Τι έχει μεσολαβήσει από τον καιρό των Greeklish Babylon;
Με τους Greeklish Babylon κάναμε μερικά projects με πραγματικό ενδιαφέρον για μένα, τα οποία ίσως ήταν περισσότερο πειραματικά από όσο θα έπρεπε. Λίγο μετά το single μας το 2014, κυκλοφόρησε η Ευτυχομανία (2016), με τον Νίκο Ζιώγαλα και τον Σούλη Λιάκο. Τότε παγιώθηκε ο ήχος της μπάντας και προέκυψε ένα ωραίο rock/ethnic αποτέλεσμα –οριακά ακραίο, με την καλή έννοια. Όμως εκείνη η εποχή ήταν δύσκολη και όλο αυτό είχε αρχίσει να γίνεται μη βιώσιμο. Ειδικά από τη στιγμή που ο καθένας ζούσε σε άλλη πόλη. Ήταν ένα πολύ όμορφο πείραμα, με διαφορετικές ηλικίες και γούστα, ακόμα και αντικρουόμενες πολιτικές πεποιθήσεις. Και είχε τρομερό ενδιαφέρον τότε, μα δυστυχώς δεν μας έκανε τη χάρη η ζωή και η εξέλιξη στην Ελλάδα να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Έμεινε πάντως ένας ήχος από αυτό και ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί.
Πώς αποφάσισες ωστόσο να συνεχίσεις μόνος;
Από το Greeklish Babylon (2012) μέχρι το Status Update 2019 (2018), βίωνα, χωρίς να το καταλαβαίνω ακριβώς, μια λειψυδρία μέσα μου. Όχι λειψυδρία φαντασίας, μουσικής και στίχου –άλλωστε οι Greeklish Babylon έκαναν πολλά πράγματα όλον αυτόν τον καιρό. Αλλά εγώ ο ίδιος δεν ήμουν δημιουργός πρωτογενούς υλικού. Είχα απομακρυνθεί από την τραγουδοποιία. Κι όσο μεγάλωνα και έβλεπα τη μουσική περισσότερο ως κοινωνικό φαινόμενο, παρά σαν προσωπική ευχαρίστηση, τόσο ένιωθα ότι δεν βρίσκομαι κοντά σε ό,τι εγώ θέλω. Όσο κι αν έπαιζα μουσική. Κι αυτό το κατάλαβα όταν το Status Update 2019 μού βγήκε, μουσικά και στιχουργικά, μέσα σε μια βδομάδα.
Δεν ξέρω τι μαγικό συνέβη. Ξαφνικά γεννήθηκε αυτός ο δίσκος. Θα έλεγα ότι η φυσική μου συνέχεια, μετά το 2012, με βρίσκει κατευθείαν στο 2018. Τα ενδιάμεσα χρόνια ήταν πολύ ωραία, αλλά, αν ψάχνει κάποιος τον Παύλο, τον αφήνει στο 2012 και τον βρίσκει σήμερα.
Πώς έγινε η επιλογή των συνεργατών που πλαισιώνουν αυτή σου την επιστροφή;
Παρόλο που έχω την τάση να είμαι συγκεντρωτικός, καθώς ξέρω να γράφω, να ηχογραφώ, να παίζω διάφορα όργανα ή να κάνω παραγωγές, όταν ολοκληρώθηκε το υλικό και ήρθε η ώρα να το βάλω σε έναν δίσκο, κράτησα τη συνταγή του να προσθέσω το χαρακτήρα και άλλων ανθρώπων. Το βασικό συστατικό που έχει μείνει απαράλλαχτο είναι ο Γιάννης Παξεβάνης, ο παραγωγός με τον οποίον έχουμε κάνει όλους τους δίσκους μαζί. Είναι ένας άνθρωπος που θα ακούσει τη δουλειά σου, αυστηρά μεν, αλλά θα βρει την ιδιομορφία της για να την αναδείξει, όχι να την καλουπώσει.
