον ήχο ή στην εμφάνιση ενός καλλιτέχνη και να παραμεληθούν όλα τα υπόλοιπα. Και να δημιουργηθούν τρομερές απαιτήσεις στο κοινό εξαιτίας αυτής της προώθησης, στις οποίες ο καλλιτέχνης να μην μπορέσει να ανταποκριθεί και έτσι να ξεφουσκώσει αυτό το πράγμα. Πάντως, γενικά, αντιμετωπίζω θετικά τα όσα συμβαίνουν.
Υπάρχουν δημιουργοί ή φωνές από την αμιγώς ελληνόφωνη μουσική όχθη οι οποίοι νιώθετε πως σας αφορούν αρκετά ώστε να σκεφτείτε και το ενδεχόμενο κάποιας συνεργασίας μαζί τους;
Ναι! Εκτιμώ πολύ τον Νίκο Ξυδάκη, όπως εκτιμώ πολύ και την Ελένη Καραΐνδρου. Επίσης, τον Γιώργο Ζαμπέτα, που βέβαια δεν είναι πια ανάμεσά μας εδώ και πολύ καιρό. Θα μου άρεσε ακόμη να συνεργαστώ με ανθρώπους σαν τον Μανώλη Φάμελλο ή τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν και τους βγαίνει και αυθόρμητο και αποτελεί και πρόταση.
Όσον αφορά στα μελλοντικά σας σχέδια, υπάρχει ακόμη στα σκαριά εκείνο το album με τις διασκευές στο οποίο έχετε συχνά αναφερθεί σε συνεντεύξεις;
(Γέλια!) Το έχουμε πράγματι πει τόσες φορές αυτό! Ξέρεις όμως τι γίνεται; Κάθε φορά προκύπτει το δίλημμα: γιατί να κάτσω να φάω δυο μήνες δουλεύοντας σε διασκευές, αντί να κάνω το δικό μου υλικό; Ίσως κάποτε το καταφέρουμε! Νομίζω πως θα μπορούσαμε να κάνουμε ενδιαφέρουσες διασκευές. Στις εμφανίσεις μας πάντως θα εντάξουμε περισσότερες από όσες υπάρχουν συνήθως και θα δούμε… Μπορεί να τις μαζέψουμε και να βγει και ένα CD.