Χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς αν είναι 100% δόκιμος ο όρος “fem rap”, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται ολοένα και περισσότερες κοπέλες που πιάνουν μικρόφωνο και εκτοξεύουν, ολούθε, ρίμες, δημιουργώντας άτυπα μια φρέσκια και άκρως ενεργή, θηλυκού γένους σκηνή μέσα στο ευρύτερο εγχώριο rap στερέωμα. Η Ignes είναι μία από αυτές και από την πρώτη κιόλας μέρα που αποφάσισε να μπει στο χώρο αποφάσισε πολύ αισθητά να χαράξει τη δική της πορεία. Με ένα ιδιαίτερο, minimal στυλ στην εξωτερική εμφάνιση και στα γενικότερα aesthetics – περιστρεφόμενα γύρω από αποχρώσεις του μαύρου και του λευκού, ενίοτε και του κόκκινου, προσδίδοντας μια διακριτική σκοτεινή χροιά στο image της – που την κάνει να ξεχωρίζει άμεσα από αρκετούς συναδέλφους της, ενστερνίζεται μια “trap” μεθοδολογία στο beatmaking κρατώντας μια πιο “rap” στιχουργική προσέγγιση, περνώντας τα όλα αυτά υπό το πρίσμα της διάχυτης μελωδικότητας που κατέχει η φωνή της. Βάζοντας όλα αυτά τα υλικά μέσα σε ένα χωνευτήρι, έχουμε ήδη τρία δικά της κομμάτια, μια συμμετοχή, κάμποση ακυκλοφόρητη μουσική, μια ζωντανή εμφάνιση καθώς και έναν επερχόμενο δίσκο.
Βρεθήκαμε κάπου στα Εξάρχεια για να συζητήσουμε σε βάθος το τι σκεφτόταν στις αρχές της αλλά και που εφάπτεται το τωρινό της mindset. Ξεκινώντας λίγο ανάποδα χρονολογικά την αφήγηση, συζητάμε για την πρώτη της live εμφάνιση ως καλεσμένη του Τζαμάλ, στο live του τελευταίου, περί τα τέλη Μαΐου, αλλά και για το δίσκο που κάποια στιγμή σκοπεύει να κυκλοφορήσει.
«Στο live είπα 5 κομμάτια, εκ των οποίων μόνο το “Selecao” και το “Hades” έχουν κυκλοφορήσει – το ένα από τα καινούρια είναι κατά πάσα πιθανότητα και το επόμενο μου release. Ο δίσκος που ήταν να βγάλω συνέβη όντως, είχε 8 κομμάτια αλλά δεν τον έβγαλα ποτέ για προσωπικούς λόγους. Τότε ήμουν και σε εταιρεία (σ.σ.: στην Jungle Juice), μετά έφυγα από εκεί – θεώρησα ότι ήταν πολύ νωρίς να βγάλω δίσκο, έτσι το είχα στο μυαλό μου. Για την ώρα είμαι επικεντρωμένη στο να κυκλοφορήσω πρώτα μερικά singles – θα ακολουθήσει σίγουρα δίσκος γιατί θέλω να δώσω ένα πιο μαζεμένο υλικό – δεν είναι όμως στα άμεσα σχέδιά μου. Τώρα τη διανομή για μένα την έχει αναλάβει η Stay Independent. Γενικότερα, έχω επικεντρωθεί στο να χτίσω ένα lifestyle, μία ρουτίνα όπου θα μπορώ να υλοποιώ τις ιδέες μου έτσι όπως τις θέλω με το πιο λειτουργικό και αποδοτικό τρόπο, τόσο οπτικά όσο και ακουστικά. Γιατί όσο πιο ωραίο το process της δουλειάς τόσο πιο ευχάριστο και καλό το αποτέλεσμα. Για να μπορέσω να το πετύχω αυτό θέλει χτίσιμο το οποίο γίνεται παρασκηνιακά. Μουσικά αυτό που κάνω είναι λίγο πολύ μια μίξη, παίρνω στοιχεία από πράγματα που μου αρέσουν και τα προσαρμόζω σε εμένα ώστε να μου ταιριάζουν και να αναδεικνύουν εμένα γιατί στην τελική επιλέγω να είμαι η frontwoman της μουσικής μου».
Το κομμάτι που ομολογουμένως τράβηξε όλη την προσοχή επάνω της ήταν το “Selecao”, η δική της συνεισφορά στα πολύ επιτυχημένα sessions του αναγνωρισμένου παραγωγού (και βασικού συνεργάτη του ΛΕΞ) Dof. Η ιδιαίτερη ερμηνεία της, η "κοπτοραπτική" που εφάρμοσε στις λέξεις αλλά και η μελωδικότητα που ξέφευγε ίσως από ορισμένες συμβάσεις της ραπ (μια μελωδικότητα – όπλο που την οδηγεί στο να γράφει άκρως κολλητικά ρεφρέν) προκάλεσαν κάμποσες αθώα περιπαιχτικές αντιδράσεις – όχι ακριβώς τυπικό «κράξιμο» - που εν τέλει λειτούργησε υπέρ της:
«Επί της ουσίας το “Selecao” υπήρξε μια απόπειρα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να πάρω ένα beat που μου αρέσει, να πατήσω πάνω του και να σε εθίσει ακόμα παραπάνω σε αυτό που ακούς γενικά. Ήθελα να είμαι πολύ εύηχη με αυτόν τον τρόπο, να εντάξω αυτό το catchy στοιχείο που ακούς στην αμερικάνικη και γενικά στην ξένη μουσική και να το φέρω στα lyrics που είχα γράψει. Φτιάχτηκε από μέρους μου με την εξής διαδικασία: ξεχωριστά το flow – πρώτα το μουρμούρισα δηλαδή – και ξεχωριστά οι στίχοι. Έτσι θεώρησα ότι δίνεις έμφαση στο να είναι εύηχο το κομμάτι χωρίς να το περιορίσεις εξαιτίας των στίχων. Επειδή όμως ήταν μεγάλες οι μπάρες για να βγουν καθαροί σε αυτό το flow, τους έκοβα ούτως ώστε να βγουν λίγο trippy λες και είμαι υπό την επήρεια, ας πούμε. Και με το feedback το κατάφερα αυτό, γιατί ο στόχος μου ήταν να το ακούσουν πολλές φορές. Το ήξερα ότι θα ήταν «αμφιλεγόμενο» το track, στο feedback τα σχόλια ήταν 60% θετικά – 40% αρνητικά. Είχα θετικό feedback για τη χροιά και το στίχο μου – το mumble τους «ενόχλησε». Δεν ήθελα να αναδειχθώ ως ράπερ, ήθελα να φτιάξω κάτι πιασάρικο, ένα track που να ήθελες να το ξανακούσεις. Στο "Hades" ήθελα να το κάνω πιο άμεσο, να συμβαδίζει ο στίχος με τη μελωδία - το “Hades” κατά μία έννοια θα μπορούσε περίπου να είναι το “Selecao Vol. 2”».
Ίσως η λιγότερο προβεβλημένη συμμετοχή της είναι στο “The Juice”, μια συλλογή κουπλέ από το τότε roaster της Jungle Juice, στο οποίο βρίσκουμε επίσης τους iLLEOo, Vito Soprano, Moose, Gio Melody, Kokι αλλά και τον Ν.Ο.Ε. Εκεί επιδεικνύει ένα πιο γρήγορο, επιθετικό και αμιγώς ραπ flow στο οποίο δεν την έχουμε συνηθίσει – και, για την ιστορία, της ταιριάζει γάντι. «Το συγκεκριμένο γράφτηκε με ασυνήθιστο τρόπο για μένα. Απλά μου είπαν να γράψω ένα verse και επί της ουσίας είχα μια ώρα να το κάνω».