Αυτή τη φορά, σε ακόμα πιο φιλικό επίπεδο, ανακάλυψα θησαυρούς, από την άποψη ότι δεν συμμετείχαν διάσημοι, καταξιωμένοι μουσικοί, μα παιδιά και φίλοι μου από τις γειτονιές: ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, που έπαιξε μοναδικά τύμπανα, ο Άκης Παπαβασιλείου, ο οποίος ήταν σα να ξανασυνέθεσε μαζί μου τα κομμάτια, και ο Δημήτρης ο Χατζηδημητρίου, με τον οποίον συνεργαζόμαστε χρόνια τώρα, στα πλήκτρα. Το θέμα είναι ότι ήταν σαν να ξανανακαλύψαμε τον τροχό. Πριν καν γίνει δηλαδή η μίξη και όλο το «μετά», το αποτέλεσμα ακουγόταν ήδη πλήρες.
Σημαντικοί στάθηκαν επίσης ο Χρήστος Σπηλιόπουλος στο τρομπόνι, ο Γιώργος Δούσσος στο κλαρίνο και ο Γιώργος Νίκας στη γκάιντα, σε επιμέρους πολύτιμές πινελιές.
Έχοντας υπάρξει και σε μπάντες, και μόνος, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και εναλλάξ, θα έλεγες ότι το σόλο σού πάει περισσότερο;
Έχω καταλάβει, μέσα από την εμπειρία μου, ότι το επίκεντρό μου στη μουσική δεν είναι να αποδίδω τα μέγιστα για να εξυπηρετώ projects άλλων. Το απολαμβάνω όταν συμβαίνει –και μακάρι να μπορώ να ανταποκρίνομαι. Αλλά παρατηρώ ότι το μυαλό μου συχνά πάει στη δική του κατεύθυνση με μεγάλη και μη ελεγχόμενη φόρα. Αυτό είναι έως και μειονέκτημα για έναν επαγγελματία μουσικό.
Συνειδητοποίησα λοιπόν, μέσα από αυτήν την εμπειρία και τη γνώση, ότι, αν θέλω να κάνω μουσική την οποία να απολαμβάνω, πρέπει να είναι ελεύθερα το μυαλό και η ψυχή να τρέχουν εκεί όπου θέλουν. Είναι δημιουργική η ψυχή, θέλει συνεχώς να μαθαίνει και να ανακαλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερα καινούρια πράματα.
Πώς προέκυψε η ιδέα να ενσωματώσεις ψηφιακούς ήχους στη μουσική σου, όπως λ.χ. τον ήχο ειδοποίησης του Messenger στο "Message Ιn Α Waltz";
Αφού βρήκα τα τραγούδια του δίσκου, ήθελα να πλαισιώσω ένα project. Γιατί πάλι ήρθα αντιμέτωπος με τις ψηφιακές κυκλοφορίες και τα digital singles, αλλά δεν ήθελα να το κάνω έτσι. Ήθελα να παρουσιάσω ένα έργο. Διαβάζοντας λοιπόν ξανά και ξανά τα στιχάκια που έγραψα, συνειδητοποίησα ότι στην ουσία ήταν σημειώσεις που είχα κρατήσει, οι οποίες ήταν προεκτάσεις διάφορων στάτους και σχολίων που είχα ανεβάσει στο Facebook τα τελευταία 10 και πλέον χρόνια. Αυτό όμως δεν ήταν συνειδητοποιημένο. Το συνειδητοποίησα όταν έψαξα το «γιατί» πίσω από το αποτέλεσμα.
Και μάλιστα παρατήρησα ότι έχουμε περάσει πολλά κεφάλαια, όπως ήταν τώρα το Μακεδονικό (για το οποίο νιώθουν όλοι ετοιμοπόλεμοι), αρχής γενομένης από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Για κάποιον λόγο, αυτή είναι για μένα η χρονική στιγμή-ορόσημο στη social media εποχή. Έψαξα λοιπόν τα στάτους όλων αυτών των χρόνων που ενέπνευσαν ή έγιναν τραγούδια και τα έβγαλα φωτογραφίες (όχι screenshot), πάνω στις οποίες στηρίχθηκε το λεύκωμα που κυκλοφορεί μαζί με τον δίσκο. Ανάμεσά τους υπάρχουν και προσωπικές ιστορίες, από κοινωνικά βιώματα. Στην πορεία, όμως, συνειδητοποίησα ότι αυτές οι ιστορίες είναι κοινές σε όλους μας.
Γιατί τα social media μάς έχουν κάνει να έχουμε μια πιο «κοινή» ματιά. Γι’ αυτό προκύπτουν και τόσο έντονες αντιθέσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός από ελάχιστους που έχουν ασχοληθεί με το να τον αλλάξουν, όλοι περιμένουμε να ακούσουμε τον ίδιο ήχο: ένα μήνυμα από τη μάνα μας, τους φίλους μας, τον σύντροφό μας, τη γυναίκα μας, τον αδερφό μας. Είναι λίγο ανατριχιαστικό, αν το καλοσκεφτείς.
Βρέθηκες σε κάποια φάση «απέναντι» από τον παλιό εαυτό σου διαβάζοντας αυτά τα στάτους;
Υπήρχαν ακρότητες ή γραφικότητες, σε μια κάπως άγουρη εποχή, γιατί και η ίδια η γλώσσα αλλάζει. Πλέον θεωρώ γελοίο να εκφράζεις τη γνώμη σου στο Facebook, γι' αυτό και δεν είμαι πια τόσο ενεργός. Έχει τόση πληροφορία και τόση «φασαρία», ώστε δεν ακούμε τι μας λένε. Ή ήμουν πιο ρομαντικός τότε ή στα social media υπήρχε περισσότερος αέρας. Μας είχε συνεπάρει τότε αυτή η ευκολία να μοιραστούμε τις σκέψεις μας, αλλά η παραπληροφόρηση έχει γιγαντωθεί πλέον. Και νομίζω ότι συμβάλλει και το γεγονός ότι πλέον έχουν ανακαλύψει το Facebook και μεγαλύτερες ηλικίες, οι οποίες δεν αντιλαμβάνονται ακριβώς πώς λειτουργεί το διαδίκτυο.
Στη "Ματωμένη Βροχή" πάμε κατευθείαν στον Δεκέμβρη του 2008 και στην ιστορία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Νίκου Ρωμανού. Πώς επέλεξες να μιλήσεις τώρα για εκείνη την εποχή;
Καταρχάς, από τότε μέχρι σήμερα, έγραφα συνέχεια τραγούδια για το συγκεκριμένο θέμα· ποτέ όμως δεν ένιωσα ότι κάποιο είναι έτοιμο. Η "Ματωμένη Βροχή" έχει λοιπόν δύο αφετηρίες: η μία είναι ένα παζλ από μουσικές που έγραφα σε όλα τα ενδιάμεσα χρόνια. Όταν έγινε «ένα», εκείνη τη βδομάδα που βγήκε όλος ο δίσκος, πήγα στον Φώτη Σκουρλέτη –ο οποίος έγραψε τους στίχους– και του είπα ότι θα ήθελα ένα τραγούδι γι' αυτό το θέμα, να μοιάζει με το "You Never Walk Alone". Να είναι δηλαδή λαϊκός ύμνος. Η άλλη αφετηρία, έχει να κάνει με το «γιατί τώρα;». Με έχει θυμώσει, περισσότερο κι από τότε, ότι έγινε πλέον θέμα-ταμπού το γεγονός ότι ένας αστυνομικός έβγαλε πιστόλι και σκότωσε παιδί. Θεωρείσαι ακραίος, αν μιλήσεις γι’ αυτό.
Αν συνεχίσουμε όμως να το δεχόμαστε αυτό, σε 50 χρόνια θα επικρατήσει η γνώμη ότι «δίκιο είχε ο αστυνομικός, ο μικρός Αλέξανδρος ήταν αναρχικό στοιχείο». Σε μια προσπάθεια να ξεφύγουμε από την κατάθλιψη και τη μιζέρια της Κρίσης, οι άνθρωποι αποφεύγουμε να κάνουμε τέτοιες κουβέντες. Αλλά κάτι τέτοιο συνιστά πραγματική «παραχάραξη της ιστορίας», το να μη μιλάμε δηλαδή για πράγματα αυτονόητα. Το να συμπονάς άλλωστε έναν πρόσφυγα ή να μη δέχεσαι ότι ένας αστυνομικός σκότωσε ένα παιδί, δεν σε κατατάσσει αυτόματα στους αναρχικούς αντιεξουσιαστές. Κι αυτό θέλω να τονίσω μέσα από όλο το Status Update 2019. Έχουμε πιάσει τα δύο άκρα σε θέματα κοινωνικής αλληλεγγύης ή ανθρώπινου δικαίου: είσαι φασισταράς ή αναρχικός. Δεν είναι έτσι.
Εκείνους τους μήνες έλεγαν, ακόμα και στις τηλεοράσεις, ότι πρέπει να μιλήσουμε γι' αυτήν τη γενιά, η οποία δεν έχει τίποτα να περιμένει. Όμως τελικά η κουβέντα σταμάτησε. Απλά χωριστήκαμε σε στρατόπεδα «κανονικών» και μη. Θεωρείται extreme σήμερα να αποδεχόμαστε ομοφυλόφιλους, όπως έδειξε και η ιστορία με τον Ζακ Κωστόπουλο. Για μένα ωστόσο τα πάντα ξεκινούν από μια παραδοχή γεγονότων, η οποία πρέπει να σταματήσει: να μη φοβόμαστε να μιλάμε για τα αυτονόητα.
Αυτή είναι λοιπόν η διαδρομή που με έκανε να θέλω να μιλήσω για εκείνο το γεγονός 10 χρόνια μετά. Βασικά δεν θέλω ποτέ να σταματήσω να μιλάω για παιδιά που σκοτώνονται, ούτε για ανθρώπους οι οποίοι πνίγονται στις θάλασσες, ούτε για κανέναν που αδικείται με οποιονδήποτε ακραίο τρόπο. Γιατί μπορώ ανά πάσα στιγμή να το πάθω κι εγώ κι εσύ και όποιος ή ό,τι αγαπάμε. Τόσο απλά. Τέτοια πράγματα είναι σαν τα μαθηματικά· κοινή λογική για το καλό όλων, όχι κάποια ακραία πολιτική πεποίθηση.
Στο "Σύνορο Ανοιχτό", πάλι, αφηγείσαι σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία ενός πρόσφυγα. Πώς αποφάσισες να μιλήσεις με αυτόν τον τρόπο για κάτι το οποίο δεν έχεις ζήσει ο ίδιος;
Το ερέθισμα το έχουμε όλοι από όσα έχουμε δει, αλλά στην προκειμένη περίπτωση προέκυψε κάπως διαφορετικά. Χειμώνας, βράδυ, βροχή, χουχούλιασμα σπίτι, λάπτοπ και κουβερτούλα, σκρολάροντας ακατάπαυστα στα social media: δεν ντρέπομαι πια να λέω ότι το κάνω, ίσα-ίσα είμαι περήφανος που το έχω ελαττώσει. Και άρχισα να διαβάζω για νεκρούς από αναποδογυρισμένες βάρκες και παιδιά που τα ξεβράζει η θάλασσα. Στην αρχή σοκαριζόμασταν όλοι, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται απλά αριθμοί. Και όσο ευαίσθητος κι αν ένιωθα, στην ουσία δεν με άγγιζε, γιατί απλά έβλεπα πλέον αριθμούς.
Εκεί λοιπόν είπα: φαντάσου να μην είχες την κουβέρτα και τη στέγη, να είσαι εκτεθειμένος στη βροχή, να σε κυνηγούν και να πρέπει να βουτήξεις στη θάλασσα για να σωθείς, να χάσεις τους δικούς σου και να μην ξέρεις αν θα τους ξαναβρείς. Απ' το να γράψω ακόμα «αλληλέγγυα κορώνα», προτίμησα να κάνω το ανάποδο. Και σκέφτηκα να έχω οικογένεια και να λέω στα τρομαγμένα παιδιά μου ψέματα, ότι θα φύγουμε από 'δω και θα σωθούμε. Προσπάθησα, όσο μπορούσα, να το ζήσω από μέσα.
Σίγουρα δεν τα κατάφερα, δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο. Αλλά αυτή η σκέψη γέννησε το τραγούδι, χωρίς κάποια πολεμική διάθεση –μόνο με το συναίσθημα ενός απλού, κανονικού ανθρώπου, ο οποίος θέλει να ζήσει, να επιβιώσει. Και ένας άνθρωπος που τα έχει ζήσει όλα αυτά ή θα γίνει εξτρεμιστής ή θα δώσει απίστευτο συναίσθημα. Ευτυχώς οι περισσότεροι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία.
Η επικείμενη εμφάνισή σου στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων (15/2) θα ενισχυθεί οπτικά από τις σελίδες του λευκώματος που συνοδεύουν τον νέο σου δίσκο. Πώς έχεις σχεδιάσει την παρουσίαση;
Η πρώτη παρουσίαση του δίσκου έγινε στις 9 Δεκεμβρίου 2018 στο Baumstrasse και ήταν πολύ όμορφη και ατμοσφαιρική –ακριβώς όπως θα ήθελα να είναι. Τότε είχα πάρει την απόφαση να μην προβάλλω πράγματα, να εστιάσω ο ίδιος στον λόγο και να πω ότι είναι μια δουλειά στιχουργικά πιο στοχευμένη από τις προηγούμενες. Δεν θέλω, επειδή είμαι μουσικός, να βάζω τη μουσική απόδοση πάνω από ό,τι θέλω να πω. Έχω αποφασίσει και τραγουδάω στη γλώσσα την οποία μιλάω. Και δεν εννοώ τα ελληνικά, εννοώ τη γλώσσα που μιλάω εγώ ο ίδιος, ώστε να γίνω πιο άμεσα κατανοητός.
Σκέφτηκα όμως ότι η μουσική σε αυτή τη δουλειά είναι το 80%. Το υπόλοιπο 20% είναι μια πολύ ωραία έκδοση, την οποία ανέλαβαν οι Εκδόσεις ΚΨΜ σε συνεργασία με τη Γέφυρα Πολιτισμού 440Hz. Μου έκαναν την τιμή να το κυκλοφορήσουν και να είναι τώρα διαθέσιμο σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία και δισκοπωλεία της χώρας. Κι έτσι η δουλειά μου βρίσκεται σε πολύ περισσότερα σημεία από ό,τι εάν την έβγαζα με μια μεγάλη δισκογραφική εταιρία. Άθελά τους κάνουν και μια επίδειξη δύναμης, θα έλεγα, απέναντι στις δισκογραφικές. Θα ήθελα λοιπόν, όσο υπάρχει μουσική, να υπάρχουν, όχι τόσο οι εικόνες, αλλά οι φράσεις που γέννησαν αυτά τα κομμάτια. Και να είναι πλέον ένα οπτικοακουστικό project. Θα στήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε τον κόσμο του Status Update 2019, ώστε να τον καταλάβει ο ακροατής και να νιώσει μέρος του –γιατί όχι και πρωταγωνιστής.
Κι ενώ έχεις πειραματιστεί με όλους αυτούς τους ψηφιακούς ήχους, κρατάς ακόμη στοιχεία παραδοσιακά. Κατατάσσεις κάπου τις συνθέσεις σου;
Όπως είπα, τραγουδάω στη γλώσσα που μιλάω. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τον στίχο, αλλά και με τον ήχο. Δεν υπάρχει επιτήδευση. Αυτά τα στοιχεία, είτε θέλω είτε δεν θέλω, αντηχούν μέσα μου, όσο παλιοροκάς και να είμαι. Αντίστοιχα, δεν μου αρέσει η ροκ με την ταμπέλα που της έχουν δώσει. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι κάνω έναν αγώνα να σπάσω τις ταμπέλες. Και όχι με την εμπορική έννοια, η οποία θέλει τον έντεχνο να αγκαλιαστεί με τον σκυλά και τον χεβιμεταλά με τον λαϊκό. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, γιατί υπάρχουν διαφορετικές αισθητικές, διαφορετικές κουλτούρες, που δε μπορούν να γεφυρωθούν.
Ο λόγος όμως που κάποιος ακούει ή δεν ακούει κάτι, δεν περιορίζεται στο όνομα ενός είδους μουσικής. Με ένα τέτοιο σκεπτικό, αναγκαστικά θα έλεγα ότι αυτή η δουλειά είναι ροκ, οριακά punk, ατμοσφαιρική, έχει μπαλάντες και κάποιους παραδοσιακούς απόηχους, οι οποίοι υπάρχουν μέσα μου με την Αθήνα και τα τσιμέντα της να πρωταγωνιστούν. Είμαι αυτό που είμαι και ελπίζω η αισθητική αυτού που είμαι να δείχνει ομοιόμορφη και να βγάζει συναισθήματα. Κι όπως λέω και στον δίσκο, «με τα δικά μου τα λόγια, κι όχι των άλλων τα λόγια, ονειρεύομαι να εμπνέω αυτούς που με τα δικά τους τα λόγια αναζητούν τη φωτιά».
Ζούμε σε μια εποχή ανατροπής, συμπεριλαμβανομένων και των ειδώλων ή ηρώων μας. Έχεις προσωπικά είδωλα που ακολουθείς, αλλά και σε ακολουθούν κατά κάποιον τρόπο;
Ανέγγιχτος δεν είναι κανείς. Αν θαυμάζω κάποιον, θαυμάζω εκείνον που, μέσα σε μια εποχή στην οποία όλα μοιάζουν να έχουν ανακαλυφθεί, συνεχίζει να ψάχνει κάτι καινούριο. Μπορεί να είναι ένας φίλος, ένας εργάτης ή ο πατέρας μου. Έχω μεγάλη πίστη και μεγάλο συναισθηματισμό για ανθρώπους που, σε οποιοδήποτε πόστο κι αν βρίσκονται, προσπαθούν να ανακαλύπτουν ή να εφευρίσκουν και να προσφέρουν απλόχερα.
Είναι γενική η απάντησή μου, αλλά δεν μπορώ να το προσωποποιήσω αυτόν τον καιρό. Δεν θαυμάζω δηλαδή καμία μεγάλη μπάντα και κανέναν μεγάλο τραγουδιστή. Όχι ωστόσο με την έννοια ότι δεν είναι άξιος καλλιτεχνικά. Επειδή όμως η μουσική μέσα μου δεν είναι πλέον ένας καθαρός μουσικός θαυμασμός, αλλά κάτι άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνία και την πολιτική, νομίζω ότι θα θαυμάσω το μελλοντικό υβρίδιο ενός έντονου πολιτικού στοιχείου που αναδύεται μέσα από την τέχνη. Όχι μια μικρή κατανάλωση, μα ένα στοιχείο που να οδηγεί σε επαναστατικές και εναλλακτικές αντιμετωπίσεις πολιτικών συστημάτων.
Όλο αυτό είναι βέβαια πολύ θολό, και ίσως ουτοπικό –το γνωρίζω. Απλά χρειάζονται λίγο ή πολύ τέτοιες διεργασίες ιδεών από όλους μας, ώστε κάποτε να συμβεί.
{youtube}pGN8rpvbji0{/youtube}