Ήταν οι πρώτοι μήνες του 2020, οι πρώτοι δύσκολοι πανδημικοί μήνες, όταν όσοι βρίσκουν στη μουσική καταφύγιο αναζητούσαν παλιές και νέες κυκλοφορίες που θα μπορούσαν να τους κρατήσουν συντροφιά τις ατελείωτες ημέρες και νύχτες της πρώτης καραντίνας. Μία από αυτές τις νέες κυκλοφορίες ήταν το Teegarden, ένας από τους πρώτους δίσκους που κυκλοφόρησαν στο νεοσύστατο τότε label της Veego Records του Ανδρέα Μητρέλη, ένας δίσκος που έδειχνε ότι ο αγαπημένος ονειρικός ήχος των Badbadnotgood και των GoGo Penguin υπάρχει και εντός συνόρων σε 5 tracks που βγήκαν από τα χέρια και τα μυαλά μιας παρέας νέων μουσικών που για ευκολία -όπως μας λένε και οι ίδιοι- καταχωρήθηκαν κάτω από το jazz genre – κι ας έγινε ο ήχος ανάρπαστος από άλλα νέα παιδιά που πιθανότατα έχουν από ελάχιστους έως κανέναν jazz δίσκο στη δισκοθήκη τους.
Οι Kepler Is Free, από το πουθενά και με το καλημέρα, έγραψαν μια μεγάλη -για τα δεδομένα της εγχώριας jazz σκηνής- crossover επιτυχία και υπό συνθήκες βαθιάς καραντίνας μπήκαν στα προβάδικα για την επόμενη. Το υλικό για το δεύτερο τους album, Second Light, που μόλις κυκλοφόρησε από τη Veego Records ήταν έτοιμο σε περίπου έξι μήνες και περίμενε υπομονετικά τη σειρά του περίπου δύο χρόνια, πηγαίνοντας από δύσκολη αναβολή σε δύσκολη αναβολή μέχρι που ήρθε η ώρα να επιβεβαιώσει το κλισέ του ότι «όλα γίνονται για κάποιον λόγο». Με νέο drummer στη σύνθεσή τους και ένα εξαιρετικό lead-in buzz από το release της δικής τους επένδυσης στα φωνητικά από το “Spike Lee” του ΛΕΞ οι Kepler Is Free νιώθουν πανέτοιμοι να (ξανα)συστηθούν με τον κόσμο τους.
Συνειδητοποιούν στον δρόμο για το ιστορικό σκακιστικό καφενείο «Πανελλήνιον» στη Μαυρομιχάλη όπου έχουμε δώσει ραντεβού ότι θα μιλήσουμε για έναν δίσκο που έχει ηχογραφηθεί δύο χρόνια πριν και κατά κάποιον τρόπο τον ξαναγνωρίζουν και οι ίδιοι μέσα από την προετοιμασία τους για τις live εμφανίσεις που θα πλαισιώσουν την κυκλοφορία. Αυτή η κουβέντα με τους Kepler Is Free δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από αυτό το δημιουργικό παράδοξο.
«Ο πρώτος δίσκος το Teegarden βγήκε τον Ιούνιο του 2020. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου συναντηθήκαμε με τον Αντρέα τον Μητρέλη (της Veego Records) και τον ρωτήσαμε πώς πάει ο δίσκος. Μας λέει "Μια χαρά, τέλεια, τι σκέφτεστε να κάνετε τώρα;" Του απαντάμε ότι δεν ξέρουμε, μόλις βγάλαμε τον δίσκο, είμαστε πολύ χαρούμενοι, θέλουμε να δούμε πώς θα πάει και τα λοιπά. Και μας λέει "Ωραία, δεν ξεκινάτε να γράφετε τον επόμενο;" Στην αρχή μας φάνηκε λίγο περίεργο, ακόμα δεν είχαμε βγάλει τον πρώτο δίσκο, δεν είχε "κάτσει" μέσα μας, αλλά από την άλλη ο Αντρέας είχε δίκιο, δεν γίνονταν live λόγω της πανδημίας, δεν υπήρχε κάποιο πιθανό output κανάλι για τον δίσκο, έπρεπε κάτι να κάνουμε. Τελικά ήταν ωραίο που αξιοποιήσαμε αυτό το momentum και βγήκαν πράγματα που ενδεχομένως να μην είχαν προκύψει σε μια άλλη συνθήκη. Ελπίζαμε, βέβαια, να έχουν προχωρήσει τα πράγματα προς το καλύτερο με την πανδημία νωρίτερα, άλλαξαν πολλά deadlines για αυτόν τον δίσκο εξαιτίας των συνθηκών. Είχαμε όλη αυτήν την ορμή από το Teegarden που θα ήταν ωραία να συνεχιζόταν σε επίπεδο παρουσίας με έναν δεύτερο δίσκο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα αλλά τελικά αυτός ο δεύτερος δίσκος βλέπει το φως σήμερα και όλα καλά»
Λειτούργησε το Teegarden λοιπόν ως ένα intro για το πιο χορταστικό sequel του Second Light; «Όχι το Teegarden δεν ήταν προθάλαμος για το Second Light - παρά το γεγονός ότι το Teegarden έχει οριακή διάρκεια για full length και παραπέμπει περισσότερο σε EP εμείς το θεωρούμε δίσκο. Είναι ο πρώτος μας δίσκος και το Second Light είναι ο δεύτερος. Το υλικό είναι πολύ διαφορετικό, το πιάνουμε αμέσως μετά την τελεία που βάλαμε στο Teegarden. Βοηθάει και το ότι είμαστε concept band, είναι σαν κάνεις ένα διάλειμμα, μια στάση κάπου, και μετά συνεχίζεις το ταξίδι σου σε άλλους πλανήτες. Το Second Light είναι ένα καινούριο ταξίδι. Το σκεφτόμαστε σαν περιπέτεια με πολλά επεισόδια και σημεία, δυσκολίες, κινδύνους και ανατάσεις και τα τραγούδια είναι σαν μικρές στάσεις σε μια μεγάλη οδύσσεια. Ένα κοσμικό ταξίδι που δεν βγάζει και πολύ νόημα ο προορισμός, όλα έχουν να κάνουν με την αρχή και το τέλος. Είναι σαν στο τέλος του πρώτου δίσκου να προσγειωθήκαμε σε έναν πλανήτη, και στην αρχή του δεύτερου να συνειδητοποιούμε ότι τα πράγματα εκεί δεν είναι και πολύ καλά και πρέπει να φύγουμε. Περνάμε διάφορα, ψάχνουμε για κάτι καινούριο προσπαθούμε να ξεφύγουμε από μια μαύρη τρύπα και όλα οδηγούν στο τελευταίο μας track, το "Event Horizon" που φέρνει τη λύτρωση. Υπάρχει ένταση και λύτρωση παντού στον δίσκο -και στη σύνθεση, και στην ενορχήστρωση και στον ήχο- καταστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε ταξίδι».
Τους λέω ότι αυτός ο δίσκος ακούγεται σαν κόμικ, μου απαντάνε ότι είχε πέσει κι αυτή η ιδέα στο τραπέζι, κάθε τραγούδι του δίσκου να είναι κι ένα comic strip. Γελάμε. Τους ρωτάω από τι προσπαθούσαν να ξεφύγουν όταν έγραφαν αυτό το κόμικ, αυτόν τον δίσκο. «Από τον τρόπο ζωής του τότε, του χρόνου που το γράφαμε. Ήταν μεγάλη οδός διαφυγής αυτός ο δίσκος από την τότε καθημερινότητά μας. Θυμόμαστε να βγάζουμε αυτά τα έντυπα των μετακινήσεων που έπρεπε να έχουμε για να κυκλοφορούμε τις περιόδους της σκληρής καραντίνας, να μας σταματάνε στον δρόμο για έλεγχο, νιώθαμε πολλές φορές σαν να πηγαίνουμε στο κρυφό σχολειό, σαν να είναι κάτι "απαγορευμένο" ότι πάμε να παίξουμε τη μουσική μας»
Πώς είναι να έχεις στο “συρτάρι” έναν δίσκο για δύο χρόνια περιμένοντας να δει το φως; «Είναι περίεργο αλλά διατηρούμε τον ενθουσιασμό που είχαμε όταν γράψαμε τα κομμάτια, όταν τα ηχογραφήσαμε, όταν τα δουλεύαμε σε επίπεδο mixing και παραγωγής μέσα από την προετοιμασία μας για τα live. Παίρνουν νέα πνοή τα κομμάτια τώρα που τα στήνουμε για τις εμφανίσεις μας, για να παιχτούν live. Εκ των πραγμάτων και λόγω των συνθηκών βρεθήκαμε να είμαστε μια μπάντα του studio και τώρα έχουμε επιτέλους την ευκαιρία να πιάσουμε το υλικό μας για να το παρουσιάσουμε στο κοινό μας, να γνωρίσουμε το κοινό μας, να βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Ξέραμε, για παράδειγμα, ότι το Teegarden είχε πάει καλά, είχε γίνει sold out το βινύλιο από το πουθενά, αλλά δεν είμαστε σίγουροι τι άρεσε στον κόσμο σε αυτόν τον δίσκο, γιατί δεν τον είχαμε επικοινωνήσει live. Οπότε έχει μεγάλο ενδιαφέρον αυτός ο επαναπροσδιορισμός. Ήταν σχεδόν αποκάλυψη όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε για να δούμε πώς θα παίξουμε το υλικό μας live, είναι σαν να ξαναστήνουμε την μπάντα, σαν να μπαίνουμε σε μια δεύτερη, νέα φάση, σαν να παίρνουμε πραγματική υπόσταση μετά από ένα πιο αφηρημένο, καλλιτεχνικό όνειρο. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα highlights της δημιουργίας του δίσκου ήταν η τελευταία ημέρα της ηχογράφησης, όταν στο τελευταίο κομμάτι φωνάξαμε φίλους να έρθουν στο studio και νιώσαμε το vibe του live. Γιατί είπαμε ότι λόγω των συνθηκών ήμασταν μέχρι στιγμής μια studio μπάντα αλλά παίζουμε live, οργανικά, μαζί στο studio και η αίσθηση αυτού του live μας εκφράζει, θέλουμε να σκεφτόμαστε σαν μια live μπάντα. Ήταν ό, τι καλύτερο, μας έφυγε όλο το άγχος εκείνη η στιγμή που ήταν αυτοί οι άνθρωποι εκεί, ήταν το take που κρατήσαμε».
«Προσπαθούμε να αφήνουμε ο ένας στον άλλον αισθητικά περιθώρια. Έχουμε όλοι διαφορετικές μουσικές καταβολές και σε επίπεδο ακουσμάτων και σε ό, τι αφορά την ενασχόληση με το ίδιο το αντικείμενο. Και κάπως μέσα από έναν αρκετά χαοτικό τρόπο με τον οποίο δουλεύαμε ξαφνικά όντως επικράτησε με πολύ σωστό και αναλογικό τρόπο η αισθητική του καθένα μας. Υπήρχαν και τριβές ανάμεσα μας σε καθαρά αισθητικά ζητήματα - τριβές που μας έφτασαν σε δύσκολα σημεία. Ξέραμε ότι πηγαίναμε για κάτι πολύ μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο από τον πρώτο μας δίσκο και το ότι η κυκλοφορία συνεχώς αναβαλλόταν άφηνε περιθώριο να δούμε και να ξαναδούμε κάποια σημεία, να τα δουλεύουμε ξανά και ξανά και όλο αυτό κατέληξε να είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία. Αλλά το αποτέλεσμα του δίσκου τελικά μας δικαιώνει - είναι ένας πιο ώριμος δίσκος, προϊόν ενός δημιουργικού συμβιβασμού, μιας συνεχούς προσπάθειας και ενός τελικού σημείου ισορροπίας όπου ο καθένας μας είναι τελικά οκ με αυτό που θέλει ο άλλος. Και αυτού του είδους ο "καλός συμβιβασμός" έρχεται όταν αφήσεις τα πράγματα να εξελιχθούν φυσικά αφήνοντας κατά μέρος τον "κακό" εγωισμό. Έπρεπε να δουλέψουμε πρώτα ως άνθρωποι για να φτάσουμε σε αυτό το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα».
Συζητώντας για τις καταβολές του καθενός και την εγχώρια jazz σκηνή η συζήτηση πηγαίνει αναπόφευκτα στην ταυτότητα μιας μπάντας που παίζει στο σήμερα πατώντας πάνω στην jazz πλατφόρμα σε μια χώρα της οποίας η τζαζ σκηνή μετράει στις τάξεις της περισσότερους πιουρίστες από hybrids. Πώς είναι να είσαι μια ας πούμε τζαζ μπάντα στην Ελλάδα του 2023 ; «Δεν λέγαμε ότι η jazz σκηνή της Ελλάδας είναι αυτό ή το άλλο θα λέγαμε απλώς ότι είναι πολύ συγκεκριμένη. Για ευκολία μας κατατάσσουν κι εμάς στη jazz κατηγορία αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο η jazz έχει πάει σε εντελώς άλλους δρόμους. Πολλοί από εμάς έχουμε jazz παιδεία, κάποιοι γνωριστήκαμε στα ωδεία όπου κάναμε μαθήματα αλλά ο ήχος των Kepler Is Free έχει προκύψει από μια προσπάθεια να αφήνουμε ο ένας χώρο στον άλλον. Κοινές αναφορές φυσικά υπάρχουν αλλά δεν είναι ότι είπαμε από την αρχή πάμε να κάνουμε “αυτό”. Εμάς αυτό που πάντα μας ενδιέφερε και μας τραβούσε ήταν το jazz στοιχείο σε παραγωγές που δεν ήταν jazz. Όπως ένα jazz element σε έναν hip hop δίσκο, τι έκανε ο Kendrick Lamar στο To Pimp A Butterfly, τέτοια πράγματα».
Αυτό το ενδιαφέρον τους έγινε πρόσφατα έμπρακτη δημιουργία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κάπως σαν να έτριψαν ένα τζίνι και ξεπετάχτηκαν τα φωνητικά του ΛΕΞ από το “Spike Lee” έτοιμα να ντυθούν με τα cinematic περάσματα των Kepler Is Free. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη; «Πάντα ήταν αναφορά το hip hop, κοινή αναφορά. Και πάντα συζητάγαμε μια πιθανή συνεργασία με καλλιτέχνες της ραπ και του hip hop, ότι θέλαμε το υλικό μας να σμίξει με αυτόν τον ήχο -ακόμα και το ενδεχόμενο ενός δίσκου μόνο με hip hop συνεργασίες. Πάντα φροντίζαμε να έχουμε και κάποια μοτίβα σαν μικρά hints σε κάποια tracks. Και τελικά προέκυψε το “Spike Lee” σχεδόν τυχαία, από μια ιδέα της Veego την οποία ευχαριστηθήκαμε τόσο πολύ. δηλαδή από εκεί που λέγαμε σε ποιον φίλο μας ράπερ μπορούμε να προτείνουμε να κάνουμε κάτι μαζί, έρχεται ένας άνθρωπος που δεν ξέρει καν ότι έχουμε τέτοιες βλέψεις να μας προτείνει να συνεργαστούμε με τον πιο επιδραστικό ράπερ της Ελλάδας. Θέλαμε όμως να είναι δυνατή η μουσική μας ταυτότητα στο αποτέλεσμα αυτό, θέλαμε η μουσική να είναι Kepler – και αυτό έγινε».
Κι αν μπορούσαν να κάνουν ένα “έτσι” και να διαλέξουν τον επόμενο ράπερ για την επόμενη συνεργασία; «Μας αρέσει και ο Νέγρος του Μοριά, ο τελευταίος του δίσκος το ΘΡΑΣΟΣ που έχει αυτό το βαλκανικό στοιχείο που μας ενδιαφέρει κι εμάς πολύ. Ή τον Tyler the Creator. Αν και ο Tyler θα το έγραφε μόνος του κομμάτι, δεν θα μας είχε καμία ανάγκη».
Οι Kepler Is Free θα παρουσιάζουν ζωντανά το Second Light την Πέμπτη 8 Ιουνίου στο Gazarte Rooftop Stage