Δημήτρης Μάστορης 

Ο Γιώργος Ζώης αποτελεί έναν από τους πιο σπουδαίους και πλέον αναγνωρίσιμους κινηματογραφικούς δημιουργούς που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή – αυτό εξηγείται εύκολα από το πόσο εύστοχα αποτυπώνει, πρωτίστως με το λόγο, τη σκέψη και την πρόθεσή του. Πολυβραβευμένος στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με ένα όραμα που καθιερώθηκε με το «καλημέρα» και τον πιο τολμηρό τρόπο – ανατρέξτε μόνο στην πρώτη του μικρού μήκους, το Casus Belli, που με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο ανατρέπει την έννοια της συμβατικής αφήγησης, για να καταλάβετε για τι πράγμα μιλάμε. Η πορεία του χαρακτηρίζεται από πρεμιέρες και βραβεία στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου, ενώ διακεκριμένοι δημιουργοί όπως οι Ruben Östlund και Barry Jenkins έχουν μιλήσει με άκρως κολακευτικά λόγια για το έργο του.

Από την εποχή που σπούδαζε στο Πολυτεχνείο, που πήρε κατόπιν υποτροφία για σχολή κινηματογράφου στο Βερολίνο και συνεργαζόταν με τον σπουδαίο Θεόδωρο Αγγελόπουλο έχουν περάσει από τα χέρια του πέντε μικρού μήκους ταινίες, το feature length ντεμπούτο του ονόματι Interruption καθώς και πολλές δουλειές για τη διαφήμιση, μεταξύ άλλων. Συναντηθήκαμε για να μιλήσουμε για την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, Arcadia, η οποία, μετά την πρεμιέρα της στη Berlinale το 2024 ταξίδεψε όλο τον κόσμο για να βρεθεί σε διανομή στη χώρα προέλευσής της, αρχής γενομένης από τις 23 Ιανουαρίου.

Μιλήσαμε, μεταξύ πολλών άλλων, για τη διαδικασία του σεναρίου, τη σχέση του με τους ηθοποιούς, το πώς διαφέρουν μεταξύ τους Κάννες, Βενετία και Βερολίνο, για τους αγαπημένους του δημιουργούς όπως ο Lars von Trier και ο Peter Watkins αλλά και για το τι σημαίνουν για τον ίδιο οι έννοιες της «αυτοπεποίθησης» και της «φαντασίας» σε δημιουργικό – και όχι μόνο – επίπεδο. 

Είναι μια μεταφυσική ιστορία αγάπης – ένας γιατρός ο οποίος καλείται να αναγνωρίσει ένα πτώμα σε μια παραθαλάσσια περιοχή, σε ένα θέρετρο εκτός σεζόν. Μαζί του υπάρχει μια μυστηριώδης γυναίκα που τον συνοδεύει σε αυτή του την αναζήτηση. Κατόπιν έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά από αναπάντεχες αποκαλύψεις. Δε θα πω πολλά γιατί είναι μια ταινία που σταδιακά αποκαλύπτει τα μυστικά της. Έχουμε ένα ζευγάρι ανθρώπων που ανακαλύπτουν πράγματα για τους εαυτούς τους που δεν ήξεραν, μέσα σε ένα σαββατοκύριακο. Μαθαίνουν ότι, για να προχωρήσουν και οι δύο, πρέπει να κοιταχτούν πραγματικά στα μάτια, να βρει ο ένας το βλέμμα του αλλουνού. 

Η ταινία ασχολείται πάρα πολύ με το στοίχειωμα, τι σημαίνει να στοιχειώνεις αλλά και να στοιχειώνεσαι

Οι περιφερειακοί χαρακτήρες αποτελούνται από άλλα ζευγάρια – ένας αστυνομικός με το σκύλο του, μια μάνα με την κόρη της, ένας παππούς με έναν νεότερης ηλικίας άντρα, συνέχεια κολλημένοι μαζί τους. Όλοι αυτοί εκτελούν τροχιές περιστρεφόμενες γύρω από το κεντρικό ζευγάρι, όλοι όμως συνδέονται από το ίδιο νήμα.  

