Στη συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω ο James Lavelle μιλάει από το κινητό του μέσα σε ένα ταξί. Κατευθύνεται αργοπορημένος σε ένα στούντιο για μια φωτογράφηση στα πλαίσια της προώθησης του τρίτου δίσκου των U.N.K.L.E. War Stories. Απαντάει τυπικά στις ερωτήσεις περί αλλαγής ύφους, συνεργασιών, δείχνει ενθουσιασμένος για τις πρώτες πραγματικές live εμφανίσεις τους ως μπάντα φέτος το καλοκαίρι (εμείς δεν θα πάρουμε μυρωδιά) και φυλάει το καλύτερο για το τέλος. ‘Electronica is gonna be huge again man’ με διαβεβαιώνει κλείνοντας, ενώ υψώνει τη φωνή του...
Κι αυτό είναι το πρόβλημα. Όχι γιατί το ηλεκτρονικό ιδίωμα και τα παράγωγά του δεν είναι και πάλι εδώ. Τώρα που ο Alexis Petridis της Guardian και οι υπόλοιποι indie πατέρες (και όσοι τους κοπιάρουν ασύστολα στην Ελλάδα) δαγκώνουν τα πληκτρολόγια που κάποτε θρασύτατα αυθαδίασαν ‘dance music is dead’. Τώρα που τα παιδιά του ενός album με τα όμορφα κοστουμάκια και τα χτενίσματα των 100 λιρών τρώνε τη σκόνη των κάθε Klaxons και Digitalism. Τώρα που όλα τα νέα dance - rock συγκροτήματα αισθάνονται ότι χρωστάνε πιο πολλά στους Daft Punk και λιγότερα στους Beatles.
Σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, ο Lavelle οδηγεί στο αντίθετο ρεύμα. Το War Stories είναι ένας παλιομοδίτικος rock δίσκος. Πού όμως αυτοδιαψεύδει την καμπάνια του περί ηλεκτρονικής επιστροφής. Και θυμίζει την παγίδα ύφους στην οποία έπεσε και ο άσπονδος φίλος, κάποτε συνοδοιπόρος στο πρότζεκτ των U.N.K.L.E., DJ Shadow με το αμφιλεγόμενο Outsider. Αμφότεροι δε θέλησαν να επαναλάβουν τον εαυτό τους. O μεν Lavelle να φτιάξει άλλον έναν δίσκο όπου τα breaks και οι trip- hop αναμνήσεις θα συναντούσαν τους ήρωες της βρετανικής pop. Κι ο κύριος Josh Davis ήθελε να αποτινάξει την υποχρέωση να επαναλάβει τις φτηνές σινεματικές ατμόσφαιρες για την indie ελίτ. Ανέτρεξαν και οι δύο στις ρίζες. Σε απλές πηγές. Ο Shadow στο hyphy του Σαν Φρανσίσκο και ο Lavelle μαζί με τον Richard File (και τον Chris Goss – QOTSA, KYUSS - να βάζει το χέρι του στην παραγωγή) στην ατέλειωτη δεξαμενή του αφτιασίδωτου rock ήχου, αποδεικνύοντας την καλλιτεχνική τους απεξάρτηση από κάθε είδους μανιέρα και το προσωπικό όραμα που δεν καθορίζεται από απαιτήσεις δισκογραφικών για επανάληψη επιτυχημένων κόνσεπτ. Έλα, όμως, που και στις δύο περιπτώσεις η πρόθεση είναι respect, αλλά το αποτέλεσμα χρειάζεται πολύ inspect. Και στην περίπτωση των U.N.K.L.E., το War Stories είναι απροσδόκητο, αλλά δεν πλησιάζει καν το συγκλονιστικό Psyence Fiction με την all-star ομάδα που αποχαιρέτησε τον 20ό αιώνα. Ούτε το σκοτεινό Never Never Land που διατήρησε τη Βρετανία στον ηλεκτρονικό χάρτη κι έδωσε δυο τρεις ύμνους για την πρώτη δεκαετία του 21ου. Ο Lavelle τι λέει;
Για τον τίτλο του album
«Δεν είναι αντιπολεμικό σχόλιο, έχει να κάνει με τον εσωτερικό πόλεμο με τον εαυτό μας. Με όλα αυτά τα πράγματα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, ο πραγματικός πόλεμος συμβαίνει μέσα μας. Έτσι, άλλωστε προέκυψαν και οι τίτλοι των κομματιών, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση πάντως για κόνσεπτ album».
