Ο απόφοιτος της σπουδαίας Royal Academy of Music της Γλασκόβης, και ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες των ημερών μιλάει στο Avopolis για τον Ξενάκη και τη δουλειά του. Διαβάστε εδώ και το άρθρο του Γιώργου Γεωργούση.



Απόφοιτος του Royal Academy of Music του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης, ξεκίνησε την καριέρα του ιδρύοντας τους Piano Circus το 1989. Ο αρχικός σκοπός τους ήταν να παίξουν το Six Pianos του Steve Reich αλλά τελικά κυκλοφόρησαν πέντε δίσκους διασκευάζοντας θέματα από Arvo Part, Brian Eno και Terry Riley. Το 1996, αποχώρησε από το σχήμα (το οποίο υπάρχει μέχρι τώρα) με σκοπό να ικανοποιήσει την ανάγκη του για πειραματισμό με την ηλεκτρονική μουσική. Στο Dead Cities των Future Sound Of London αρχικά θα συνεργαζόταν μαζί τους ως πιανίστας, αλλά τελικά κατέληξε να συνεργάζεται και να συνυπογράφει διάφορα κομμάτια, τόσο στο υλικό του προαναφερθέντος δίσκου όσο και στο Isness. To 2000, ασχολήθηκε με τις ενορχηστρώσεις του In The Mode του Roni Size για να φτάσουμε στο 2003 όταν και κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο MemoryHouse.

Σε αυτήν την προσπάθεια εμφανίζονται τα πρώτα θραύσματα από τον τωρινό του ήχο. Μια μίξη ηλεκτρονικής και κλασικής μουσικής που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως post-classical, με την παρουσία της φιλαρμονικής του BBC και του βασιλιά των εγχόρδων Alexander Balanescu (σε περίπτωση που σας ενδιαφέρει, ο Balanescu με το κουαρτέτο του το 2005 κυκλοφόρησε το πανέμορφο Maria T, που πρέπει να ακούσετε) που τελικά κρύψανε την μοναδικότητα του Richter λόγω της δικιάς τους δυναμικής. Έτσι, φτάνουμε στο 2004 και την κυκλοφορία του Blue Notebooks. Εμπνευσμένος από τα κείμενα-αφορισμούς του Kafka που βρέθηκαν μετά το θάνατό του, γνωστά και ως “Blue Octavo Notebooks”, είναι ένας από τους ελάχιστους δίσκους αυτής της δεκαετίας που θα μπορούσε να βαθμολογηθεί με το απόλυτο δεκάρι ή με πέντε αστέρια όπως συνηθίζουμε στο Avopolis.

Με ολιγομελές πλέον σχήμα, αποτελούμενο από πέντε έγχορδα -με το ίδιο σχήμα τον ακούσαμε και εμείς ζωντανά- ο Richter έχει το χώρο που του χρειάζεται για να αναδείξει τις συνθετικές του αρετές, που είναι απλά εντυπωσιακές. Μην τον αντιμετωπίζετε σαν ένα ακόμα συνθέτη που γράφει «κινηματογραφική» (τι όρος κι αυτός) μουσική αλλά σαν ένα σπάνιο ταλέντο. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσω το έργο του όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, κρύβοντας το δικό μου μακροχρόνιο πιανίστικο παρελθόν, η μινιμαλιστική αντίληψη του Richter ξεπερνά κάθε τι που μπορεί να του δίδαξαν οι σπουδαίοι καθηγητές του. Αυτό το γνωρίζω εκ των έσω.

Μετά το The Blue Notebooks o Richter άρχισε να συνθέτει μουσικές για διάφορα project, ενώ ανέλαβε και την παραγωγή του comeback της Vashti Bunyan το 2005. Στο τέλος του 2006 κυκλοφόρησε την τρίτη του δουλειά Songs From Before, ακολουθώντας τα μοτίβα του προηγούμενου δίσκου, χωρίς καινούριες ιδέες ενορχηστρωτικά, αλλά με πλούσιο περιεχόμενο συνθετικά. Τώρα βρίσκεται σε μια μίνι περιοδεία και κάπου στο ενδιάμεσο δέχτηκε να μιλήσει στο Avopolis και το Sonik.

