Ας πάμε πίσω στα 1990s και στην πρώτη φάση του γκρουπ. Πες μας λίγα πράγματα για τη δημιουργία του...
Οι Selefice ξεκίνησαν το 1990 όταν κάποιοι φίλοι, συμμαθητές από το Χαϊδάρι, αποφάσισαν να ενώσουν τις πρωτόλειες μουσικές δυνάμεις που είχαν τότε και να τις διοχετεύσουν σε μια metal μπάντα. Είχαμε έναν στόχο από το ξεκίνημά μας: να προσπαθήσουμε, όσο μπορούμε, να μη μοιάζουμε με κανέναν. Δεν ξέρω αν το καταφέραμε, αλλά σίγουρα αυτό έδωσε τελικά μια κάποια προσωπικότητα στον ήχο μας. Φυσικά είχαμε, όπως κάθε συγκρότημα, τα είδωλά μας: Metallica, Candlemass, Slayer, Sepultura, Kreator, πρώιμους Paradise Lost, αλλά και Pink Floyd, Camel, Cure, Waterboys... Δεν μας έλεγες και «στενοκέφαλους», ειδικά για την εποχή.
Ποια η σημασία του ονόματος Selefice; Και γιατί διαλυθήκατε;
Το όνομα ήταν η απόπειρά μας να αποδώσουμε με λατινικούς χαρακτήρες τον τίτλο ενός διηγήματος του H. P. Lovecraft, το «Σέλεφαϊς», που ήταν το όνομα μια ονειρικής πόλης. Εντασσόταν κι αυτό, κατά μια έννοια, στην προσπάθειά μας να έχουμε τη δική μας ταυτότητα. Κάναμε έναν κάποιο θόρυβο για 4 χρόνια στην extreme metal σκηνή, που γεννιόταν τότε. Αφού κυκλοφορήσαμε ένα demo και ένα άλμπουμ, το Where Is The Heaven (1993), λίγο μετά διαλυθήκαμε, μάλλον άδοξα, για λόγους που τελικά συνοψίζονται σε δύο λέξεις: στρατός και ανωριμότητα.
Η επανένωσή σας ήρθε 24 χρόνια μετά, με αφορμή μια πρόταση για επανακυκλοφορία του Where Is The Heaven, σωστά;
Όχι! Η επανακυκλοφορία του Where Is The Heaven, από την εκπληκτική και άκρως μερακλίδικη Floga Records, ήταν μια ευτυχής συγκυρία! Ο Γιώργος, που τρέχει την εταιρεία, μας είχε ζητήσει από καιρό την άδεια να το ξαναβγάλει και το κάναμε με μεγάλη χαρά, γιατί πραγματικά η Floga αποτελεί διαμάντι του χώρου. Φυσικά το γεγονός μας πρόσφερε μια παραπάνω ώθηση, αλλά στην πραγματικότητα απλώς ήρθε και έδεσε την κατάλληλη στιγμή! Γενικά, αυτό το «ξεπάγωμα» (έτσι θα το έλεγα περισσότερο, παρά επανασύνδεση –ΟΚ, δεν είχαμε και καμιά «καριέρα» πίσω μας) έχει μία μάλλον «συμπαντική χροιά», για πολλούς λόγους. Σαν να έπρεπε να γίνει τώρα τελικά, αν και με τον Μίλτο Τζαλαγιάννη (κιθάρα/φωνή) το αποζητούσαμε έντονα, εδώ και αρκετά χρόνια...