Για την αλλαγή ύφους που εξέπληξε
«Έτσι ένιωσα ότι ήταν σωστό. Τέτοια πράγματα, άλλωστε, άκουγα τελευταία. Θέλαμε να είναι περισσότερο κιθαριστικός δίσκος, να κάνουμε μια διαφορετική ενορχήστρωση από τις άλλες φορές, να δημιουργήσουμε έναν σκληρό, «μεγάλο» ήχο που να θυμίζει (χωρίς να είναι) τις ηλεκτρονικές μας παραγωγές. Υπάρχουν διαφορετικά beats εδώ κι εκεί. Πάντα σκέφτομαι ως εξής: εδώ είναι τα υλικά, μπροστά σου, ανακάτεψέ τα, αλλά μην κάνεις συνέχεια τον ίδιο δίσκο. Νομίζω, πάντως, ότι διατηρήσαμε την ίδια φιλοσοφία και την προσεγμένη διάρθρωση της παραγωγής μας. Και για πρώτη φορά θα το παρουσιάσουμε live, συνδυάζοντας samples, visuals, φωνητικά και φυσικά όργανα. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος με αυτό».
Για τις επιρροές στις οποίες στηρίζεται το War Stories
«Ξεκινάνε από το Mezzanine και το Check Your Head, πάνε μέχρι το minimal house (σ.σ. ?), εξακολουθούν να εμπιστεύονται τους Queens Of The Stone Age και φυσικά έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με την ψυχεδέλεια και το glam. Όμως θέλω να πιστεύω ότι αυτό που βγήκε αντιπροσωπεύει τον μοναδικό ήχο των U.N.K.L.E.».
Για τις συνεργασίες και γιατί λείπει ο Ian Brown
«Σε κάθε album συνεργάζομαι με ανθρώπους που εκτιμώ και κάνω παρέα. O Josh Homme είναι συνεργάτης εδώ και πολλά χρόνια, ο Ian Astbury ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκα όταν ετοιμαζόταν το album, με τον 3D γνωριζόμαστε από 17 – 18 χρόνων ο οποίος ασχολήθηκε και με το artwork του δίσκου. Διάφοροι μου σύστησαν τον Gavin Clark των Clayhill και όντως έχει μια υπέροχη φωνή, ενώ γράφει κι αυτούς τους γαλήνιους στίχους. Ήμουν fan των Duke Spirit, μου αρέσει πολύ ο τρόπος που χειρίζονται τα έγχορδα. Όσο για τον Ian (σ.σ. Brown) ήταν πολύ απασχολημένος με τα δικά του σχέδια και δεν «δούλεψε» η επαφή αυτή τη φορά».
Για το τι σημαίνει γι’ αυτόν το πρότζεκτ των U.N.K.L.E. σε συνδυασμό με την DJ καριέρα του
«Λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο θεραπευτικά, είναι ο τρόπος για να εκφράσω τον εαυτό μου, το καταφύγιο που βρίσκω για να εξωτερικεύσω τα συναισθήματά μου. Ίσως ακόμα και τη μελαγχολία μου, με διαφορετικό τρόπο πάντως απ’ ό,τι το κάνει ο Damon Albarn. Τα clubs είναι άλλη υπόθεση. Τελευταία παίζω μια μείξη βρετανικών και γερμανικών παραγωγών, edits και remixes. Carl Craig, James Holden και Radioslave για να σου δώσω κάποια ονόματα. Πάντως η dance σκηνή ξαναγίνεται massive».
Και πού το βασίζει αυτό το τελευταίο;
«Μα δεν βλέπεις ότι οι επιτυχίες τελευταία από εκεί προέρχονται; Οι Klaxons, δηλαδή δεν είναι μείγμα Happy Mondays και Daft Punk; Κι από την άλλη στο πεδίο του indie rock αν εξαιρέσεις τους White Stripes και τους QOTSA, οι υπόλοιποι είναι τόσο βαρετοί (σ.σ. ‘too fuckin’ boring’ για την ακρίβεια… άντε τώρα να καταλάβεις γιατί στράφηκε προς τα κει). Electronica is going to be huge again, man!».
Για τις αναμνήσεις που έχει από τα πάρτι στην Ελλάδα και γιατί παίζει τόσα πολλά indie remixes εδώ
«Όμορφες βραδιές, ωραίες ιστορίες. Το τι παίζω πάντως εξαρτάται από τη διάθεσή μου, όχι από τη χώρα που βρίσκομαι και τις ιδιαιτερότητες του κοινού. Πάντως, η Ελλάδα μου θυμίζει πάντοτε τον πατέρα μου. Ήταν καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας και όσο να ’ναι έχω ακούσει και διαβάσει δυο τρία πράγματα παραπάνω».