Στην ταινία πρωταγωνιστούν δύο από τους πιο σπουδαίους εγχώριους ηθοποιούς, ο Βαγγέλης Μουρίκης και η Αγγελική Παπούλια – πρώτη φορά μαζί μάλιστα. 

Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι μαζί τους, δεν τους ήξερα καλά και σε προσωπικό επίπεδο. Τον Μουρίκη πρώτη φορά τον γνώρισα όταν ήμουν βοηθός παραγωγής σε ένα project όταν ακόμα ήμουν στο Πολυτεχνείο, ήρθε μια μέρα για γύρισμα. Τον κοιτούσα με δέος, σαν μύθο και με κοίταξε πίσω με τρόπο σαν να μου έλεγε «θέλεις κάτι;» (γέλια) – προφανώς είχα παγώσει τελείως! Όταν τους φώναξα να κάνουμε το Arcadia, δημιουργήθηκε ένα τρίγωνο όπου κανένας δεν ήξερε τον άλλον, επομένως έπρεπε να κερδηθεί εμπιστοσύνη. Βέβαια για να γίνει αυτό, να σου πει το «ναι» ένας ηθοποιός τέτοιου βεληνεκούς, σε εμπιστεύεται από τις δουλειές σου και το σενάριο. 

Επειδή η ταινία επί της ουσίας περιέχει δύο κόσμους, ο μεν Μουρίκης είναι ο βασιλιάς του ενός κόσμου ενώ η Παπούλια η βασίλισσα του άλλου – και κάπου συγκλίνουν στην πορεία. Νομίζω η χημεία τους πέτυχε. Συνηθίζω να γράφω έχοντας ηθοποιούς κατά νου όσο το κάνω – δεν μ’ αρέσει να πρέπει να τους επιλέξω μετά.

Το ζευγάρι είναι διαφορετικοί άνθρωποι – όπως η Παπούλια και ο Μουρίκης, επομένως η «σύγκλιση» γινόταν παράλληλα τόσο σε προσωπικό όσο και δραματικό επίπεδο. 

Το σενάριο το έγραψα με την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη. Είχα μια ιδέα, τη μοιράστηκα με την Κωνσταντίνα και ενώ ήδη είχα ένα σενάριο, ξεκινήσαμε να το ξαναγράφουμε πάλι από την αρχή. Υπήρχε μια συνεχής αλληλεπίδραση όσον αφορά τη ροή των ιδεών, η Κωνσταντίνα έγραφε και εγώ πετούσα ιδέες και παρατηρήσεις. Η πρώτη βασική ιδέα ήταν δική μου, ότι το φυσικό και το μεταφυσικό είναι στο ίδιο επίπεδο που λέγεται ζωή και ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να ακολουθούν τους ανθρώπους. Ξεκινήσαμε από αυτό και έτσι χτίστηκε όλος ο σκελετός. Μέσα στην ταινία έχουμε εναλλαγές στο POV (οπτική γωνία) – ξεκινάμε με Μουρίκη, αλλάζουμε σε Παπούλια και καταλήγουμε στο POV και των δύο. Η Κωνσταντίνα έδωσε πολύ ωραίο POV στο γυναικείο χαρακτήρα, εγώ στον αντρικό και από κοινού στο κοινό POV. 

Στην παραγωγή ήρθε η Μαρία Δρανδάκη από τη Homemade Films (ήταν και στο Interruption), κατόπιν η Αντιγόνη Ρώτα και μετά ο Στέλιος Κοτιώνης από τη Foss Productions. Ένωσαν τις δυνάμεις τους, από τη μια η Homemade με τη μεγαλύτερη εμπειρία στο “arthouse” σινεμά και από την άλλη η Foss με τη μεγαλύτερο εμπορικό εκτόπισμα, ως εκ τούτου αλληλοσυμπληρώθηκαν πολύ ωραία. Πάντα πρέπει να υπάρχει συνεργασία παραγωγών, ούτως ώστε ο καθένας να φέρνει τη δική του εμπειρία με τρόπο που να προωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το τελικό αποτέλεσμα. 

Στο Interruption υπήρχε χώρος για αυτοσχεδιασμό, με την έννοια του ότι υπήρχε ένας καμβάς αλλά έχτιζα τους διαλόγους μέσα από τις αλλεπάλληλες πρόβες. Εδώ, ήταν όλο γραμμένο, ό,τι βλέπεις είναι κατ’ ουσίαν το shooting draft.  

