O Διαμαντής Aδαμαντίδης είναι ηθοποιός και μουσικός, που γράφει εδώ και χρόνια ήσυχα και διακριτικά τα προσωπικά του χιλιόμετρα στο θέατρο και στην εγχώρια hip hop σκηνή, με το προσωνύμιo Inner D. Είναι μουσικά ενεργός από το 2009 με συμμετοχές σε πολλά θεατρικά και μουσικά projects., ενώ το πρώτο του προσωπικό album με τίτλο SLAVES. κυκλοφόρησε στο τέλος του 2021 από την Bashment Records τραβώντας -κάτι παραπάνω από ευχάριστα- τα βλέμματα, ή επί το κυριολεκτικότερον τα αυτιά του εγχώριου μουσικού τύπου. Πολλά υποσχόμενος ήχος, πολυσυλλεκτικότητα και ενδιαφέρουσες ιδέες, αξιόλογη ποιητική και αφηγηματική οπτική και αυθεντικότητα είναι μερικές μόνο από τις αρετές του δίσκου, ο οποίος θα παρουσιαστεί live για πρώτη φορά την Παρασκευή 20 Μάϊου, στη σκηνή του six d.o.g.s. Ιδανική ευκαιρία για μια κουβέντα μαζί του, για να τον γνωρίσουμε καλύτερα, με πρώτο - πρώτο το "κλασσικό" ερώτημα σε έναν (σχετικά) νέο δημιουργό, πώς ξεκίνησε με τη μουσική a.k.a. "the story so far".
“Δεν ήμουν τόσο πολύ στη φάση της δισκογραφίας αν και είμαι ενεργός μουσικά πολλά χρόνια. Ασχολιόμουν περισσότερο με το θέατρο, έχω γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις κλπ. Με τη μουσική βέβαια ασχολούμαι από πολύ μικρός, υπήρχε πάντα η μουσική μέσα στο σπίτι, αν και δεν κατάγομαι από αυτό που λέμε “μουσική οικογένεια”. Όμως πάντα ακούγαμε μουσική, παίζαμε μουσική, υπήρχε τριγύρω μια κιθάρα, κάποια στιγμή πήραμε ένα αρμονιάκι και κάπως έτσι μπήκε το “μικρόβιο”. Το πράγμα βέβαια σοβάρεψε όταν ο πατέρας μου -που ήταν μεγάλος tech freak- μου έδειξε πώς να γράφω μουσική στον υπολογιστή. Τότε σκάλωσα. Ε και μετά εφηβεία, ροκ περίοδος, η φάση που ανακαλύπτεις τους Scorpions (γέλια) και μετά όταν πέρασα στη δραματική σχολή η μουσική γνώση μου άνοιξε ένα άλλο πεδίο -επειδή ήξερα, μου ζητούσαν να γράψω τη μουσική για εκείνη ή την άλλη πρόβα, παράσταση, άσκηση. Έτσι ανακάλυψα ότι μου αρέσει όντως αυτό, να γράφω μουσική, να κάνω παραγωγή και απλώς δεν συνέχισα να το κάνω. Παράλληλα είχα πάντα, από μικρός, μεγάλη αγάπη, πόρωση θα μπορούσα να πω με το hip hop , έφτιαχνα μπιτάκια, προσπάθησα να ραπάρω και με έναν φίλο -είδα βέβαια ότι δεν μου βγαίνει, δεν το είχα με το συγκεκριμένο “άθλημα”, ήμουν περισσότερο της μουσικής παρά της ρίμας. Οπότε καθώς γνώριζα αυτή τη σκηνή καλύτερα, ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσω από εκεί, έφτιαξα το nickname Inner D και κυκλοφόρησα ένα instrumental EP το 2016. Και τώρα πια, λόγω των lockdowns, της πρώτης μεγάλης καραντίνας και της απόστασης που πήρα αναγκαστικά από το θέατρο, και αφού ήμουν έτσι κι αλλιώς κλεισμένος στο σπίτι όπου έχω ένα home studio και είπα να ασχοληθώ πιο σοβαρά και δυναμικά με την ολοκληρωμένη δημιουργία ενός album, όχι μόνο ως προς τη μουσική αλλά και ως προς την επικοινωνία του».
Είναι λοιπόν το Slaves ένα project καραντίνας; Και πόσο εύκολο είναι να κυκλοφορείς τον πρώτο σου ολοκληρωμένο δίσκο σε καιρούς περιορισμών και σε δύσκολες ημέρες για τα live και την φυσική επαφή με τον κόσμο; «Είχε και τα θετικά της και τα αρνητικά της όλη αυτή η περίοδος. Είχα επιτέλους τον χρόνο να κάτσω να συγκεντρωθώ και να γράψω και είχα και την πολυτέλεια να το κάνω. Η μουσική σου δίνει αυτή τη δημιουργική δυνατότητα. Θέατρο παραδείγματος χάριν δεν μπορείς να κάνεις χωρίς φυσική επαφή με το κοινό. Μουσική όμως μπορείς να κάνεις, έστω και αν την επικοινωνήσεις με μια ανάρτηση στο YouTube. Και όσο για το live, κάπως, έστω και με όλες τις δυσκολίες το momentum έφτασε για να μπορέσω να κάνω κάτι. Δεν είχα επιχειρήσει κάτι νωρίτερα γιατί θα ήταν αστείο. Οπότε ναι το Slaves θα μπορούσε να το πει κανείς project καραντίνας από τη μία, αλλά από την άλλη δεν θα ήθελα να μείνει έτσι. Κάθε μουσικός αυτόν τον καιρό έβγαλε ή βγάζει κι ένα project καραντίνας -καταλαβαίνω ακριβώς πώς έφτασε ο καθένας στο σημείο να το κάνει αλλά από την άλλη είναι κρίμα να μένουν έτσι χαρακτηρισμένα τα πράγματα. Ας είναι η αφορμή για τη δημιουργία η καραντίνα αλλά όχι το όνομά της».
Αυτή την ελεύθερη από επιβεβλημένα ονόματα δημιουργία την καταλαβαίνει κανείς με την πρώτη ακρόαση του Slaves. Η πληθώρα και η αβίαστη συνύπαρξη ποικίλων αναφορών και ιδιωμάτων από την “παραδοσιακή” rap και τη hip hop μέχρι τη σύγχρονη electronica και τα κλασσικά ροκ features φωνάζει την ανοιχτή διάθεση του δημιουργού του δίσκου προς μια μουσική ακρόαση χωρίς ταμπέλες. Πώς όμως γίνεται αυτή επιμελώς ατημέλητη ενσωμάτωση, ιδίως για έναν μουσικό που έχει ασχοληθεί συστηματικά με μια πολύ συγκεκριμένη σκηνή; «Αν κάτι προσπαθώ να λέω πάντα, όχι μόνο προς τα έξω αλλά και στον ίδιο μου τον εαυτό, είναι ότι θέλω να ακούω μουσική πολύ δημοκρατικά. Δεν θέλω να χαρακτηρίζω τα πράγματα, να μπαίνω σε επί μέρους συζητήσεις για το τι πρότυπα διαμορφώνει ο ένας και ο άλλος ή να ακολουθώ στεγανές καλλιτεχνικές διαδρομές. Για εμένα αυτό σημαίνει καλλιτεχνική δημοκρατία: να ακολουθεί ο καθένας ελεύθερα τον δρόμο που θέλει, χωρίς αυτός ο δρόμος να σε χαρακτηρίζει και χωρίς να σε χειραγωγεί. Μπορεί να ξυπνήσω ένα πρωί με όρεξη να ακούσω trap – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθετώ και το σχετικό lifestyle. Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι τα παιδιά ή οι μικρότερες ηλικίες μπορεί να επηρεάζονται αλλά για εμένα δεν υπάρχει λάθος και σωστό στο τι πρέπει να ακούς. Από εκεί και πέρα δεν σχεδιάζω κάποια ενσωμάτωση των αναφορών μου, αυτό που κάνω συνέχεια είναι να δοκιμάζω. Αυτό που έχω μάθει και από το θέατρο είναι ότι πρέπει να δοκιμάζουμε συνέχεια προκειμένου να μπορούμε να δούμε αν μας αρέσει το αποτέλεσμα. Στο θέατρο μάλιστα μπορεί να σου ζητηθεί το οτιδήποτε – έχει τύχει να γράψω από ambient μέχρι μπουζούκια για παράσταση με φόντο τη μεταπολεμική Αθήνα- κι έτσι έχω έρθει σε επαφή με όλα τα μουσικά μορφώματα. Φυσικά όταν διαμορφώνεις μια καλλιτεχνική περσόνα και γράφεις έναν δίσκο καλείσαι να πάρεις μια απόφαση, για λόγους οικονομίας περισσότερο -ως Inner D ας πούμε έπρεπε να κατασταλάξω σε κάποιους άξονες και προσεγγίσεις, δεν μπορούσα να συμπεριλάβω τα πάντα, για να μην βγει ένα χάος».
Και αν ζητούσαμε από τον Inner D να περιγράψει αυτήν την πλούσια δουλειά με μια μόνο φράση ποια θα ήταν αυτή; «Υπήρχε μια λεζάντα για το Slaves, που στην αρχή ήταν να τη συμπεριλάβουμε και στην επικοινωνία, αλλά εν τέλει δεν το κάναμε: ένα δυστοπικό παραμύθι. Ήθελα με έναν τρόπο λίγο ποιητικό αλλά και λίγο πραγματικό, λίγο συγκεκριμένο αλλά και λίγο συγκεκριμένο να διηγηθώ το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ στα τριάντα μου, όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας, περιλαμβανομένων και όλων αυτών των φαινομένων και των γεγονότων που προέκυψαν στο πλαίσιο της πανδημίας αλλά και στο ξεκαθάρισμα που ξεκίνησε στον χώρο του θεάτρου με το #metoo. Όλα αυτά ήρθαν και “έσκασαν” μέσα μου και γέννησαν αυτό το δυστοπικό παραμύθι. Στιχουργικά αλλά και ερμηνευτικά το είδα ως μια ευκαιρία κάθαρσης. Θα ακούσεις κραυγές μέσα στον δίσκο, πολλά έντονα φωνητικά – χωρίς όμως στοχευμένη διάθεση για ακρότητες. Βγήκε αυθόρμητα αυτό που αισθανόμουν και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό».
Η αναφορά του #metoo στο πλαίσιο της σύγχρονης δυστοπίας μας οδηγεί αναπόφευκτα στην επόμενη, “κλασσική” πια ερώτηση: “Σου έχει συμβεί κι εσένα;” «Δεν μου έχει συμβεί σχετικό περιστατικό, ούτε σε άτομο του στενού μου κύκλου – αλλά ναι, όντας χρόνια στον χώρο, έχω ακούσει πράγματα. Και σε κάθε περίπτωση η “βία” και η σκληρή και απότομη έκφραση ως state of mind για μια μερίδα του χώρου είναι ένα γεγονός. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστέυουν ότι αν δεν βάζουμε τις φωνές στην πρόβα δεν γίνεται η δουλειά. Μου έχουν ουρλιάξει κι εμένα σε πρόβες χωρίς κανέναν λόγο, έχω δει ανθρώπους να πιστεύουν ότι πρέπει να γίνεται μόνο το δικό τους με μια συμπεριφορά άνευ προηγουμένου. Οπότε και από αυτήν την άποψη ήταν καλό που “έσκασε” το θέμα αυτό και βγήκε προς τα έξω. Κάνουμε θέατρο για να περνάμε και λίγο καλά -δεν γίνεται να φωνάζουμε, να τσιρίζουμε και να εκφραζόμαστε έτσι όλη την ώρα».
Και με την ουτοπία τι γίνεται; Θα γραφτεί κάποια στιγμή ένα ουτοπικό παραμύθι στον αντίποδα όλων αυτών των συνθηκών που γεννάνε τις σύγχρονες δυστοπίες; «Δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει άμεσα κάτι τέτοιο. Έχουμε δρόμο ακόμα, πρέπει να ξεφορτωθούμε κι άλλα σκουπίδια από τις προηγούμενες γενιές, που θέλω ωστόσο να πιστεύω ότι περνάνε στις επόμενες με μειούμενους ρυθμούς. Όλη αυτή η “ελληνική νοοτροπία” που γίνεται αντιληπτή ακόμα και στο πώς τρώει και πίνει κάποιος. Επειδή δουλεύω και στην εστίαση ως σερβιτόρος, βλέπω καθημερινά τέτοιου είδους συμπεριφορές, που μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι είναι ήσσονος σημασίας, αλλά είναι ενδεικτικές για την γενικότερη αισθητική του τρόπου ζωής μας. Αυτή η αισθητική, το πώς ζούμε ως λαός θέλει πολύ χρόνο να αλλάξει. Αργούνε τα μεγάλα πράγματα να συμβούνε, οπότε πρέπει να χαιρόμαστε και να προσπαθούμε συνέχεια ακόμα και για τα μικρά».