Πλέον είστε οι δυο σας από την αρχική σύνθεση, συν οι Μάνος Μιχαηλίδης (μπάσο) & Βαγγέλης Βαφίας (τύμπανα), των Necromancy. Τι απέγιναν οι άλλοι δύο;
Είναι δύσκολο –και ίσως δεν έχει και νόημα– να εξηγήσω γιατί ήταν μάλλον αδύνατον οι Selefice να ξαναϋπάρξουν με την ορίτζιναλ σύνθεση. Σημασία έχει ότι εμείς οι δύο, που ήμασταν και ιδρυτικά μέλη, αλλά και ο συνθετικός πυρήνας της μπάντας (ο Μίλτος κατά πρώτο λόγο, μετά εγώ), είχαμε πολύ έντονα αυτήν τη διάθεση τα τελευταία χρόνια, όπως είπα και νωρίτερα. Έγιναν κάποιες αποτυχημένες απόπειρες πριν κάποιον καιρό και η αλήθεια είναι ότι, αν δεν βρίσκονταν τα δύο νέα παιδιά στη φάση, ο Μάνος και ο Βαγγέλης (που τρέχουν παράλληλα τους Necromancy), δεν θα γινόταν ποτέ τίποτα! Εκεί πάει και το «συμπαντικό», που είπα λίγο πριν... Ο Μάνος, μάλιστα, ήταν και είναι οπαδός των Selefice, οπότε το πράγμα λειτούργησε ιδανικά, ειδικά αν σκεφτείς ότι, πέρα από καλοί μουσικοί, είναι και οι δύο καταπληκτικά παιδιά. Νιώθουμε ήδη όλοι φίλοι και περνάμε πολύ καλά και σαν παρέα.
Προέρχεστε από μια σκηνή που έβγαλε ονόματα όπως οι Rotting Christ και οι Septicflesh. Ποιες διαφορές βρίσκεις τώρα σε σχέση με το τότε; Είναι καλύτερα τα πράγματα;
Και πέρα από τα δύο μεγαθήρια της ελληνικής μουσικής ευρύτερα θα έλεγα –δίχως υπερβολή– που ανέφερες, η εν λόγω σκηνή έβγαλε και πάρα πολλά άλλα πολύ σημαντικά ονόματα. Οι διαφορές ανάγονται σε διαφορές ...κόσμων! Τότε δεν υπήρχαν ούτε καν κινητά και η επαφή της σκηνής γινόταν «πρωτόγονα»: μόνο άμεσα (συναντήσεις σε στέκια του χώρου, π.χ. στο δισκάδικο Rock City), αλλά και χειροπιαστά (κανονική αλληλογραφία). Αν μας περιέγραφες το 1990 τι είναι το ίντερνετ και πώς λειτουργεί, μάλλον θα σου λέγαμε ότι έχεις ταλέντο στην επιστημονική φαντασία!
Τα πράγματα, μουσικά μιλώντας, δεν είναι ούτε καλύτερα, ούτε χειρότερα. Είναι απλώς τελείως διαφορετικά, με τα θετικά τους και τα αρνητικά τους. Τότε ψάχναμε να δούμε «πώς γίνεται όλο αυτό», γιατί δεν υπήρχε άμεσα η πληροφορία, άρα και η γνώση. Μόνο ό,τι «υποψιαζόμασταν». Αυτό ήταν μεν εξαντλητικό, χρονοβόρο και ψυχοφθόρο να το κατακτήσεις, αλλά οδήγησε τελικά μια ολόκληρη γενιά συγκροτημάτων –συνειδητά ή ασυνείδητα– να διαμορφώσει τη δική της ταυτότητα και να κάνει την extreme metal σκηνή των 1990s τη μοναδική στην Ελλάδα, σε όλες τις εκφάνσεις του rock, που πραγματικά γέννησε δικό της ήχο, αναγκάζοντας και κόσμο στο εξωτερικό να την επικαλείται.
Από την άλλη, η σημερινή διευκόλυνση της τεχνολογίας, μπορεί και σίγουρα κάνει πιο εύκολα τα πράγματα στο πρακτικό μουσικό κομμάτι και στην επικοινωνία. Σου κάνει όμως και δύσκολη τη ζωή στο να αποκτήσεις μια προσωπικότητα και να ξεχωρίσεις, με τόση πληροφορία να σε βομβαρδίζει. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, όμως, έτσι κι αλλιώς...
Στα χρόνια που μεσολάβησαν παρέμεινε άσβεστο ένα ζωηρό ενδιαφέρον των fans για τη μπάντα. Πώς το εισπράξατε αυτό το ενδιαφέρον και πώς το εξηγείς εσύ;
Είναι γεγονός ότι, όταν ακόμα και εμείς οι ίδιοι «ξεχνούσαμε» τους Selefice, πάντα εμφανίζονταν αρκετοί φίλοι της μπάντας για να μας τους θυμίζουν. Φυσικά, και για να μην τρελαθούμε κιόλας, εννοώ σε καθαρά underground επίπεδο. Εισπράτταμε ένα φοβερό «μετά θάνατον» feedback, το οποίο μπορώ να πω ότι είναι αυξημένο κιόλας τα τελευταία χρόνια! Αυτοί οι φίλοι αποτελούνται από μανιακούς συλλέκτες του underground έως και πιο νέα παιδιά, που ψάχνουν παλιά «διαμάντια» της σκηνής. Έτσι απέκτησε το Where Is The Heaven ένα cult στάτους και ανακάλυψα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι και το CD και το βινύλιο της πρώτης έκδοσης πωλούνταν πολύ ακριβά στο ίντερνετ!
Πολλοί από εκείνους συχνά-πυκνά μας προέτρεπαν να ξαναστήσουμε τη φάση και η αλήθεια είναι ότι αυτό έπαιξε τον ρόλο του. Και ενώ το συγκεκριμένο άλμπουμ τεχνικά δεν το λες και άρτιο, αφού έχει κάποια λαθάκια στην παραγωγή και «κουνηματάκια» (λογικά βέβαια για ένα άπειρο συγκρότημα το οποίο ηχογραφούσε αναλογικά και με μικρό budget), φαίνεται πως πολλοί, έστω και αργότερα, εκτίμησαν την αυθεντικότητά μας, την προσωπικότητα που είχαμε, αλλά –θέλω να πιστεύω– και το από καρδιάς songwriting.
Όλα αυτά τα χρόνια ξέρω ότι εσύ έμεινες ενεργός μουσικά, κυκλοφορώντας και ένα άλμπουμ ως τραγουδοποιός...
Ναι, πράγματι. Και πέρα από το άλμπουμ που ανέφερες, έχω κάνει κι ένα EP με τους indie/pop Soho6, έχω συνεργαστεί σαν κιθαρίστας με πολλά σχήματα και μουσικούς σε ετερόκλητα είδη (Άκρον Άωτον με μέλη των Selefice, Simon Bloom, Μάρκο Δεληβοριά κ.ά.). Παράλληλα δε με τους Selefice παίζω και με τους doom/psychedelic rockers Widow Pit.
Οι υπόλοιποι κράτησαν επαφή με τη μουσική;
Και ο Μίλτος ήταν λίγο-πολύ ενεργός όλα αυτά τα χρόνια, με διάφορα projects (π.χ. Red Mist, Άκρον Άωτον), όπως και τα νέα παιδιά στη μπάντα. Οι Selefice, όμως, ήταν πάντα μια πιο ιδιαίτερη ιστορία για εμάς... Γι’ αυτό και κατά καιρούς συζητούσαμε το ενδεχόμενο της επαναφοράς, ειδικά τα τελευταία χρόνια πιο έντονα, όπως προανέφερα.
Πώς ήταν αλήθεια τα πράγματα στις πρώτες πρόβες; Ήταν εύκολο να βρείτε ξανά τη χημεία σας;
Το πρώτο που σκέφτομαι αυτήν την εποχή, ειδικά όταν τελειώνει μια πρόβα, είναι πόσο παράξενο πράγμα είναι ο χρόνος... Το έτος 2000, ένιωθα τους Selefice ως κάτι ήδη μακρινό. Το 2018 σχεδόν νιώθω λες και δεν σταμάτησα ποτέ! Στις πρώτες σπιτικές πρόβες ήταν λίγο περίεργα, στην προσπάθεια να επαναφέρουμε κυρίως το feeling. Αλλά σύντομα λυθήκαμε. Είναι κάπως σαν να βρίσκεται στο DNA μας αυτό το συγκρότημα… Η δε πρώτη πρόβα στο στούντιο ήταν πολύ φορτισμένη και συγκινητική. Τελικά βρήκαμε ανέλπιστα γρήγορα τα πατήματά μας και σε αυτό οφείλω να πω ότι βοήθησαν πολύ και τα δύο νέα παιδιά του συγκροτήματος, που αγκάλιασαν με την ίδια θέρμη με εμάς την προσπάθεια. Και πάνω απ' όλα είχαμε την τύχη να ταιριάξουν τα χνώτα μας και μουσικά και σαν άνθρωποι.
Ετοιμάζεστε λοιπόν για ένα live παρέα με τους Perseptik, στο Crow Club. Τι έχετε σκοπό να παίξετε εκείνο το βράδυ;
Ναι, το Σάββατο 28 Απριλίου θα πραγματοποιήσουμε την πρώτη ζωντανή εμφάνιση της επιστροφής μας, στο Crow Club. Θα παίξουμε τα περισσότερα κομμάτια από το Where Is The Heaven και από το demo μας, ακυκλοφόρητο, αλλά και ολόφρεσκο υλικό. Αν μη τι άλλο υποσχόμαστε μια ψυχωμένη εμφάνιση! Το live γίνεται από κοινού με τους Perseptik, μια πολύ αξιόλογη νέα μπάντα σε atmospheric/gothic/dark metal ύφος, η οποία θα παρουσιάσει τον ήδη έτοιμο πρώτο της δίσκο.
Ανέφερες ήδη το νέο υλικό, για το οποίο γίνεται λόγος και στο δελτίο τύπου της συναυλίας. Έχεις να μας αποκαλύψεις πράγματα σχετικά με αυτό, σε ό,τι αφορά τη μουσική κατεύθυνση και τον ορίζοντα κυκλοφορίας;
Έχουμε την τύχη να έχουμε τον Μίλτο σε δαιμονιώδη φόρμα και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν ήδη 3-4 καινούρια κομμάτια που έχουν δουλευτεί από το σημερινό line-up, ενώ νέες ιδέες σκάνε συνεχώς από όλους. Το μέχρι στιγμής υλικό θα έλεγα ότι χαρακτηρίζεται από ορμή, επιθετικότητα, επική διάθεση και πολύ σκοτάδι. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, σε τέτοιες εποχές... Σε κάθε περίπτωση ηχεί 100% Selefice και δηλώνουμε ενθουσιασμένοι με το μέχρι τώρα αποτέλεσμα. Για ορίζοντα κυκλοφορίας, είναι νωρίς να μιλήσουμε.
Τι άλλο υπάρχει για τη μπάντα σε επίπεδο σχεδιασμού για το προσεχές διάστημα;
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο να ανακοινώσουμε. Είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις για επόμενα live και υπάρχουν και σκέψεις για κάποιες ηχογραφήσεις. Υπάρχει ενεργή σελίδα στο Facebook και οτιδήποτε καινούριο υπάρξει θα δημοσιοποιηθεί πρώτα εκεί. Το σίγουρο είναι ότι δεν ξεπαγώσαμε τη μπάντα με διάθεση νοσταλγίας και για να παίξουμε ένα-δύο live με τα παλιά κομμάτια και να γυρίσουμε σπίτι μας. Επιστρέψαμε με σκοπό να πάμε τη φάση όσο πιο μακριά μπορούμε και εννοείται πως υπάρχουν και όνειρα και σχέδια αλλά και (πάνω απ' όλα) πολλή όρεξη από όλους μας. Είχαμε αφήσει κάτι τη στιγμή ακριβώς που γεννιόταν και έχει υπάρξει από πολλούς η συζήτηση «what if» με τους Selefice, αν δεν σταματούσαν τότε. Η ζωή όμως δεν μετριέται με τα «what if», παρά μόνο με τα «what now».
Σας ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη!
{youtube}R7GUjkO0BBI{/youtube}