Το γεγονός ότι τώρα, στη δεύτερη μεγάλου μήκους, έχουν περάσει πολλά περισσότερα από τα χέρια μου (από τρεις μικρού μήκους μέχρι δουλειές για τη διαφήμιση) δεν με γεμίζει με «αυτοπεποίθηση» ή σιγουριά με την κλασική έννοια. Κάθε φορά όταν ξεκινάω κάτι καινούριο αμφισβητώ τον εαυτό μου και ό,τι έχω κάνει για να μπορώ να τα ξανά ανακαλύψω εκ νέου. Η υπερβολική αυτοπεποίθηση σε εγκλωβίζει στο όραμά σου, στο «εγώ» σου. Βλέπω ας πούμε άλλους σκηνοθέτες με την εν λόγω αυτοπεποίθηση να χάνονται μέσα στην ίδια τους τη μανιέρα χωρίς να βλέπουν γύρω τους για άλλα ερεθίσματα. Τους φοβάμαι και λίγο τους καλλιτέχνες με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Άρα σε κάθε τι καινούριο, όπου φοβάμαι τολμάω και ρισκάρω, πηγαίνω εκεί που ενδεχομένως να μη μου αρέσει και τόσο εκ πρώτης όψεως. Με αυτή τη λογική ξεκίνησα με παρόμοια λογική με το Interruption που ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους. Η αυτοπεποίθησή μου λοιπόν έγκειται στο ότι βουτάω κατευθείαν στο καινούριο – αν θα πετύχει ή όχι είναι ένα άλλο θέμα. Έχω την ίδια αγωνία με ένα πρώτο ραντεβού, ας πούμε!  

Αναφέρει ότι η ταινία έχει φανταστικό/μεταφυσικό ποιόν. Τι σημαίνει άραγε “fantasy” για τον Γιώργο Ζώη;

Η Πρόβα Ορχήστρας του Federico Fellini είναι fantasy για μένα, δεν είναι ρεαλιστικό – δε χρειάζεται δηλαδή να έχει δράκους ή να είναι διαστημικό sci-fi για να θεωρηθεί «φανταστικό».“Fantasy” για μένα μπορεί να είναι ένας πολύ άγριος ρεαλισμός – κάτι που μπορεί να σου πει για τη ζωή μας τώρα. Το Dogville του Lars von Trier με αυτή την έννοια είναι ένα fantasy film που μπαίνει σε αυτή τη κατηγορία – από το θεατρικό στυλιζάρισμα μέχρι την ίδια την οργάνωση της πλοκής.  

Δύο βασικά μέλη του cast, η Έλενα Τοπαλίδου που την γνωρίσαμε καλύτερα, μεταξύ άλλων, από τα Μαγνητικά Πεδία και η Δάφνη Πατακιά, που κάνει σημαντική πορεία στο εξωτερικό και συμμετείχε στο Benedetta του Paul Verhoeven, έκαναν το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο στην πρώτη μεγάλου μήκους του Γιώργου Ζώη, το Interruption. Εμφανίζεται επίσης και ο μουσικός/σκηνοθέτης Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy).  

Είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε – παρόλο που έχει περάσει τόσος καιρός και έχουμε ζήσει τόσα πράγματα. Τη Δάφνη την ήθελα για ένα μικρό ρόλο στο τέλος της ταινίας και ήρθε από το Παρίσι και τον έκανε. Για την Τοπαλίδου φτιάχτηκε πάνω της συγκεκριμένα ένας ρόλος, θα το δείτε και επί της οθόνης. Υπάρχει και ο Αλέξανδρος ο Βούλγαρης, ο οποίος παίζει έναν νεκροθάφτη. Αρχικά ο ρόλος του είχε πολύ διάλογο και αποφάσισα στο μοντάζ να τον αφαιρέσω από άποψη ρυθμού – είναι ένας μικρός ρόλος αλλά η παρουσία του είναι φανταστική. 