Καταρχήν λόγω της καταγωγής μου θα ήθελα να μιλήσουμε για τη σχέση σου με τη μουσική του Ξενάκη.
Ξεκίνησε τα χρόνια που σπούδαζα μουσική στο πανεπιστήμιο. Ήταν η εποχή που έστηνε το studio του στο Παρίσι και άρχισε να φτιάχνει ένα φοβερό σύστημα χρησιμοποιώντας αντί για keyboard ένα ψηφιακό drawing board (σ.σ. μιλάει για μια από τις σημαντικότερες κατασκευές του Ξενάκη, γνωστή και ως UPIC), κάτι το οποίο μου κίνησε πολύ την περιέργεια. Όλη αυτή η ιδέα της ζωγραφιάς της μουσικής, κάτι σαν μια φυσική «χειρονομία» παρά σαν νότες, είναι εντυπωσιακή. Γενικά, μιλώντας, το σύνολο της άποψής του για το τι μπορεί να εκληφθεί ως μουσική και το πώς μπορεί να δουλέψει ο ήχος, μου έδινε πάντα την εντύπωση ότι ο τρόπος που γράφει δίσκους ήταν τελείως ριζοσπαστικός.

Αυτή είναι και η αλήθεια. Η τεχνοτροπία του είχε κάτι το απόλυτα διαφορετικό, ειδικά την εποχή που τα έκανε όλα αυτά.
Ναι, η γνώμη μου είναι, ότι τον τελευταίο αιώνα δύο συνθέτες κατάφεραν κατά κάποιο τρόπο να επεκτείνουν τις δυνατότητες της μουσικής. Ο John Cage και ο Ξενάκης.

Νομίζω ότι πολλοί θα συμφωνήσουν μαζί σου. Θα σου πω μάλιστα και ένα παράδοξο. Στην Ελλάδα ακόμα και τώρα είναι μια underground φιγούρα, παρά ένας από τους σημαντικότερους επαναστάτες του ήχου.
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό. Απ’ ό,τι ξέρω δεν του επιτρεπόταν η είσοδος στη χώρα για πάρα πολύ καιρό.

Βασικά είχε καταδικαστεί σε θάνατο για την αντιστασιακή του δράση αλλά αυτό είναι μεγάλη ιστορία.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι γενικότερα στη σύγχρονη μουσική, είναι κάτι σαν παρείσακτος, κυρίως επειδή δεν ανήκει σε καμία παραδοσιακή μουσική σχολή. Δεν ήταν Πολωνός, ούτε από τη Βιέννη ή ένας συνθέτης από τη Νέα Υόρκη.



Σαν να ήρθε από το πουθενά.
Ουσιαστικά αυτό έκανε. Είναι τόσο μοναδικός καλλιτέχνης. Εξαιρετικός.

Θέλεις να μου πεις και τους αγαπημένους σου δίσκους από αυτόν; Και να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο γιατί θα μου τελειώσει ο χρόνος και ακόμα για τον Ξενάκη θα μιλάμε...
Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Η δικιά μου μουσική ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή αφού είναι τόσο μικρή, αλλά σε καταλαβαίνω. Λοιπόν, είναι πάρα πολλοί αλλά θα διάλεγα το Complete Works For Piano όπου περιέχονται σπουδαία έργα του και το Nekuia.

Στα δικά σου τώρα. Οι τελευταίες σου δουλειές περιλαμβάνουν απαγγελίες από έργα του Kafka και του Murakami. Είναι μέρος της δημιουργικής σου διαδικασίας πλέον;
Ίσως. Δεν ξέρω. Όταν διαβάζεις ή ακούς κάτι που σου αρέσει πάρα πολύ θέλεις να το πεις και σε άλλους. Αυτό κάνω περίπου. Ουσιαστικά λέω, «να ένας σπουδαίος συγγραφέας, διαβάστε ένα σπουδαίο κείμενο που με κάνει να σκέφτομαι κάτι». Ναι, βασικά αυτό είναι. Λέω μια ιστορία για κάτι.Η αρχή των συνθέσεών σου είναι αυτοσχεδιασμοί στο πιάνο και μετά ακολουθεί ξεσκαρτάρισμα ιδεών ή ξεκινάς γράφοντας παρτιτούρες;Πιανίστας είμαι και το πιάνο αποτελεί μεγάλο μέρος αυτών που κάνω, αλλά δεν νομίζω ότι είναι το πιάνο η αφετηρία μου. Συνήθως, κάθομαι σε ένα δωμάτιο και γράφω στο πεντάγραμμο, ενώ κάποια ξεκινούν από τον υπολογιστή. Σπάνια ξεκινώ κάτι αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο.

