Όσοι "συχνάζουν" στο ραδιοφωνικό στέκι της εκπομπής του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου στον Best Radio γνωρίζουν πολύ καλά την αγάπη και τη στήριξη της συγκεκριμένης εκπομπής στην -συνήθως "σκοτεινή", κι ακόμα συνηθέστερα "ηλεκτρονική"- εγχώρια σκηνή, η οποία δηλώνεται έμπρακτα με τις εθιστικές αποκλειστικότητες από μπάντες, συγκροτήματα και καλλιτέχνες που μπορείς να ακούσεις μόνο εκεί και πουθενά αλλού μέχρι να πάρουν τον δρόμο τους στα υπόλοιπα mainstream μέσα. Δεν είναι λίγες οι φορές που υποταγμένοι στη ματαιότητα της ανεπάρκειας του Shazam στα local χωράφια έχουμε στείλει oldschool μήνυμα στον ραδιοφωνικό παραγωγό για να μάθουμε το πολυπόθητο όνομα του ήχου που μας έκανε να κοντοσταθούμε και μας έκανε να σηκώσουμε κεφάλι, αυτιά και κινητό για να τον αναζητήσουμε. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το "Syria", η out-of-the-blue διασκευή των Least Concern στο διαχρονικό "Sarajevo" των Magic Spell (με τις ευλογίες της τεράστιας αυτής μπάντας που, ίσως, και να έχει παραγνωριστεί λίγο μέσα στον "εναλλακτικό" τυφώνα που ακολούθησε τα '90s) που πέτυχε στόχο διάνα και μας έκανε να ψαχνόμαστε σαν τρελλοί να μάθουμε ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι τύποι που κατάφεραν με τέτοια φυσικότητα μια εν δυνάμει "τζιζ" διασκευή.
Ο πυρήνας των Least Concern είναι οι Νάντια Πυθαρά (φωνή), Βασίλης Δρακόπουλος (κιθάρα) και Παναγιώτης Ζαφειριάδης (μπάσο), ενώ το σχήμα πρόσφατα απέκτησε νέο ντράμερ, τον Κωνσταντίνο Αθανασόπουλο, ο οποίος αντικατέστησε τον Δημήτρη Γεωργόπουλο που έχει παίξει και τα τύμπανα στο “Syria”. Οι Least Concern είναι μια παρέα που αγαπάει πολύ το ελληνικό ροκ των ‘90s κι αυτό βγαίνει προς τα έξω -από εκεί ξεκίνησε, με αυτό κάνει το μεγάλο μπαμ της και κάπως έτσι ευχόμαστε και να συνεχίσει, αφού με το αγγλόφωνο “Sarajevo” της κατάφερε να μας θυμίσει άδολα μουσικά χρόνια που τα είχαμε για χαμένα, χωρίς ωστόσο να πέσει σε καμία παγίδα στείρας νοσταλγίας. Εμείς τους ψάξαμε, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς και τους αφήνουμε να μας συστηθούν με δικά τους λόγια, να μας πουν πολλά όμορφα πράγματα για το μικρό, καθημερινό, τυχηρό της συνάντησής τους, την οικουμενικότητα του πολέμου και τα άμεσα σχέδιά τους -με το βλέμμα ήδη στις επόμενες αφορμές που ευχόμαστε να έχουμε για να τα ξαναπούμε.
Πείτε μας δυο λόγια για κάποιον που θέλει να γνωρίσει λίγο καλύτερα τους Least Concern; Πώς δημιουργηθήκατε, ποια είναι τα ακούσματά σας και πώς θα περιγράφατε τον ήχο σας;
Νάντια Πυθαρά: Είμαστε μαζί από το 2014. Η συνάντηση μας, μια φαινομενική τυχαιότητα, εμπεριέχει μια αστεία ιστορία με ένα ταξί και μια εφορία, η οποία “on a closer look” αποτέλεσε την έναρξη μιας κοινής ζωής, κατά την οποία δεσμευτήκαμε ρητά κι υπόρρητα σε έναν άξονα με αμοιβαίες επιθυμίες κι αξίες –στοχεύοντας πάντα στη μουσική. Ήμασταν late bloomers, τα πρώτα χρόνια κρατούσαμε τα κομμάτια μας για τον εαυτό μας, μετά κάναμε ένα μπαμ, πήγαμε σε ένα διαγωνισμό συγκροτημάτων στο μόλις δεύτερο ever live μας (χωρίς αλήθεια να ξέρουμε αν θα φάμε ντομάτες, και τελικά τον κερδίσαμε), αρχίσαμε να κάνουμε απανωτές εμφανίσεις, και ξεκίνησαν άλλα ωραία, πολύ ωραία πράγματα να συμβαίνουν. Αλληλοσυμπληρωνόμαστε και το υλικό του καθενός μας φέρνει κάτι πολύτιμο στη συνύπαρξη και στις δημιουργίες μας. Ένα πράγμα είναι οι συνθέσεις, και άλλο είναι η συμπόρευση. Θέλουν και τα δύο πολλή δουλειά. Ο ήχος μας είναι ένα κράμα ατμόσφαιρας και εκρηκτικότητας, κι οι επιρροές αρκετές, για τον καθέναν μας άλλες, ενδεικτικά αναφέρω κάποιες δικές μου: από ελληνική ροκ της δεκαετίας του ‘90, μέχρι Radiohead, Pink Floyd, Syd Barrett, Tori Amos, και αργότερα κάμποση Ella Fitzgerald.
Βασίλης Δρακόπουλος: Η δημιουργία των Least Concern άρχισε να διαμορφώνεται όταν μικρά παιδιά, ακόμη, μαθαίναμε μουσική, με σκοπό να παίξουμε αυτά αγαπάμε, να γράψουμε το δικό μας υλικό, να διαγράψουμε την δική μας πορεία στον χώρο. Για να αρχίσει αυτό να υλοποιείται χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια. Με τον Παναγιώτη και τη Νάντια συμμετέχουν σε ένα συγκρότημα ελληνικού ροκ το 2014, με τη διάλυση του οποίου και την προσθήκη του Δημήτρη Γεωργόπουλου στα ντραμς δημιουργήθηκαν έναν χρόνο αργότερα οι Least Concern, με κεντρικό άξονα τον alternative rock ήχο. Συγκροτήματα όπως οι Joy Division, The Cure, Radiohead, Madrugada, Muse τα ακούω πάντα με ευχαρίστηση, κάθε εβδομάδα, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Παναγιώτης Ζαφειριάδης: Με τον Βασίλη γνωριστήκαμε για πρώτη φορά στον στρατό. Εννέα μήνες περάσαμε μαζί και στα καλά και στα κακά. Μεταξύ άλλων συζητήσεων μιλούσαμε και για μουσική και είχε ειπωθεί ότι εγώ παίζω μπάσο (που και που βαράω και κανένα τύμπανο) και αυτός κιθάρα. Όταν τελείωσε η στρατιωτική μας θητεία κρατήσαμε επαφή και μια μέρα μετά από δύο περίπου χρόνια με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει "θυμάμαι μου είχες πει ότι παίζεις μπάσο ε;". Και τότε μου πρότεινε να παίξω σε ένα σχήμα ελληνικού punk rock που είχανε και ψάχνανε μπασίστα. Σε μια περίοδο που ψάχναμε για γυναικεία φωνή, εντελώς τυχαία θα έλεγα, μέσα σε ένα ταξί, ο τότε drummer του συγκροτήματος γνώρισε τη Νάντια και την έφερε να τραγουδήσει για εμάς. Είδαμε όμως ότι η φωνή της, και γενικά οι επιρροές μας, θα αξιοποιούνταν καλύτερα σε διαφορετικό ύφος κι έτσι χτίσαμε αυτό που λέγεται σήμερα Least Concern. Τον ήχο μας θα τον περιέγραφα μελαγχολικό, σκοτεινό με ξεσπάσματα καθαρού rock. Ενώ τα δικά μου, προσωπικά ακούσματα έρχονται από το ευρύ φάσμα του heavy μetal, τα progressive, funk, jazz, rock ιδιώματα και την ελληνική rock. Σίγουρα, όμως, θα πρέπει να αναφέρω και την κλασσική μουσική. Όχι μόνο για τη εφαρμογή της που συναντάμε αρκετές φορές στη metal, αλλά και γενικότερα -όταν για παράδειγμα ακούω σε ταινία vocal choir (chorus) και τα βιολιά να "βαράνε", κάτι με πιάνει.