Έχοντας παραστάσεις και από τα τρία μεγάλα ευρωπαϊκά κινηματογραφικά φεστιβάλ, ψηλαφεί τις εμπειρίες του δίνοντάς μας τη δική του ερμηνεία για το καθένα: 

Οι Κάννες είναι ένα τεράστιο πανηγύρι όπου υπάρχουν οι πάντες, όλοι θέλουν να πάνε εκεί και κατά κάποιο τρόπο φροντίζουν συνεχώς να σου υπενθυμίζουν ποια είναι η θέση σου. Η Βενετία θεωρώ ότι είναι το πιο “cool” φεστιβάλ – βρίσκεται σε ένα πανέμορφο μέρος, εξαιρετικές αίθουσες, μαζεύει πολλούς σινεφίλ, αποτελεί πλέον (και) χρονικά τον προάγγελο των Όσκαρ. Θυμίζει αρκετά τις Κάννες από άποψη glamour πλέον. Η Berlinale είναι το πιο πολιτικοποιημένο από τα τρία μεγάλα φεστιβάλ – είναι το λιγότερο fashion/red carpet φεστιβάλ (εν αντιθέσει με τα προαναφερθέντα) και σχεδόν πάντα έχει τις πιο radical προτάσεις, κινηματογραφικά μιλώντας. 

Περάσαμε και από Hong Kong και Palm Springs στην πορεία. Σε κάθε πόλη ο κόσμος την αντιλαμβάνεται διαφορετικά την ταινία, η όλη διαδικασία είναι σαν ανθρωπογεωγραφικό πείραμα. 

Σχετικά με τις σπουδές του και τις τόσο διαφορετικές καταβολές αυτών, καθώς και την εμπειρία του ως βοηθός του σπουδαίου Θεόδωρου Αγγελόπουλου: 

Με ενδιέφερε πολύ το Πολυτεχνείο αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να ταυτιστώ με το concept και τη φιλοσοφία της συνεχούς «τεχνοκρατικής» έρευνας, ήθελα κάτι πιο ελεύθερο και φαντασιακό που να με αφήνει να δημιουργώ χωρίς στενούς περιορισμούς. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε τόσα βραβεία και τόση μεγάλο καλλιτεχνικό αντίκτυπο, παρ’ όλα αυτά είχε μια στρατιωτική προσέγγιση στην εργατική ηθική – κάθε πρωί ξυπνούσε 7 η ώρα και δούλευε. Στη Σκόνη του Χρόνου εκτελούσα χρέη διερμηνέα, γιατί τα αγγλικά του δεν ήταν καλά. Όταν υπήρχαν εντάσεις, πχ φώναζε ο Theo, πήγαινα εγώ και «κάλμαρα» αυτή την αντίδραση στη μετάφραση (γέλια). Ήταν φοβερός άνθρωπος και πολύ γενναιόδωρος. Με είχε φωνάξει το γραφείο του για να μιλήσουμε για το τελευταίο του σενάριο – ήθελε πάντα να ακούει τη νέα γενιά. Μάλλον περιμένεις ο Αγγελόπουλος λόγω βιογραφικού να διακατέχεται από κάποιου είδους μεγαλομανία άλλα όχι, πάντα ρωτούσε και πάντοτε άκουγε τους γύρω του. Γι’ αυτό σου λέω, φοβάμαι τους σκηνοθέτες με εξαιρετικά μεγάλη αυτοπεποίθηση!

Η επόμενη μου ταινία θα είναι στα αγγλικά, με μια ουσιαστική και οργανική έννοια όμως. Έχει νόημα να είναι στη συγκεκριμένη γλώσσα, όπως είχαν νόημα οι έως τώρα ταινίες μου να είναι στα ελληνικά. Η πρωταρχική σημασία βρίσκεται στη γλώσσα του σινεμά – δε χρειάζεται παραδείγματος χάριν να μιλάς άπταιστα γαλλικά ή ισπανικά για να κάνεις μια ταινία στη γαλλική ή ισπανική γλώσσα αντίστοιχα. Καθήκον σου σαν σκηνοθέτης είναι να επικοινωνήσεις όσο το δυνατόν καλύτερα το όραμά σου στους ηθοποιούς, δουλειά των οποίων είναι να το μετουσιώσουν στην οθόνη σε οποιαδήποτε γλώσσα απαιτείται.

Η νέα ταινία του Γιώργου Ζώη Αρκάντια έρχεται στους κινηματογράφους στις 23 Ιανουαρίου από την Tanweer.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured