Με αφορμή το νέο τους δίσκο, Deep End, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αλλά και τις 2 επερχόμενες εμφανίσεις τους στο Gagarin 205, στις 27 και 28 Μαίου ο Frode Jacobsen, των Madrugada, μίλησε στον Κώστα Παπαδάκη.
Στον ελεύθερο χρόνο σου τι μουσική σου αρέσει να ακούς;
Βασικά, το είδος της μουσικής που ακούω αλλάζει όλη την ώρα. Επειδή η θερμοκρασία στο Oslo ανέβηκε τις τελευταίες δύο εβδομάδες αυτό με να θέλω να ακούω reggae και dub. Βρίσκω τη μουσική αυτών των δύο ειδών ως το τέλειο soundtrack για την άνοιξη. Επομένως ακούω ονόματα σαν τα ακόλουθα: The Mighty Diamonds, Prince Fari, Israel Vibrations, Horace Andy, King Tubby and The Congos. Άλλες δουλειές που ακούω εδώ και χρόνια και ανά καιρούς επιστρέφω στο άκουσμά τους είναι: το “Sound of Confusion” των Spacemen 3, όλοι οι δίσκοι του Rocky Erickson, οι ηχογραφήσεις που έκαναν οι Bo Diddley, John Lee Hooker, Muddy Waters και Howlin’ Wolf στην Chess, το “Astral weeks” του Van Morrison και T.B Sheets, Them, Kings. Επίσης τα άπαντα του Bob Dylan, Modern Lovers, το “Even serpent shines” των Only Ones, τα “Bend sinister”, “Unutterable” των Fall – οι Fall και ο Mark E Smith ποτέ δεν έπαψαν να με ενδιαφέρουν. Ο Mark E Smith έχει κυκλοφορήσει πάνω από 40 albums και πάντα μπορείς να βρεις κάτι ενδιαφέρον. Αλλά πρέπει να σημειώσω τον Elvis Prisley, τους Velvet Underground, τους Clash, τον Leonard Cohen και τον Elmore James. Υπάρχει τόσο πολύ καλή μουσική.
Ποιο είναι το βασικό πλεονέκτημα του Deep End και τι το κάνει να διαφέρει από τα προηγούμενα άλμπουμ σας;
Η μουσική σε όλα τα άλμπουμ μας είναι ένα αντίκρισμα της ζωής μας, των μουσικών επιρροών μας και της χημείας μεταξύ των μελών της μπάντας και του μουσικού τους παρελθόντος. Το 3ο άλμπουμ μας, Grit, βγήκε περισσότερο σαν punk – rock δίσκος, τα κομμάτια του οποίου τα παίξαμε live στο στούντιο και θελήσαμε να το κάνουμε πιο γρήγορο και ωμό από το προηγούμενό μας, το The Nightly Disease. Στο Nightly Disease θέλαμε να κάνουμε ένα πιο σκοτεινό, ρεαλιστικό, ψυχεδελικό και κινηματογραφικό ταξίδι στον κόσμο των MADRUGADAdadadadada. Οι στίχοι ήταν επηρεασμένοι από ποιητές όπως Λόρκα και Rimbaud. Έπειτα όμως, συνειδητοποιήσαμε, όταν ήμασταν στην περιοδεία μας, ότι ήταν δύσκολο να ζεις στον κόσμο των Madrugada, όπως τον είχαμε δημιουργήσει. Συνειδητοποιήσαμε επίσης, ότι πρέπει να ζεις με τα κομμάτια σου για πολύ καιρό μετά την ολοκλήρωση του δίσκου. Έτσι, όταν κάναμε το Grit, αποφασίσαμε να φτιάξουμε κομμάτια με τα οποία θα μπορούσαμε να διασκεδάζουμε περισσότερο όταν τα παίζαμε σε συναυλίες. Κομμάτια που θα είχαν περισσότερη ενέργεια και swinging grooves. Στο Deep End θέλαμε να κάνουμε τα κομμάτια όσο πιο ολοκληρωμένα γινόταν. Κομμάτια τα οποία θα είχαν δυνατές μελωδίες, δυνατά grooves και στίχους με λιγότερα μεταφορικά νοήματα. Το στυλ του γραψίματος των στίχων το έχουμε εμπνευστεί από τον τρόπο που οι παλιοί μουσικοί των blues έγραφαν, πιο κοντά στο νόημα. Επιπλέον, δουλέψαμε για πρώτη φορά με παραγωγό. Το όνομά του είναι George Drakoulias και έχει κάνει εκπληκτική δουλειά στην παραγωγή. Το δυνατό στοιχείο του Drakoulia είναι ότι έχει διατηρήσει την παραγωγή των κομματιών πολύ απλή και ταυτόχρονα με πολλές λεπτομέρειες. Το πλεονέκτημα του Deep End είναι ένα εκπληκτικό άλμπουμ για να παίξεις live. Δε θέλω να συγκρίνω τα άλμπουμ μας μεταξύ τους. Κανένα άλμπουμ δεν είναι απαραίτητα καλύτερο του άλλου, αλλά το Deep End είναι ο «μεγάλος αδελφός» όλων των προηγούμενων.
Όπως ήδη γνωρίζετε, η μουσική σας έχει αγαπηθεί πολύ από το ελληνικό κοινό. Για παράδειγμα, το πρώτο σας άλμπουμ, Industrial Silence, βρέθηκε στο Νο1 των ελληνικών chart, ενώ και τα υπόλοιπα είχαν την ίδια επιτυχία στη χώρα μας. Ποια είναι η εντύπωσή σας από τους Έλληνες απ’όλα αυτά τα χρόνια;
Η Ελλάδα είναι το αγαπημένο μας μέρος για να δίνουμε συναυλίες και αυτό ισχύει για όλα τα μέλη.
Έχοντας ζήσει για κάποιο διάστημα στην Αγγλία είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι μετά την κυκλοφορία του Grit άρχισε ο μουσικός τύπος να ασχολείται πολύ με το συγκρότημα σας; Τι αίσθηση έχετε από το αυστηρό βρετανικό κοινό;
Έχουμε δεχτεί σπουδαία ανταπόκριση από το αγγλικό κοινό. Κάναμε μια περιοδεία μετά το “Industrial silence” και πήγε περίφημα. Έτσι αποφασίσαμε να παίξουμε ζωντανά όπου ο κόσμος θέλει να ακούει τη μουσική μας, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα. Αλλά ξέρεις, έχουμε κυκλοφορήσει τέσσερα διαφορετικά albums και αυτό έχει διαφορετική αντίδραση από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα το “The nightly disease” πήγε σπουδαία στη Γερμανία, αλλά όχι και τόσο καλά στην Νορβηγία και την Βρετανία, το “Grit” αντίθετα πήγε περίφημα στη Βρετανία αλλά στους γερμανούς δεν άρεσε και τόσο. Οι τελευταίοι πίστεψαν ότι το “Grit” δεν ήταν αρκετά σκοτεινό και αφού λένε κάτι τέτοιο μάλλον δεν θα τους αρέσει το “The deep end”. Πιστεύω ότι το τελευταίο μας album είναι ιδιαίτερα σοφιστικέ και απαλό για τους Γερμανούς. Όχι γίνομαι κακός τώρα… Αλλά πιστεύω ότι κάναμε λάθος που γίναμε μια gothic μπάντα στη Γερμανία. Αν και νομίζω ότι ποτέ δεν ήμασταν μια τέτοια μπάντα, ούτε πρόκειται να γίνουμε στο μέλλον. Μάλλον ξεκινήσαμε λάθος, αλλά έχω την πίστη ότι θα καταλάβουμε ο ένας τον άλλο στο τέλος, όπως για παράδειγμα γίνεται ανάμεσα στους Madrugada και το ελληνικό κοινό.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν. Τι κρύβεται πίσω από τη σύνθεση των Madrugada;
Ένας στιβαρό rock θεμέλιο που χτίστηκε μετά από πάρα πολύ δουλειά και αγάπη.
Εάν έπρεπε να ζεις σε κάποιο ερημικό νησί και σου επιτρεπόταν να έχει μόνο τρεις δίσκους σαν μοναδικό προσωπικό αντικείμενο, ποιους θα διάλεγες;
Αγαπάτε αυτή την ερώτηση, έτσι δεν είναι;
The Stooges - Fun House
The Rolling Stones - Exile on Main Street
Bob Dylan - Another Side of Bob Dylan
Καθώς ακούω το “The deep end” έχω την εντύπωση ότι μεγαλώσατε τους μουσικούς σας ορίζοντες, βάζοντας μαζί τον οικείο σκοτεινό ήχο σας με άλλα μουσικά ήδη – latin για παράδειγμα. Πως φτάσατε σε αυτό το αποτέλεσμα;
Αυτό συνέβη μετά από το προβάρισμα και το γράψιμο των τραγουδιών. Δεν το είχαμε αποφασίσει πριν αρχίσουμε να δημιουργούμε το δίσκο. Απλά συνέβη. Μάλλον ήταν τέχνη κατά λάθος. Ξέρεις, απλά προχωράς με τα πράγματα που πάνε καλά.
Η Ευρώπη σας έχει αγκαλιάσει ήδη. Τι γίνεται με την Αμερική; Έχουν οι Madrugada ακουστεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού;
Ξέρω ότι οι δίσκοι των Madrugada πουλιούνται με εισαγωγή, αλλά δεν παίζονται και τόσο πολύ στην Αμερική. Θα δούμε… Τελευταία έχουμε δεχθεί σημαντική ανταπόκριση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, άρα μπορεί να συμβεί. Είναι πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις νέους τόπους και να βιώνεις πως ο κόσμος σε άλλα μέρη αντιδρά στη μουσική σου.
Τι πρέπει να περιμένουμε από το συγκρότημα σου στο μέλλον; Υπάρχει κάποια πιθανότητα να προσθέσετε μερικά ηλεκτρονικά στοιχεία για παράδειγμα;
Έχουμε ήδη προσθέσει ορισμένα ηλεκτρονικά στοιχεία στη μουσική μας και θα το ξανακάνουμε εάν αισθανθούμε ότι είναι απαραίτητο για να γεννηθεί ένα κομμάτι και να γίνει καλύτερο. Δουλεύουμε πάνω σε ένα rock ‘n’ roll δίσκο με θορυβώδη mid tempo αποσπάσματα σαν το ‘Higher’ και το ‘Lucy one’, και θα προσπαθήσουμε να βάλουμε ηλεκτρονικούς ήχους, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος για αυτό.
Η καταγωγή σαν είναι από τη Σκανδιναβία, μια περιοχή με πολύ heavy metal υπόβαθρο. Ειλικρινά δεν μπορώ να σας φανταστώ ως έφηβους που ακούγατε τέτοια μουσική. Πως μπορέσατε να το ελέγχετε στην εφηβεία σας; Πιστεύεις ότι το δόγμα του σκανδιναβικού metal αλλάζει ή παραμένει το ίδιο;
Σωστά κάνεις που δεν μπορείς να μας φανταστείς, αφού ποτέ σε μικρή ηλικία δεν ακούγαμε metal και ούτε πιστεύω ότι θα γίνουμε και ποτέ φίλοι αυτού του ήχου. Πιστεύω ότι αυτό το μουσικό είδος είναι εύκολο να το ακούς στα νιάτα σου. Το σκανδιναβικό τρένο του metal έφυγε από το σταθμό. Αφού όμως ποτέ μου δεν αναμείχθηκα με το metal δεν μπορώ να γνωρίζω αν το δόγμα του άλλαξε… σίγουρα δεν είμαι και ο κατάλληλος άνθρωπος για να τον ρωτήσεις κάτι τέτοιο. Αλλά πάντως δεν ήταν και τόσο δύσκολο να μην γίνουμε φίλοι του metal. Αυτό μόνο μπορώ να σου πω.
Πιστεύεις ότι υπάρχουν κάποιες άλλες νορβηγικές μπάντες που πρέπει να τους δώσουμε προσοχή;
Το “The ghost of our love” των Ricochet έχω την εντύπωση ότι είναι ένας δίσκος που θα λατρέψεις. Έχουν έναν σπουδαίο τραγουδιστή που τραγουδά κάπως σαν τον Eric Burdon από τους Animals. Όταν παίξαμε μαζί με τους Stooges, πέρυσι το καλοκαίρι στην Αθήνα, ο κιθαρίστας τους έπαιξε μαζί μας. Ηχούν σαν μια garage rock μπάντα που είναι κάτι σαν μια μίξη Sonics, Animals και Roy Orbison. Είναι ένα φανταστικό συγκρότημα. Επίσης πρέπει να ψάξεις τους My Midnight Creeps, που ουσιαστικά είναι το προσωπικό project του κιθαρίστα μας (Robert). Πιστεύω ότι είναι εκπληκτικός. Δεν το λέω έτσι απλά, είναι όντως εκπληκτικός. Ψυχεδέλια, blues rock που σε κάνει να μένεις ξάγρυπνος μέχρι αργά.
Υπάρχει κάποιο group που θα ήθελες να παίξεις μαζί σε συναυλία, έστω και ως support;
Παίξαμε μαζί με τους Stooges στην Αθήνα το περασμένο καλοκαίρι και ήταν τέλεια. Είναι μία από τις πιο αγαπημένες μου μπάντες όλων των εποχών. Ο Iggy Pop είναι για μένα πολύ ψηλά στη συνείδησή μου, μαζί με τον Hank Williams, τον Howlin’ Wolf και τον Bob Dylan. Στις μεγάλες στιγμές των Madrugada σκέφτομαι μεγαλεπήβολα. Για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, πρέπει να σου πω ότι στα όνειρά μου «βλέπω» τους Clash, τους Fall, τους Rolling Stones και τους Abba να μας ανοίγουν κάποιο live. Θα ήταν υπέροχη σύνθεση για να περιμένουν οι fans μας το κύριο συγκρότημα – εμάς!
Έχετε ποτέ σκεφτεί να επενδύσετε μουσικά μια ταινία; Αν ναι, τι είδος ταινίας θα ταίριαζε με τις επιλογές σας;
Η “Οδύσσεια του Διαστήματος” του Stanley Kubrick θα μας ταίριαζε αρκετά. Αγαπάμε τις δουλειές του David Lynch. Θα ήταν τέλεια αν μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί του. Έχω κάνει λίγο κινηματογραφική μουσική από μόνος μου αλλά δεν έχει και τόση διασκέδαση όσο δουλεύοντας με τους Madrugada. Στους Madrugada μπορεί να κάνεις μερικά πράγματα και να τα φέρεις όσο ωραία εσύ θες, ενώ σε μια ταινία πρέπει να καταλάβεις τον τρόπο που θέλει ο σκηνοθέτης και πρέπει να τον ακολουθήσεις. Στο τέλος αυτοί που αποφασίζουν είναι ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός. Όταν παίζεις σε μια rock ‘n’ roll μπάντα δεν χρειάζεται να παίρνεις εντολές, κάτι που δεν το αλλάζω με τίποτα. Αλλά θα κάνω μια ταινία, αν αυτή είναι εμπνευσμένη.
Περιμένω με ανυπομονησία να σας δω και πάλι ζωντανά στην Ελλάδα. Είναι κάτι τελευταίο που έχεις να πεις στους έλληνες οπαδούς των Madrugada;
Whatever gets you through the night
It's all right
It's all right