Ανήκει στη νέα γενιά καλλιτεχνών που θολώνουν όσο ποτέ τα όρια της ηλεκτρονικής και της οργανικής μουσικής, ενώ η σταθερή παρουσία του σε κάθε line-up του φεστιβάλ που κατά τα φαινόμενα θα διαδεχθεί το Sonar, αποτελεί το μεγαλύτερο εχέγγυο ποιότητας που θα μπορούσαμε να ζητήσουμε. Λίγο πριν τον δούμε live στο showcase της Mutek_Rec, το Avopolis μιλάει με τον άνθρωπο που μάχεται με τον ρυθμό.
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη σου είχες αναφέρει ότι χωρίς το Mutek πιθανότατα να μην υπήρχε Deadbeat. Μπορείς να μας περιγράψεις τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται η καριέρα σου με το φεστιβάλ του Μόντρεαλ και που αποδίδεις την επιτυχία των δύο projects;
Έπαιξα το πρώτο ζωντανό set μου στο πρώτο Mutek Festival σε ένα κοινό 20 με 30 ατόμων. Από τότε παρευρίσκομαι και εμπλέκομαι στο μέτρο του δυνατού σε κάθε έκδοση του, ενώ την περασμένη χρονιά έπαιξα μπροστά σε 1.000 άτομα. Πέρα από αυτό, η καριέρα μου έχει εξελιχθεί παράλληλα με το Mutek, και σίγουρα οφείλω στα παιδιά που το διοργανώνουν πάρα πολλά για το δημιουργικό περιθώριο που μου αφήσανε όλα αυτά τα χρόνια και την ελευθερία να πειραματιστώ με νέες ιδέες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την “Atlantic Waves” performance που πραγματοποίησα με τον Robert Monolake. To Mutek ως φεστιβάλ χτίστηκε από μια πολύ δεμένη οικογένεια, τα μέλη της οποίας προέρχονται από διάφορα σημεία της υφηλίου, ενώ ο πυρήνας του αποτελείται από μερικούς από τους καλύτερους φίλους μου στο Μόντρεαλ. Πιστεύω ότι αυτό το οικογενειακό κλίμα βρίσκεται στη βάση της επιτυχίας του Μutek και ασφαλώς ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής μου καριέρας οφείλεται στην υποστήριξης που λαμβάνω από τη συγκεκριμένη οικογένεια.
Το online περιοδικό Stylus σε είχε χαρακτηρίσει έναν “electronic dubmeister”. Ποιος είναι ο πιο ακριβής και ποιος ο πιο χαζός χαρακτηρισμός που σου έχουν προσδώσει; Ποιους θεωρείς “masters του dub”; Στην ίδια συνέντευξη είχες αναφέρει “τις μελωδικές ομοιότητες ανάμεσα στη reggae και τους χριστιανικούς ύμνους”. Ποια είναι η σχέση σου με τη θρησκεία και τι επίδραση έχει αυτή η σχέση στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι τη μουσική;
Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική έγινε σε μια εκκλησία και κατ’ επέκταση τα τυπικά μελωδικά μοτίβα που βρίσκει κανείς στους ύμνους και σε μεγάλο βαθμό και στη reggae αγγίζουν μια χορδή μέσα μου, προκαλώντας μου μια γλυκιά νοσταλγία. Όσον αφορά τους “masters του dub”, o πρώτος που θα πρέπει να αναφερθεί είναι ο Lee Perry, αφού ήταν αυτός που κατάφερε να αιχμαλωτίσει αυτό το αίσθημα θείου μεγαλείου σε μεγάλο μέρος τη μουσικής του και των πειραμάτων του, χρησιμοποιώντας εντοπισμένους ήχους και ωθώντας τον περιορισμένο του εξοπλισμό στα όρια των δυνατοτήτων του. Μια τέτοια συζήτηση επίσης, δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα αν δεν ανέφερα τον King Tubby. Δεν τον ονόμασαν άλλωστε “King” χωρίς λόγο. Από μια πιο μοντέρνα οπτική θα μπορούσα να αναφέρω τον Mark και τον Moritz από τους Rhythm and Sound, οι οποίοι κατάφεραν να οικοδομήσουν μια άμεσα αναγνωρίσιμη αισθητική οντότητα. Πιστεύω ότι πολύ λίγοι ανθρώποι θα μπορούσαν να διαφωνήσουν με την άποψη ότι όσον αφορά τις σύγχρονες dub παραγωγές, δικαιούνται απόλυτα τον τίτλο “masters“.
Στο τελευταίο σου άλμπουμ Journeyman’s Annual είναι ιδιαίτερα έντονη η παρουσία των φωνητικών. Τι οδήγησε σε αυτήν την αλλαγή κατεύθυνσης;
Πιστεύω ότι η ανθρώπινη φωνή είναι ένα πολύ δυνατό εργαλείο και δεδομένου ότι ήθελα να αυξήσω λίγο την ένταση του δίσκου, έπρεπε να τη χρησιμοποιήσω.
To Μόντρεαλ και ο Καναδάς γενικότερα, έχουν κερδίσει τα τελευταία χρόνια σημαντικό έδαφος στις συνειδήσεις των οπαδών της ηλεκτρονικής μουσικής. Ποια πιστεύεις ότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία διαχωρίζουν τους Καναδούς μουσικούς από τους Ευρωπαίους;
Όσον αφορά συγκεκριμένα στην ηλεκτρονική μουσική, πιστεύω ότι η γεωγραφική προέλευση παίζει τον λιγότερο σημαντικό ρόλο στον ήχο κάθε παραγωγού. Για παράδειγμα, το τελευταίο μου άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε μεγάλο ποσοστό σε δωμάτια ξενοδοχείων, δανεισμένα στούντιο ή απλά φορώντας ακουστικά σε τυχαία μέρη που χρειάστηκε να κάνω μια στάση και δεν πιστεύω ότι θα εξέφραζε περισσότερο εμένα, αν τον είχα ηχογραφήσει περνώντας έξι μήνες στην κρεβατοκάμαρα μου στο Μόντρεαλ. Αν κάποιος νιώθει ότι ανήκει σε μια κοινότητα, είτε έχει να κάνει με μια φυσική μουσική σκηνή ή μια εικονική κοινότητα ομοιδεατών ανθρώπων με τους οποίους επικοινωνεί διαδικτυακά, πιστεύω ότι μπορεί να βρει έμπνευση σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη.
Έχεις ένα τοπ κομματιών σου τα οποία θα προτείνες σε κάποιον που δεν έχει ξανακούσει τη μουσική σου;
“Organ in the Attic sings the Blues” (Wildlife Documentaries)
“Fixed Elections” (Something Borrowed, Something Blue)
“Port-au-Prince” (New World Observer)
“Where has my love gone?” (Journeyman’s Annual)
Αυτά είναι τα κομμάτια με τα οποία νιώθω περισσότερο συναισθηματικά συνδεδεμένος.
Έχεις διατελέσει μπασίστας σε ένα συγκρότημα. Υπάρχουν στιγμές που σου λείπει η ένταση μιας live μπάντας επί σκηνής;
Ούτε στο ελάχιστο. Το να παίζεις σε μια μπάντα είναι ηλίθιο για τόσους πολλούς λόγους, που είναι σχεδόν τρομαχτικό. Μου αρέσει να παίζω ή να συνεργάζομαι με κάποιον που χρησιμοποιεί και αυτός υπολογιστές ή ηλεκτρονικό εξοπλισμό καθώς υπάρχει μια αίσθηση ισότητας και δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τα σολαρίσματα του κάθε ματαιόδοξου κιθαρίστα ή τον εκνευρισμό του ντράμερ επειδή η υπόλοιπη μπάντα κάθεται μπροστά του και κανένας δεν μπορεί να θαυμάσει την τεχνική επιδεξιότητα του. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να δεις ποτέ μια μπάντα Deadbeat. Όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου τουλάχιστον.
Το project Crackhaus το οποίο “τρέχεις” μαζί με τον Stephen Beaupre παρουσιάζει μια πιο τρελή σου πλευρά, καθώς τα περισσότερα κομμάτια κυμαίνονται από τη minimal techno μέχρι ένα τελείως ανεξέλεγκτο, ανατρεπτικό κολάζ. Μπορείς να μας πεις κάποια πράγματα για το project;
Με τον Steve μας συνδέει μια αμοιβαία εμπιστοσύνη και μια διάθεση να τραβήξουμε τα πράγματα στα όρια, όσο περισσότερο μπορούμε. Αυτό οδηγεί μερικές φορές σε καταστροφικά αποτελέσματα, αλλά αυτές είναι και οι περιπτώσεις που το live είναι καθαρή μαγεία. Ανεξάρτητα από την προσωπική μας παραγωγή ή την πορεία που χαράσσουμε, το project Crackhaus θα υπάρχει πάντα, αφού δημιουργήθηκε για να περνάμε καλά φτιάχνοντας μουσική, χωρίς να σκεφτόμαστε απολύτως τίποτα άλλο. Έτσι και θα συνεχίσουμε.
Πρόκειται να εμφανιστείς στην Αθήνα, στα πλαίσια του Synch Festival. Έχεις ακούσει μέχρι στιγμής κάποια σχόλια από συναδέλφους σχετικά με αυτό; Ποιόν ανυπομονείς να δεις ο ίδιος;
Οι Wighnomy Brothers είναι πάντα καλοί και ο Bugge Wesseltoft πραγματοποιεί πάντα ένα θεαματικό live. Γενικά είμαι χαρούμενος που έρχομαι στην Αθήνα και εύχομαι να βρω λίγο χρόνο να εξερευνήσω και την ίδια την πόλη.
Μπορείς να αποδόσεις οπτικά με έναν πίνακα ή μια φωτογραφία τη μουσική που θα παρουσιάσεις στο Synch;