Πώς ήταν η συνεργασία με τους Magic De Spell;
Ν.Π.: Η συνεργασία με τους Magic De Spell ήταν απρόσμενη και εξαιρετικά δημιουργική. Μουσικοί δύο γενεών να συμπράττουν για τη διασκευή ενός τόσο σημαντικού για την ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής κομματιού – και για να φέρουν το νόημά του αναλλοίωτο σε μια νέα εποχή - ήταν για εμάς σπουδαίο, ως εμπειρία και σημαινόμενο. Να πούμε ότι είμαστε η γενιά που μεγάλωσε κάνοντας REC από τα FM ολόκληρες ραδιοφωνικές εκπομπές, μεταξύ των οποίων φυσικά και το Sarajevo, ως το σύμβολο μιας ολόκληρης μουσικής σκηνής, θρυλικής για τα εφηβικά μας μάτια. Οι Magic De Spell αγκάλιασαν την προσέγγισή μας, και με εφόδιο τον σεβασμό τους, εξελίξαμε περαιτέρω την ιδιότυπη ματιά μας επάνω στο κομμάτι τους, ενώ οι ίδιοι με μεγάλη προσοχή έβαλαν καθοριστικές πινελιές στο αποτέλεσμα. Τα φωνητικά του Γιώργου Λαγγουρέτου από το πρωτότυπο κομμάτι, τα πλήκτρα του Δημήτρη Μποτή, και φυσικά η μίξη και παραγωγή του Γιώργου Αρχοντάκη, υπηρετώντας την νέα ατμόσφαιρα, ενοποίησαν το αποτέλεσμα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Την ατμόσφαιρα του Syria διαμόρφωσαν καθοριστικά και τα φωνητικά του Πάνου Μπίρμπα στο ρεφρέν, φέρνοντας την επαναστατική του πρόθεση «προ των πυλών».
Β.Δ.: Σε όλες τις μουσικές συνεργασίες που έχουμε την τύχη να λαμβάνουμε μέρος, είτε αυτό είναι να μοιραστούμε την σκηνή για ένα live είτε είναι ένα studio πρόβας για jamming, η καλή διάθεση, ο ενθουσιασμός, οι ιδέες και το κοινό όραμα πάντα κερδίζουν. Ήταν πραγματικά υπέροχο να βλέπουμε όλες αυτές τις ποιότητες παρούσες σε κάθε βήμα της συνεργασίας μας με τους Magic De Spell, ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της ελληνικής ροκ -και πολύ περισσότερο όταν αυτό συνέβαινε επάνω σε ένα κομμάτι το οποίο συναισθηματικά βρίσκεται στις καρδιές τόσων και τόσων ανθρώπων όλα αυτά τα χρόνια. Καλλιτέχνες σαν τους Magic De Spell αποτελούν κομμάτι του μουσικού πολιτισμού μας, και ήταν μοναδικό να βλέπουμε να έχουν τόση διάθεση και πηγαία χαρά σε κάθε βήμα της συνδιαλλαγής μας. Είμαστε ευτυχείς και ευγνώμονες.
Π.Ζ.: Γνώρισα ανθρώπους που, κάποτε, δεν πίστευα ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία. Πέρα από το "σοκ" αυτό, η συνεργασία ήταν απλά καταπληκτική. Γεμάτη γέλια και χαμόγελα, πέραν της δουλειάς. Συζητήσεις και ιστορίες από τον Θοδωρή Βλαχάκη, που με τον λόγο του και μόνο σε κάνει να κρέμεσαι από κάθε του λέξη. Τις περισσότερες ώρες τις περάσαμε στα Vintage Studios μαζί με τον Γιώργο Αρχοντάκη, ο οποίος έχει τόσες τεχνικές γνώσεις πάνω στη μουσική που πάντα έχεις κάτι καινούριο να μάθεις και, το βασικότερο, σε κάνει να νιώθεις άνετα, μια σιγουριά για την δουλειά σου. Επίσης ήπιαμε και από την καλύτερη ραδκή που έχω δοκιμάσει ποτέ -να τα λέμε αυτά. Από την άλλη, ο Δημήτρης Μποτής - ένας άνθρωπος του οποίου το χαμόγελο μπαίνει πρώτα στο χώρο, και μετά ο ίδιος. Τι να πω πραγματικά... τους ευχαριστώ όλους.
Τι σας ενέπνευσε ώστε να διασκευάσετε το Sarajevo σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ;
Ν.Π.: Ήταν η χρονιά που οι Magic De Spell, ως το μακροβιότερο ελληνικό ροκ συγκρότημα, θα γιόρταζε τα 40 χρόνια του. Με αφορμή μια κουβέντα η ιδέα έπεσε πάνω στο τραπέζι, αρχικά, σαν challenge. Πώς θα ήταν το “Sarajevo” να γινόταν “Syria”, αν ερχόταν να συναντήσει το, όχι πολύ διαφορετικό, παρόν, 30 χρόνια σχεδόν αργότερα. Δεν πιστεύαμε στ’ αλήθεια ότι τελικά θα το κάνουμε. Για να περάσουμε στην πράξη, χρειαζόταν να υπερβούμε τη συστολή του να μεταμορφώσουμε ένα κομμάτι τόσο αυθύπαρκτο, το σήμα κατατεθέν των Magic De Spell, πόσο μάλλον διασκευάζοντάς το στα αγγλικά. Ήταν πολύ αποκαλυπτική διαδικασία, τελικά οι δύο σφαίρες της δημιουργίας και της μεταδημιουργίας δεν είναι και τόσο μακριά, αρκεί να παραδοθείς σύσσωμος με το ένστικτο καρφωμένο στην ουσία τους. H ειρήνη δεν διαφέρει πολύ από την αναζήτηση μιας φωνής που αντιστέκεται στην κατάλυση. Κι ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μόνο “εκεί”, ποτέ μόνο “τότε”. Η ιστορία και η τέχνη το προσφέρουν in-your-face. Έτσι και το “Sarajevo”.
Β.Δ.: Το θέμα με τον εμφύλιο στην Συρία δεν έπαψε ποτέ να μας απασχολεί. Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά την έναρξή του, συνεχίζει να μας εξοργίζει. Συνεχίζει να εκτυλίσσεται ένα δράμα, κατά το οποίο μέσα από τη βολή του σαλονιού μας (θα κλείσουμε 12 χρόνια εμφυλίου στην Συρία τον Μάρτιο) ακούμε για push - backs, και για ανθρώπους χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους να χρησιμοποιούνται σαν μοχλός πίεσης κρατών για πολιτικές σκοπιμότητες και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Ο εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας μας βρήκε σε μια τρυφερή ηλικία, όπου το “Sarajevo” των Magic De Spell μας ξύπνησε για να φωνάξουμε για εκείνη την τραγωδία. Ήταν το μέσο που μας ενέπνευσε ώστε να δώσουμε στο “Syria” έναν χαρακτήρα πιο οικουμενικό, όπου κάθε πόλεμος είναι ένας εμφύλιος, και να φωνάξουμε - ξανά - όπως αναφέρει το τραγούδι ενάντια σε κάθε μορφή πολέμου. Ελπίζουμε, με τη σειρά μας, το κομμάτι να εμπνεύσει με τον ίδιο τρόπο τις νέες γενιές. Το μήνυμα είναι το ίδιο. Ό,τι συμβαίνει σε οποιαδήποτε γωνία του πλανήτη οφείλει να μας ενδιαφέρει, γιατί είμαστε όλοι μέρος του ίδιου κάδρου.
Π.Ζ: Δυστυχώς το “Sarajevo” παραμένει επίκαιρο μετά από τόσα χρόνια. Ακούς τι συμβαίνει στον κόσμο κάθε μέρα, έστω και μέσα από τη μουσική, και θες να εκφραστείς - ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Έρχεται μια μέρα που κάποιος λέει: "Ρε παιδιά τι γίνεται εκεί στη Συρία". Ξαφνικά χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι στο studio για πρόβα και αρχίζεις να συνθέτεις πάνω στο “Sarajevo” των Magic De Spell. To κομμάτι τα έχει πει όλα, τότε, τριάντα χρόνια πριν. Έχω μεγαλώσει ακούγοντάς το, έχει χαραχτεί στην μνήμη μου. Πάνω στη βάση αυτή θελήσαμε να "επαναλάβουμε", με τον δικό μας τρόπο, μια άλλη εκδοχή του.
Ποιες άλλες διασκευές υπάρχουν στο συρτάρι σας;
Ν.Π.: Είναι μεγάλος ο πειρασμός μιας νέας διασκευής, αν και ομολογουμένως θα χορταίνουμε για καιρό, ακόμα, το “Syria”.
Π.Z.: Προς το παρόν, δεν έχουμε άλλη διασκευή στα σκαριά. Βέβαια, ποτέ μην λες ποτέ. Αύριο μπορεί να μπει σε κάποιον από τους τέσσερις μας μια ιδέα, από κάποιο ερέθισμα, και να προχωρήσουμε με αυτήν.
Τι έρχεται μετά για τους Least Concern; Τι να περιμένουμε ;
Ν.Π.: Το επόμενο live μας, που θα ανακοινωθεί σύντομα, και το καινούριο υλικό μας που τώρα ζυμώνεται!
Π.Ζ.: Στο παρόν, και λόγω των συνθηκών που έχουν επικρατήσει τα τελευταία δυο σχεδόν χρόνια, με καραντίνες κ.τ.λ., υπάρχει πολύ καινούριο υλικό που τώρα σιγά σιγά παίρνει, πια, σάρκα και οστά. Παράλληλα, θα ξεκινήσουμε σύντομα ξανά τα live, αν μας "αφήσουν" και δεν κλειστούμε πάλι μέσα (γέλια).