Τα τελευταία χρόνια έχεις συνθέσει μουσική για ταινίες ή καλύτερα για εικόνα. Δουλεύεις κάποιο soundtrack αυτόν τον καιρό;
Ναι, δουλεύω αρκετά πράγματα. Έχω κάνει τη μουσική για κάποιες Super8mm ταινίες του Derek Jarman, ενώ αυτόν τον καιρό δουλεύω με ένα ισραηλινό σκηνοθέτη πάνω σε ένα animated ντοκιμαντέρ που μου αρέσει πάρα πολύ και με ενθουσιάζει. Έκανα και το soundtrack για μια όμορφη αμερικάνικη ταινία με τίτλο “The Grace Is Gone” με πρωταγωνιστή τον Τζον Κιούζακ σε σκηνοθεσία του Τζέιμς Στράους.

Σκοπεύεις να κυκλοφορήσεις κάποια από αυτά;
Από μόνα τους τα soundtracks είναι κάτι τελείως διαφορετικό από ένα προσωπικό δίσκο. Υπάρχει μια τελείως διαφορετική σχέση μεταξύ μουσικής και εικόνας, ακριβώς επειδή η μουσική περιέχεται σε κάτι άλλο, δεν είναι μόνη της. Γι’ αυτόν το λόγο δεν ξέρω αν θα κυκλοφορήσει κάτι. Είναι πιθανό πάντως.

Οι επιρροές σου εκτός από τις προφανείς κλασικές ρίζες που έχουν λόγω σπουδών, είναι και η πρώιμη ηλεκτρονική μουσική που κυκλοφορούσε τον καιρό που ωρίμαζες. Θα μπορούσες να φανταστείς ποιες θα ήταν αν τώρα ήσουν ένας νέος μουσικός;
Ενδιαφέρον. Νομίζω ότι θα άκουγα διάφορους σύγχρονους μουσικούς που βρίσκονται στα σύνορα πολλών μουσικών ειδών. Σκέφτομαι κάποιον σαν τον Four Tet ή τον Murcof. Αυτοί οι δύο μου αρέσουν πάρα πολύ. Νομίζω ότι είναι πολύ δημιουργικοί και ταλαντούχοι. Θα μπορούσα να προσθέσω σίγουρα τους Sigur Ros, τους Mogwai και πιο κλασικά πράγματα όπως οι Pavement, οι Sonic Youth ή οι Yo La Tengo.

Περίμενα ότι θα μου πεις κάποια πιο rock σχήματα κυρίως λόγω της παραγωγής που έκανες πριν μερικά χρόνια σε ένα από τα πιο ελπιδοφόρα σχήματα της Γλασκόβης, τους Twilight Sad. Πώς προέκυψε αυτό;
Έχουν υπογράψει στην FatCat όπως κι εγώ. Είχαν πολλά προβλήματα με την ηχογράφηση του υλικού τους παρόλο που είναι σπουδαίο live act. Για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν να το περάσουν αυτό στο studio. Όχι ότι έπαιζαν άσχημα ή κάτι τέτοιο. Απλά τα αποτελέσματα των ηχογραφήσεών τους ήταν πραγματικά πολύ φτωχά. Έτσι έλαβα ένα κατεπείγον τηλεφώνημα που φώναζε βοήθεια.

Εκτός της περιοδείας, τι άλλα πλάνα έχεις αυτήν τη χρονιά;
Τίποτα διαφορετικό από άλλες χρονιές. Έχω αρχίσει να γράφω υλικό για τον καινούριο δίσκο, ενώ έχω κανονίσει και κάποιες συναντήσεις για κάποιες άλλες ταινίες εκτός από αυτές που σου έλεγα πριν.

Φαίνεται ότι είσαι πολύ ενημερωμένος με τα τρέχοντα μουσικά ρεύματα. Αφού τελειώνουμε αυτήν τη συνέντευξη θα ήθελες να κοιτάξεις το στερεοφωνικό σου και να μου πεις τι έχεις εκεί;
Ναι, βέβαια. Έχω αυτόν τον ταλαντούχο Αμερικανό, τον Sufjan Stevens, σκόρπιο υλικό από Four Tet και το δίσκο του Burial, ενώ πάντα υπάρχουν cd από Schubert και Purcell. Ποτέ δεν απομακρύνονται αυτά από τον player μου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured