Από τους «f(a39)» στους «Sportex» (μαζί με τον «δικό μας» Έκτορα Αποστολόπουλο) κι από εκεί στις πρώτες του, ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις μαζί με την Mary, προτού μας πάρει τα κεφάλια με τα «50 Καταραμένα από το Θεό Τραγούδια» του ως σόλο «Boy». Κατά τ’ άλλα, η αλήθεια, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη, δεν βρίσκεται στους Sex Pistols, αλλά στο, κατά Ramones, «shock treatment»…
Ταλανισμένος καλλιτέχνης σοκάρει με τις μουσικές του μια ολόκληρη πόλη (και συντόμως, ελπίζουμε, όλη την υπόλοιπη χώρα) που περίμενε αιώνες ολόκληρους να βρεθεί κάποιος που να παίξει τόσο ψυχωμένα τα αγγλόφωνα blues. Από την εποχή του –βαρετού μέχρι αηδίας για τον γράφοντα- ρεμπέτικου είχε η δισκογραφία να δει αίμα να στάζει από τις μπομπίνες ηχογράφησης…
Αλήθεια, το «Boy» πως προέκυψε;
Χαχα! Είναι τα τρία πρώτα γράμματα του επωνύμου μου, δεν ξέρω καν πως συνδέθηκε με την έννοια που του δόθηκε στην πορεία…
Όλους όσους ρώτησα να μου πουν τη γνώμη τους για σένα μου είπαν το εξής «αδιαμφισβήτητα εξαιρετικά ταλαντούχος, αλλά φαινομενικά κλειστός, εσωστρεφής και δύσκολος χαρακτήρας».
Σε ανθρώπους που εμπιστεύομαι είμαι μια χαρά. Όταν κάτι είναι προγραμματισμένο και άρα δεν με βάζει σε μια διαδικασία να σκεφτώ τις μελλοντικές μου αντιδράσεις, είναι όλα οκ. Στην αντίθετη περίπτωση, νιώθω άβολα και μπορεί, άθελα μου, να κάνω δύσκολη τη ζωή των άλλων. Είναι το τίμημα του να ζεις στον κόσμο σου…
Είναι ίδιον των καλλιτεχνών να ζουν σε ένα παράλληλο από τους υπόλοιπους σύμπαν και να αντιλαμβάνονται τον κόσμο διαφορετικά απ’ ότι εμείς οι υπόλοιποι;
Ναι, ασφαλώς. Το δύσκολο στα καλλιτεχνικά πράγματα είναι να βάλεις ένα όριο στη δουλειά σου, να πεις «ως εδώ, τώρα σταματάω». Κατά τ’ άλλα προσπαθώ να μην είμαι τόσο στον κόσμο μου και να επικοινωνώ με τους υπολοίπους γύρω μου, αλλά δεν το καταφέρνω πάντα. Ναι, το παραδέχομαι, ενίοτε είμαι στο δικό μου σύμπαν και δρω καθαρά με την ιδιότητα του παρατηρητή. Κάπου το είχα διαβάσει ότι αυτό αποτελεί και ψυχιατρική πάθηση (χαχαχα!), είναι λίγο επικίνδυνο αυτό, αν ξεφύγει από τα όρια. Το ότι ξεφεύγω είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου. Παλεύω συνεχώς να μην συνδέω τη ζωή μου με αυτά που παράγω ως καλλιτέχνης, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, ξέρεις.
Το να συνθέσεις όμως 50 κομμάτια απαιτεί μια συγκεκριμένη διαδικασία αντικειμενικής (ή μήπως υποκειμενικής;) θέασης του έξω κόσμου. Αν δεν διαθέτεις άριστες ικανότητες παρατήρησης, δεν μπορείς να καταφέρεις κάτι τέτοιο.
Αυτό που συνέβη με τα κομμάτια του δίσκου αυτού είναι ένα ξέσπασμα. Ένα ξέσπασμα που μπορεί να συνέβαινε το βράδυ που θα γυρνούσα από ένα μαγαζί, θα καθόμουν στο πιάνο και θα συνέθετα ένα κομμάτι που κατόπιν θα ηχογραφούσα στο υποτυπώδες οικιακό μου στούντιο. Τώρα προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου σε μια άλλη διαδικασία: να συνθέτω κατόπιν προγράμματος, να μην το αφήνω στην τύχη του, κάτι το οποίο παραδέχομαι ότι δεν είναι ό,τι πιο υγιές μπορεί να κάνει κάποιος. Πάντως επ’ ουδενί δεν θέλω να το παλέψω όσο το παλεύει ένας τραγουδιστής του επιπέδου του Leonard Cohen που κάθεται πάνω από ένα κομμάτι για ένα χρόνο μέχρι να είναι τέλειο. Για μένα τεράστιο ρόλο παίζει το momentum, η στιγμή της σύλληψης. Κι αυτή ακριβώς η στιγμή προσπαθώ να αποτυπωθεί στο δίσκο.
Ηχητικός ιμπρεσιονισμός δηλαδή. Με την Μαίρη πως γνωριστήκατε;
Είχε έρθει να κάνει ντουμπλάζ στην πρώτη μου ταινία, το «Κλαις;», μετά την πέτυχα στο «Κακό» και μετά αρχίσαμε να κάνουμε παρέα κι έτσι προέκυψε το συγκρότημα. Με την Μαίρη για πρώτη φορά δουλεύουμε αυτή τη στιγμή όσο πιο οργανωμένα μπορείς να πεις ότι μπορεί να δουλέψει ένα δίδυμο μουσικών. Αυτό έχει τα καλά, έχει και τα κακά του…
Εμένα μου κάνεις πάντως για έναν άνθρωπο που δουλεύει καθαρά με την προοπτική ενός πυροτεχνήματος, όπως το είχαν θέσει οι Stone Roses και οι Manics, δηλαδή να κυκλοφορήσεις ένα άλμπουμ και μετά να εξαφανιστείς.
Εννοείται ότι αρχικά στο μυαλό μου υπήρχε μόνο αυτή η λογική. Αγαπώ το πυροτέχνημα. Στην αρχή όλα αυτά άρχισαν να συμβαίνουν χωρίς να ξέρω αν θέλω ή όχι να τα συνεχίσω. Τώρα όμως βλέπω ότι μου αρέσουν και θέλω να το τραβήξω όσο μπορώ. Τώρα, ας πούμε, ελέγχω αυτό που βγάζω. Παλιά ήταν πιο άρρωστη η κατάσταση, λόγου χάρη παίζαμε με τη Μαίρη και σπάγαμε φλέβες από την ένταση. Τώρα έχουμε μάθει να κρατάμε την ίδια ένταση, αλλά χωρίς μέσα μας να διαλυόμαστε ολοκληρωτικά. Θα σου πω το εξής: αν τα κομμάτια μου τα άκουγα από κάποιον άλλον, θα τα θεωρούσα εντελώς «άρρωστα». Επίσης ισχύει και το άλλο: τα 50 αυτά κομμάτια μου δεν θα είχαν την ίδια δυναμική που λες ότι έχουν, αν δεν είχαν γραφτεί κάτω από δύσκολες, για μένα, συνθήκες. Αν δεν είχα φάει φρίκες στις 4 το πρωί, δεν θα είχε βγει αυτό το αποτέλεσμα. Τα 50 αυτά τραγούδια είναι καθαρά αποτέλεσμα πίεσης και προσωπικού βάρους…
…ο γνωστός ορισμός περί μουσικής, δηλαδή, του Αdorno.
Ναι, μόνο υπό πίεση λειτουργούσα παλιά. Τώρα είμαι πιο χαλαρός –και μουσικά εννοώ. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: τα δυο αγαπημένα μου συγκροτήματα είναι οι Joy Division και οι Talking Heads. Αν με ρωτούσες όμως τι ακούω αυτή τη στιγμή, θα σου απαντούσα χωρίς περιστροφές το δεύτερο, γιατί ακριβώς δεν αντέχω άλλο να βλέπω τον Curtis να υποφέρει τόσο τραγουδώντας. Ο πόνος αυτού του ανθρώπου είναι φοβερά σοκαριστικός. Αλλά βλέπω ότι τελικά με σοκάρει ακόμη περισσότερο ο ήχος των Talking Heads, που μπορούν να είναι ταυτόχρονα και εκπληκτικοί μουσικοί και τρελά μυαλά, αλλά η μουσική τους να είναι εντελώς «πάρτι».
Οπότε με τι «παίζεις» αυτή τη στιγμή;
Πειραματίζομαι με τη χορευτική μουσική, θέλω να δοκιμάσω κι αυτό το είδος. Αυτό μου λείπει προσωπικά εμένα, η χορευτική μουσική. Προσανατολίζομαι σε μια χορευτική σκηνή, μακριά από τα ναρκωτικά και την αποστασιοποίηση και την ατομικότητα της σκηνής αυτής, με αναφορές από την techno του Ντιτρόιτ που να βγαίνει από φυσικά όργανα, αλλά με την ίδια λογική του dj, ξέρεις, ένα ολόκληρο τετράωρο πρόγραμμα. Αλλά, π.χ. η μπότα δεν θα βγαίνει από κομπιούτερ, αλλά από κανονικά όργανα. Και κάτι άλλο που με ενδιαφέρει πολύ είναι ένα πρόγραμμα φτιαγμένο εξολοκλήρου από διασκευές που όμως θα είναι εντελώς διαφορετικές από το πρωτότυπο. Απλά να χρησιμοποιείς το πρωτότυπο κομμάτι αναφορικά και να το μεταλλάσσεις σε κάτι εντελώς δικό σου. Ίσως πάλι να έχω βαρεθεί κι όλη αυτή τη σκηνή της Αθήνας, όπου οι άνθρωποι και οι αντιδράσεις τους είναι εντελώς χλιαρές, σχεδόν αδιάφορες. Κανείς δεν κουνιέται στις συναυλίες, κανείς δεν χορεύει. Παλιότερα έπεφτε ξύλο στις συναυλίες, άνοιγαν μύτες. Τώρα όλοι μας το παίζουμε πολιτισμένοι. Δεν λέω να γίνεται ό,τι γινόταν παλιότερα στον Εξώστη του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά απλά λέω να γίνεται κάτι, κάτι να κουνιέται έστω. Ο,τι γίνεται, γίνεται με μέτριο τρόπο: αντιδράμε μέτρια, ακούμε μέτρια, χειροκροτούμε μέτρια, είτε το έργο είναι καλό, είτε είναι κακό. Πολλή συγκατάβαση.
Πάμε στα κινηματογραφικά. Ο ήρωας που υποδύεσαι στο «Ροζ» λέγεται Βασίλης Γκάλης. Γιατί διάλεξες το όνομα αυτό;
Το «Ροζ» είναι μια ταινία για τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί την ίδια χρονιά με μένα, το 1981 ή έστω την ίδια περίπου εποχή. Για τα άτομα της γενιάς μας λοιπόν η πρώτη οπτική αναφορά που μας έρχεται στο νου είναι το Ευρωμπάσκετ του ’87 και η εικόνα του υπεράνθρωπου αυτού, του Νίκου Γκάλη να βαράει σαράντα και πενήντα πόντους σε κάθε παιχνίδι. Προσωπικά, έχω και ένα κόλλημα με το μπάσκετ, μάλιστα κάποια εποχή ήθελα να γίνω και μπασκετμπολίστας. Αλλά αυτό που μου άρεσε ειδικά στην περίπτωση του Γκάλη, εκτός από την όποια συναισθηματική φόρτιση προκαλεί η αναφορά στο όνομα του, είναι το γεγονός ότι δεν σου γέμιζε το μάτι, έτσι βραχύσωμος που ήταν. Και μου άρεσε η ιδέα ότι ένας άνθρωπος που υπολειπόταν, όσον αφορά τη σωματοδομή, έναντι των υπολοίπων συναδέλφων του, μπορούσε να επιτελέσει όλα αυτά τα ανήκουστα πράγματα. Για την γενιά μου, ο Γκάλης αποτελούσε τον πρώτο Υπεράνθρωπο, έναν άνθρωπο που δεν ήταν επιδειξιομανής, αλλά ένας λιγομίλητος κοντός που μπορούσε να κάνει τα πιο απίθανα πράγματα.
Πήρες επιχορήγηση για κάποια από τις ταινίες σου;
Πήρα για την πρώτη, το «Κλαις;» και τώρα περιμένω μήπως πάρω και για το «Ροζ». Δίνονται κάποια μικροποσά για την αποπεράτωση τους.
Εσύ βρήκες το δρόμο σου. Τι γίνεται όμως με την περίπτωση κάποιων άλλων συναδέλφων σου, εξίσου ταλαντούχων, που μετά από χρόνια σπουδών, εξακολουθούν να μην έχουν στον ήλιο σκηνοθετική μοίρα;
Πάντως σίγουρα δεν είναι απαραίτητο να βγεις στο εξωτερικό, όπως πιστεύεται. Στο εξωτερικό θα βγεις και θα πετύχεις μόνο αν είσαι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο. Πολλοί βγήκαν, ελάχιστοι τα κατάφεραν. Απ’ ότι ξέρω, σχεδόν κανείς δηλαδή. Οι μόνοι που πέτυχαν να κάνουν κάτι εκτός Ελλάδας είναι όσοι πρώτα έκαναν κάποια επιτυχία εντός των συνόρων. Δεν έχω δει εγώ κανέναν π.χ. ιρανό να πετυχαίνει στην Αμερική αν πρώτα δεν έκανε κάτι αξιόλογο εντός των τειχών της πατρίδας του. Και έπειτα υπάρχει και το άλλο: όταν οι νεοϋορκέζοι έχουν τον Lou Reed, ο Βούλγαρης τι έχει να τους πει; Τίποτα απολύτως. Όπως κι αντίστοιχα, όταν η Αθήνα έχει τον δικό της ποιητή, δεν χρειάζεται κάποια μεταγραφή από το εξωτερικό για να πει στον κόσμο αλήθειες για την πόλη τους.
Οι επιρροές και η νοοτροπία σου πάντως είναι καθαρά μη-ελληνική. Δεν έχεις ζήσει καθόλου στο εξωτερικό, έτσι;
Όχι καθόλου. Είχα ένα σχετικό κόμπλεξ με αυτό το θέμα. Δεν νιώθω άνετα να έρχομαι σε επαφή με ξένους.
Νιώθεις πιο άνετα στην Ελλάδα δηλαδή;
Ναι, αυτό ισχύει γενικά. Και βλέπω ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στοιχειώδης δράση. Ποιος θα το έλεγε, ας πούμε, μια δεκαετία πριν ότι σήμερα θα είχαμε στην Αθήνα μια εφημερίδα σαν την Lifo που να καταπιάνεται με όσα καταπιάνεται και να βγαίνει σε 100.000 αντίτυπα; Έχει κι αυτή τα προβλήματα της βέβαια: κι η εν λόγω εφημερίδα λειτουργεί σαν το Cosmopolitan, χρησιμοποιώντας την εναλλακτική κουλτούρα μέσα σε μια ποπ αισθητική. Η φωτογραφία της τελευταίας σελίδας της ας πούμε για μένα είναι εντελώς «άκυρη» ως concept. Συμβαίνουν πράγματα, αλλά απλά υπάρχει πολλή καχυποψία, όλοι κλείνονται στον εαυτό τους και το πράγμα δεν προχωράει. Στην Αθήνα, δε, γίνεται το εξής καταπληκτικό: αυτοί οι δέκα άνθρωποι που είναι οι φορείς της εναλλακτικής πολιτιστικής κίνησης, είναι εντελώς αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλον κι αυτή η εσωστρέφεια δεν αποδίδει, γιατί ενώ θα μπορούσαν να συνεργαστούν για να βγάλουν κάτι ακόμη καλύτερο, προτιμούν να το κάνουν ο καθένας κατά μόνας. Γενικότερα όμως πιστεύω ότι την επόμενη πενταετία θα γίνουν πολλά στην χώρα μας. Απλά δεν ξέρω κατά πόσο θα είναι σημαντικά ή κατά πόσο θα παραμείνουν αγνά και δεν θα μπουν στη σύγχρονη λογική του μιλκσεικ, ξέρεις, ένας αχταρμάς, όλα μαζί.