Η αναπόφευκτη ερώτηση σχετικά με ακούσματα/επιρροές οδηγεί σε πολύ ενδιαφέρουσες – ίσως και μερικώς απρόσμενες – απαντήσεις:
«Από ροκ ξεκίνησα κατά βάση. Άκουγα ό,τι είχαμε στο σπίτι, με θυμάμαι μικρή να ακούω ένα CD των Scorpions. Έχω μεγάλα αδέρφια που είναι ροκάδες και με επηρέαζαν. Τα πρώτα μου ερεθίσματα στην ελληνική ραπ ήταν οι ΒΟΡ. ΑΣ. (σ.σ.: το χωριό της βρίσκεται στην Χαλκιδική). Μετά ξεκίνησα να ακούω ό,τι έπαιζε εκείνο το διάστημα και να ψάχνομαι όπως ας πούμε Detro, Bong Da City, Ladose και Στίχοιμα, μετά κάποια κομμάτια από Capital στα οποία μου είχαν κάνει εντύπωση ορισμένα flows και παραγωγές. Ταυτόχρονα ξεκίνησα να ακούω ελληνική ροκ σκηνή όπως Αγγελάκα, Ξύλινα Σπαθιά και έτσι άρχισα να «απενοχοποιώ» την ελληνική μουσική που μέχρι πρότινος είχα την εντύπωση πως μου προκαλεί κάτι άβολο και να εκτιμώ τον ωραίο ελληνικό στίχο. Παράλληλα, πάντα μου άρεσε να γράφω συνθηματικά ποιηματάκια, έλεγα σε φίλους να μου δώσουν μια λέξη και εγώ σκαρφιζόμουν πολύ εύκολα στίχους με βάση το τι μου έδωσαν. Όσον αφορά τον ήχο, συνέχιζα το ψάξιμο και στο λύκειο και μετά στο πρώτο έτος, είχα πάθει σοκ με Massive Attack, Archive και Parov Stelar όπως και βρετανική ραπ, συγκεκριμένα The Four Owls, Ocean Wisdom, Dirty Dike - αφού τους πήρε το μάτι μου από μερικά lives που έγιναν στην Αθήνα. Τότε αποφάσισα πως ήθελα να γίνω producer, να γράφω τη μουσική μου χωρίς λόγια γιατί δεν είχα νιώσει ακόμα οικεία με τη φωνή μου. Ωστόσο, ένας ξάδερφος μου τότε μου είχε βάλει ένα βίντεο του Jay-Z από ένα live και με είχε ρωτήσει που προτιμώ να επικεντρωθώ, στο να γράφω μουσική ή στο στιχουργικό και στο ερμηνευτικό κομμάτι και άρχιζα σιγά σιγά να αλλάζω κατεύθυνση».
Πώς ξεκίνησε η ίδια με το ιδίωμα του τραπ; Και τι γνώμη έχει για την αντιμετώπιση που λαμβάνει γενικώς; Στο ψάξιμο, είχα έρθει σε επαφή με έναν producer ο οποίος έκανε κυρίως trap μουσική και με έβαλε σε αυτή τη φάση. Στην αρχή δεν μου άρεσε αλλά μετά ξεκίνησα κάπως να νιώθω.
«Η trap μου αρέσει για την αυτοπεποίθηση που βγάζει. Έψαχνα έναν πιο ανεβαστικό ήχο και μου αρέσε το γενικότερο feel χωρίς να ενστερνίζομαι απαραίτητα το στιχουργικό περιεχόμενο – αντικειμενικά δεν είμαι gangsta, ποτέ δεν αισθάνθηκα έτσι. Σε κομμάτι που θα βγάλω τώρα (“Revenge”) έχω ένα στίχο που λέει "Δεν είμαι από το γκέτο/Μα ραπάρω σαν αλάνι"».
Εκτός από το να γράφει στίχο, την απασχολεί να καταπιαστεί ενεργά και με άλλα κομβικά aspects των καλλιτεχνικών ανησυχιών της:
«Στην αναζήτησή μου πάνω στην ιδανική σύμπτυξη ήχου και εικόνας σε αυτό που πάω να κάνω, εκτός του ότι έχω ασχοληθεί σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με το μουσικό production κομματιού μου, έχω εμπλακεί και στο γραφιστικό κομμάτι σε μερικές περιπτώσεις. Το βρίσκω δημιουργικό να πειραματιστώ με όσα περισσότερα aspects γίνεται από αυτό που θέλω να βγάλω προς τα έξω καλλιτεχνικά εφόσον έχω τη δυνατότητα».
https://www.youtube.com/watch?v=r0c8M_Mx5xk