Πιστεύεις στον ρόλο της Τέχνης ως shock value;
Πιστεύω ότι σοκαριστικό είναι μόνο οτιδήποτε αληθινό. Λόγου χάρη δεν έχω σταματήσει να σοκάρομαι από τους «Μπόλεκ και Λόλεκ» ή τους «Στέρεο Νόβα», έστω κι αν δέκα χρόνια μετά δεν υπάρχει τίποτα το –φαινομενικά- σοκαριστικό πλέον στη μουσική τους. Όταν βγήκαν οι Sex Pistols, ας πούμε, έφεραν μαζί τους την αλήθεια μιας ολόκληρης κοινωνίας, εξέφραζαν ένα μεγάλο μέρος της αγγλικής νεολαίας. Το να θες να κάνεις όμως μουσική για να γίνεις ροκ σταρ, εμένα δεν με ενδιαφέρει ως προοπτική. Ο Lou Reed, ας πούμε, βλέπεις ότι ό,τι έκανε τη δεκαετία του ’70 στη σκηνή, το πίστευε, το είχε ζήσει ρε παιδί μου πριν το αναπαράγει. Σήμερα αντίστοιχα, οι μπάντες που το κάνουν, έχουν από πίσω τον μάνατζερ να τους κατευθύνει και να τους λέει πώς να κάνουν τι.
Επειδή το έχεις αναφέρει, θεωρώ ότι μια από τις πιο σοκαριστικές στιγμές για μένα είναι η σκηνή στην «Ευτυχία» («Happiness») του Todd Solondz, όπου ο πατέρας προσπαθεί να εξηγήσει στον γιο του ότι τον έχει βιάσει.
Αυτή την ταινία την είχα δει στο σινεμά όταν είχε βγει, στο Αλφαβιλ. Και στη συγκεκριμένη σκηνή παρατήρησα με τρόμο τις αντιδράσεις των ανθρώπων γύρω μου: άλλος έκλαιγε, άλλος γελούσε, άλλος έβριζε αυτούς που γελούσαν, άλλος σηκωνόταν κι έφευγε από την αίθουσα κι άλλος έκρυβε το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του μην αντέχοντας να αντέξει την δύναμη των διαλόγων. Μετά πήγα και την είδα άλλες δυο φορές στο Άστυ μόνο και μόνο για τη σκηνή αυτή, θέλοντας να ξαναδώ τις αντιδράσεις των θεατών. Λοιπόν, κανείς δεν σηκωνόταν, όλοι είχαν καρφωθεί στις θέσεις τους και παρακολουθούσαν σαν υπνωτισμένοι. Ενοχλητική σκηνή. Ενοχλητικός και ο εν λόγω σκηνοθέτης. Μιλούσα και με κάποιους αμερικανούς συναδέλφους του, οι οποίοι μου έλεγαν ότι, αν ήταν σοκ για εμάς εδώ στην Ελλάδα, για εκείνους στις Η.Π.Α. το σοκ της θέασης της «Ευτυχίας» ήταν δεκαπλάσιο.
Όχι όμως ότι μπορούμε να περιμένουμε ανάλογη θεματολογία σε μια ταινία ενός έλληνα σκηνοθέτη…
…καλά, όχι μέχρι εκεί, είπαμε. Για να γυριστεί μια εφάμιλλη σκηνή στην Ελλάδα, πρέπει να περάσουν δεκαετίες. Στην χώρα μας υπάρχει τρομερή λογοκρισία και, αντίστοιχα, μηδαμινή αυτοκριτική. Φοβερό πράγμα αυτό, κανείς να μην δέχεται να κάνει αυτοκριτική, να παραδεχτεί δημοσίως ότι «ναι, κάναμε λάθος». Στην Αμερική, μέσα στην παράνοια τους, παραδέχονται δημοσίως ότι έκαναν μια μαλακία. Εμείς εδώ, αντίστοιχα, δεν έχουμε μάθει να δεχόμαστε τα λάθη μας, είτε ως άτομα, είτε ως έθνος.
Προτιμάς την κατά μέτωπο επίθεση ή την προκεκαλυμμένη και πλάγια γροθιά, εκεί που δεν το περιμένεις;
Οι μεγάλες μου επιρροές είναι από την εποχή της μεγάλης λογοκρισίας, από την Επταετία, όπου και οι καλλιτέχνες ή οι ποιητές κατάφερναν να δημιουργήσουν τέχνη και να περάσουν τα αντικαθεστωτικά τους μηνύματα στα μουλωχτά, από κάτω, αλλά με μια αγριάδα πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής. Τις ταινίες του Ken Loach, ας πούμε, τις θεωρώ εξαιρετικά καλές, αλλά δεν με αγγίζουν τόσο όσο μια αντιπροσωπευτική ταινία των τελών του ’60 που θα μιλάει για τα ίδια ακριβώς πράγματα με έναν τρόπο πιο καλυμμένο, όπως λόγου χάρη η «Άγρια Συμμορία» του Sam Peckinpah ή ο «Πρωτάρης» με τον Dustin Hoffman. Οπότε θα σου έλεγα γενικά ότι το κατά μέτωπο λέει κάτι και μένει έτσι. Αλλά το προκεκαλυμμένο μένει για πάντα, επιδέχεται πολλών διαφορετικών ερμηνειών και είναι διαχρονικό τις περισσότερες φορές. Βέβαια δέχομαι ότι υπάρχουν κι εποχές που θέλουν την κατά μέτωπο επίθεση. Εγώ μπορεί να δουλεύω με την προοπτική ότι μπορώ να αλλάξω κάτι εν καιρώ, αλλά υπήρξαν και στιγμές που έπρεπε να πάρω αποφάσεις εδώ και τώρα, με τρόπους δραστικούς.
Σε συγκινεί η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων πάντως, έτσι;
Ναι, ο αγαπημένος μου ήρωας είναι ο Darth Vader (χαχαχα!). Η σκοτεινή πλευρά πάντα είναι πιο κοντά στην πραγματική ζωή σε σχέση με τη φωτεινή πλευρά. Γενικά με ελκύει οτιδήποτε σκοτεινό, είμαι και μεγάλος φαν των ταινιών του David Cronenberg και του David Lynch, από λογοτεχνία με συνάρπαζαν ανέκαθεν οι beatniks και ο William Burroughs. Βέβαια, τώρα δεν είμαι σε θέση να εκφράσω άλλο την σκοτεινή πλευρά της ζωής. Με ενδιαφέρει μονάχα να αναζητήσω λύσεις που θα με βγάλουν από το σκοτεινό τούνελ.
Οπότε τι λύση θα έδινες στα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα, όπως το άρθρο 16;
Δεν έχω άποψη γιατί δεν το έχω ψάξει πολύ βαθιά, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι για κάποιο λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ως εδώ (φέρνει το χέρι του σε οριζόντια θέση παράλληλα με το μέτωπο του). Ο κόσμος έχει φτάσει στα όρια του και χαίρομαι που υπάρχουν αντιδράσεις, ακόμη και πιο έντονες. Ιδανικά θα ήθελα να υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων που να είναι σε θέση να προτείνει και να δώσει λύσεις στα μείζονα προβλήματα. Από τη στιγμή όμως που κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, τότε από τα δυο άλλα άκρα, το καθεστώς απόλυτης ύπνωσης και τις βίαιες αντιδράσεις, τότε προτιμώ σίγουρα το δεύτερο. Το ξέσπασμα είναι πάντα καλύτερο από το άραγμα.