Πώς σας φαίνεται λοιπόν που πατήσατε τα 40;
Μια ζωή είναι, ε; Τώρα μού φαίνονται όλα απολύτως φυσιολογικά. Αν μου έκανες αυτήν την ερώτηση πριν από 40 χρόνια, δεν θα το πίστευα. Δεν σκεφτόμουν τόσο μακριά, για αρχή. Η απόδειξη για το πόσο δεν σκεφτόμουν τόσο μακριά είναι το συμβόλαιο που είχαμε υπογράψει το 1978 με την ΕΜΙ για το Φλου, στο οποίο υπήρχε όρος ότι, 25 χρόνια μετά τη λήξη του, εμείς δεν παίρνουμε φράγκο. Η αντίδρασή μου ήταν «Ποιος νοιάζεται τι θα γίνει μετά από 25 χρόνια;». Βέβαια αυτά τα συμβόλαια έχουν λήξει σήμερα και όλοι οι όροι τους έχουν καταργηθεί ως καταχρηστικοί και παράνομοι, αλλά τότε ούτε που μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την ισχύ τους.
Μπορείτε να θυμηθείτε τι φιλοδοξίες είχατε τότε;
Πώς να ξέραμε τι θα γίνει τότε; Εγώ μουσική ήθελα να παίξω. Και τώρα το ίδιο θέλω. Τα εφηβικά όνειρα είναι πάνω-κάτω κοινά σε όλους. Δεν πιστεύω οτι αποτελούσα εξαίρεση. Η αλήθεια είναι όμως ότι τα όνειρα αυτά διαλύθηκαν γρήγορα μέσα από τις συνθήκες της αντικειμενικής πραγματικότητας. Κι όλα έγιναν πολύ γρήγορα, γιατί, με το που ξεκινήσαμε, μπήκαμε αμέσως στον «ντορβά» που λένε.
Άρα, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι τόσα χρόνια, έχοντας συνθέσει και επιτελέσει τόσα μουσικά κομμάτια μέχρι σήμερα, ζείτε μέσα στο εφηβικό σας όνειρο…
Κατά βάση μόνο μουσική παίζω στη ζωή μου, πράγματι. Έχω ασχοληθεί και με άλλα πράγματα, κυρίως όμως με τη μουσική· πολλή μουσική, πολλά χιλιόμετρα, πολλοί άνθρωποι, πολλά μέρη.
Πόσα εμπόδια και πόσες θυσίες έχει καταγράψει το κοντέρ σας για να είναι η Σπυριδούλα αυτός ο ζωντανός οργανισμός που βλέπουμε και ακούμε σήμερα;
Δεν θεωρώ οτι έχω θυσιάσει κάτι. Τουλάχιστον ποτέ δεν αισθάνθηκα έτσι. Το απολαμβάνω πολύ αυτό που κάνω. Τις αντιξοότητες δεν θα τις συζητήσω γιατί, ό,τι και να κάνεις, θα τις συναντήσεις.
Έχοντας 40 χρόνια στην πλάτη σας, τι πιστεύετε ότι συμβαίνει με τους όλο και περισσότερους καλλιτέχνες ή συγκροτήματα που εξαφανίζονται, σχεδόν όπως εμφανίζονται, εν μια νυκτί;
Αυτό αφορά τους όρους της βιομηχανίας και όχι τη μουσική. Η μουσική είναι έξω από κάτι τέτοιο και συνεχίζει να συμβαίνει, αν και δεν ακούμε πολλά για εκείνη. Ευτυχώς οι μουσικοί δεν θα εξαφανιστούν ποτέ, γιατί οι άνθρωποι χρειάζονται τη μουσική. Και για κάθε 100 νέα παιδιά που τα παρατάνε, 1 είναι αυτό που θα συνεχίσει και θα κάνει τη διαφορά. Αλλά πάντα έτσι ήταν. Το γνωρίζω και από την εμπειρία μου ως εκπαιδευτικός, που έβλεπα νέους να ξεκινούν με ορμή και ενθουσιασμό και μετά από 20 χρόνια τα παρατούσαν. Είμαι βέβαιος πια ότι δεν υπάρχει περίπτωση να έχει κανείς σοβαρά αποτελέσματα σε λιγότερο από μια 5ετία έως 10ετία, με οποιαδήποτε μουσική κι αν ασχοληθεί.
Διαβάζουμε σε κείμενο του Θοδωρή Σαραντή, παραγωγού του Φλου, ότι, όταν κυκλοφόρησε (1979), πούλησε μόνο 2.000 αντίτυπα, ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει το 1.000.000, αποτελώντας δίσκο αναφοράς για την ελληνική ροκ σκηνή...
Ναι, δεν έκανε το «μεγάλο μπαμ», εάν εννοείς αυτό. Πήγαινε πολύ σταθερά όμως. Το γεγονός ότι σήμερα έχει πουλήσει τόσα πολλά αντίτυπα οφείλεται στον θάνατο του Παύλου Σιδηρόπουλου –και λυπάμαι πάρα πολύ που συμβαίνει αυτό.
Δεν πιστεύετε ότι το άξιζε –και το αξίζει;
Το τι πιστεύω δεν έχει καμία σημασία απολύτως. Το τι έγινε, δεν μπορούμε να το παραβλέπουμε. Εγώ θεωρώ ότι το Φλου πήρε δικαίως τη θέση που έχει στη δισκογραφία, γιατί είναι ένας πάρα πολύ καλός δίσκος. Ίσως είναι η καλύτερη στιγμή τόσο του Παύλου, όσο και της Σπυριδούλας. Ο μύθος όμως που δημιουργήθηκε γύρω από τον Παύλο, λόγω του θανάτου του, παραμένει μια άλλη ιστορία. Το αν αξίζει ή δεν αξίζει, δεν έχει καμία σημασία. Και πιστεύω επίσης ότι, εάν ήταν εν ζωή, το άλμπουμ δεν θα είχε αυτήν την αίγλη και την καθολική αποδοχή. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν θα το μάθουμε ποτέ αυτό.
Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα όσον αφορά το Φλου, με τα Νάυλον Ντέφια Και Ψόφια Κέφια (1982), τι έγινε;
Έγινε ένας ωραίος δίσκος. Παρόλα αυτά, με τα Νάυλον Ντέφια Και Ψόφια Κέφια έχει γίνει το εξής τραγικόν: να υπάρχει κόσμος –όχι πολύς, ελπίζω– που πιστεύει ότι τραγουδάει ο Παύλος. Ω ναι, και μου το λένε εμένα, που τραγουδάω το ομώνυμο κομμάτι!
Έχει έρθει μάλιστα στη γνώση μου ότι εμφανίζεται η Σωτηρία Λεονάρδου πριν αρκετά χρόνια, γύρω στο 2000, σε ένα μαγαζί στην Κωνσταντινουπόλεως και λέει στο κοινό ότι θα παίξει ένα κομμάτι του Παύλου. Και παίζει το "Νάυλον Ντέφια Και Ψόφια Κέφια"! Και της λέει ο ντράμερ, ο Τάκης ο Μακρής, ο οποίος έχει παίξει και με τη Σπυριδούλα, «όχι, αυτό το τραγούδι δεν είναι του Παύλου». Σα να μην ειπώθηκε ποτέ. Ήταν παρούσα και η μακαρίτισσα η Μελίνα η Καρακώστα όταν έγινε το περιστατικό. Με πήρε τηλέφωνο 3 η ώρα το βράδυ και μου λέει «Νίκο, κάποιος παίζει το κομμάτι σου εδώ και λέει ότι είναι του Σιδηρόπουλου». Τώρα γελάω. Και τότε γέλασα, όμως –δεν πτοούμαι εύκολα.
Μένοντας λίγο ακόμα σε εκείνη την εποχή, ποια είναι η θέση σας απέναντι στον διάλογο που έχει αναπτυχθεί για την ύπαρξη, ή μη, «ελληνικής ροκ σκηνής»; Υπήρχε ποτέ; Υπάρχει σήμερα;
Πάντα υπήρχε ελληνική ροκ σκηνή. Και πριν τη Σπυριδούλα υπήρχε. Έτσι ξεκινήσαμε και εμείς να ασχολούμαστε με αυτό το ιδίωμα, όχι μόνο από τις αμερικανικές επιρροές μας, το rock 'n' roll δηλαδή. Εγώ ήξερα ποιος είναι και τι έχει κάνει ο Παύλος Σιδηρόπουλος πολύ πριν τον γνωρίσω, όταν μάθαινα να παίζω. Είχα ακούσει μάλιστα όλες τις ελληνικές μπάντες της εποχής εκείνης. Τους Εξαδάκτυλος λ.χ., τους Πελόμα Μποκιού… Οι Πελόμα παίζανε στο Hobby, στην πλατεία Αμερικής, εδώ πιο πάνω. Τον Δημήτρη Πουλικάκο τον είχα δει με τον Εξαδάκτυλο στο Ξυλόκαστρο –ήμουν τότε εκεί για διακοπές, το 1972. Ήμουν 15 χρονών τότε. Τους ήξερα σαν ανθρώπους. Μετά άρχισα να τους γνωρίζω και σαν μουσικούς, ως μουσικός κι εγώ πια.
Τώρα υπάρχει αυτό που υπάρχει. Αυτό που βλέπουμε όλοι μας.
Υπάρχει ωστόσο μια έντονη συζήτηση γύρω από αυτό. Για παράδειγμα, θέτονται ζητήματα που αφορούν την έλλειψη κοινότητας, την αμφισβήτηση της ροκ κουλτούρας, τις άδειες μουσικές σκηνές…
Έχω δει πολλά πράγματα όσο ζω. Δεν έχει μόνο μειονεκτήματα η μεγάλη ηλικία! Έχω δει τις Τρύπες να παίζουν στο Ρόδον, μπροστά σε 200 άτομα.
Άρα, μήπως χρειάζεται χρόνος;
Μουσική χρειάζεται. Και η μουσική χρειάζεται μουσική.
Και για την ευρεία απήχηση και αναγνώριση τι χρειάζεται;
Αυτό είναι άλλο παιχνίδι. Εκεί πάμε στις επιχειρήσεις.
Θα λέγατε δηλαδή ότι είναι όλα θέμα μάρκετινγκ και συγκυριών;
Ακόμα και οι συγκυρίες μέσα στις επιχειρήσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο, μιλώντας με όρους αγοράς. Η συγκυρία παίζει μεγάλο ρόλο, φυσικά. Έχει σημασία αυτό που λέει ο Tony Wilson: να είσαι την κατάλληλη στιγμή στην κόψη του κύματος. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Αλλιώς, δεν θα σε δει ποτέ κανείς.
Εσείς βρεθήκατε στην κόψη;
Για μια εποχή ναι, εντελώς.
Πού ηχογραφούσατε;
Το Νάυλον Ντέφια Και Ψόφια Κέφια ηχογραφήθηκε στο στούντιο του Δράκου, στη Φιλοθέη. Ένα μικρό στούντιο, αρκετά καλό για την εποχή του. Το Φλου είναι γραμμένο στη Ριζούπολη, στα στούντιο της ΕΜΙ, τα οποία είναι εξαιρετικά –είναι αντίγραφο του Abbey Road. Μετά ήρθαμε και κατασκηνώσαμε εδώ στις περιοχές μας, στο Polisound, το οποίο δεν υπάρχει πια. Ήταν ένα παλιό στούντιο, πρέπει να είχε χτιστεί γύρω στη δεκαετία του 1960, από έναν ηχολήπτη, τον Γιάννη Σμυρναίο. Όταν γκρεμίστηκε, ήταν το τέλος μιας εποχής. Ήταν από τα καλά στούντιο της Αθήνας. Τώρα που ζούμε στην ψηφιακή εποχή, όλα έχουν συρρικνωθεί. Ο καθένας γράφει στο σπίτι του ό,τι θέλει, με πολύ χαμηλούς οικονομικούς όρους.
Και από άποψη ποιότητας, πώς διαμορφώνονται οι όροι;
Δεν συγκρίνεται, δεν το συζητάμε. Οπωσδήποτε οι τεχνικές προδιαγραφές είναι καθοριστικός παράγοντας, αλλά το σύνολο της παραγωγής είναι αυτό που κάνει την τεράστια διαφορά. Όταν για παράδειγμα το κάνεις σπίτι σου, έχει σημασία ποιος είσαι και με ποιους το κάνεις. Ούτως ή άλλως, όλα αυτά έχουν ήδη αλλάξει από τη δεκαετία του 1990. Τέρμα πια οι παραγωγές στις οποίες κάθεσαι ώρες στο στούντιο. Βγαίνουν άλμπουμ σε μία βδομάδα. Και, πραγματικά, δεν χρειάζεται παραπάνω.
Επιδρά στην εμπειρία των μουσικών αυτή η ταχύτητα με την οποία γίνονται πλέον τα πράγματα; Φαντάζομαι έχετε πολλά να θυμάστε από τις μέρες στο στούντιο...
Στο Φλου είχαμε κάνει κατασκήνωση στο στούντιο. Περνούσαμε πάρα πολλές ώρες εκεί και, κατά την ΕΜΙ, καθυστερούσαμε. Ήρθε και ο Σαραντής τότε να μας βάλει χέρι, ότι βγήκαμε εκτός προϋπολογισμού. Είχαν υπολογίσει ότι ο δίσκος θα βγει σε 50 με 60 ώρες και είχαμε ξεπεράσει τις 170 όταν ήρθε ο Θοδωρής. Αυτός ο χρόνος, όμως, έχει αποτυπωθεί εν τέλει στο Φλου. Δεν ήταν άχρηστος. Γιατί στις επόμενες δουλειές και των δυο μας, και στο Νάυλον Ντέφια Και Ψόφια Κέφια και στο Εν Λευκώ του Παύλου με τους Απροσάρμοστους –που είναι και οι δύο εξαιρετικοί δίσκοι– ακούγονται αυτοί οι χρόνοι. Στο δικό μου αυτί ακούγονται, τουλάχιστον. Όχι μόνο επειδή ξέρω, αλλά επειδή ακούω πια κανονικά τη μουσική και όχι σαν νεαρό παιδί.
Θα μπορούσατε να μου πείτε λίγα λόγια για κάθε έναν από τους καλεσμένους σας στα 40ά γενέθλια της Σπυριδούλας στο Gagarin, περιγράφοντας το γιατί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα βρίσκονται εκεί σε μια τόσο ιδιαίτερη για εσάς βραδιά;
Όλοι θα βρίσκονται εκεί για να περάσουμε όμορφα. Αυτό είναι το σχέδιο. Φαντάζομαι καλείς τους δικούς σου ανθρώπους σπίτι σου όταν θες να γιορτάσεις κάτι εξαιρετικό. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν λοιπόν ένα σημαντικό μέρος στο τι είναι η Σπυριδούλα σήμερα.
Τι να πω για τον Μήτσο τον Πουλικάκο, ας πούμε; Είναι φίλος και συνεργάτης. Παίζουμε μαζί μουσική από το 1979. Για τον Γιάννη Αγγελάκα; Προσωπικά έχω μια έμμονη ιδέα με τον στίχο, παρότι είμαι μουσικός, έχω ιδιαίτερη ανάγκη τον στίχο. Και ο Γιάννης παίζει αυτό το κεφάλαιο στα δάχτυλα του ενός χεριού· είναι από τους ανθρώπους που, όταν διαβάζω στίχους τους, νιώθω ωραία. Με τους The Last Drive έχουμε πολλές κοινές καταβολές –είναι η Δυτική Ακτή που μας συνδέει. Ο Δημήτρης Πολύτιμος; Ο grand master! Είναι ακριβώς αυτό που θέλω να κάνω: μια ζωή στη μουσική μέσα, όσο δεν πάει άλλο. Και είναι και εξαιρετικός πιανίστας, φυσικά.
Και ο Χαΐνης είναι χαΐνης, όπως ακριβώς το λέει. Φίλτατος και εξαίρετος επιστήμων. Ως επιστήμων κι εγώ, γοητεύομαι όταν βλέπω το πνεύμα να υπάρχει διάχυτο. Ο Νίκος Ζιώγαλας, τώρα, ήταν μέλος της Σπυριδούλας: ήταν ο τραγουδιστής μετά τον Παύλο, για έναν χρόνο. Το δυστύχημα είναι οτι δεν ηχογραφήσαμε τότε. Δεν προλάβαμε, δεν είχαμε έτοιμο υλικό. Την ίδια εποχή, το φθινόπωρο του 1979, ήμουν εγώ βοηθητικός και ο Πάνος Κατσιμίχας φυσαρμόνικα και φωνητικά επίσης. Ο Νίκος ήταν φίλος με τους Χάρη & Πάνο, και έτσι συναντηθήκαμε. Ο Πάνος ήταν φαντάρος τότε και ερχόταν στο Tiffany’s, στην υπόγα όπου προβάραμε τότε, κι έπαιζε κι αυτός μαζί μας φυσαρμόνικα. Είχαμε κάνει μαζί του τη μοναδική συμφωνία που κάναμε ποτέ: του είχαμε επιβάλει, κυριολεκτικά, όποτε έχει έξοδο, να έρχεται να παίζει και να πληρώνεται κανονικά.
Εκτός από το να παίζουμε μουσική με όλους αυτούς, που είναι ένας διάλογος, αναπτύσσουμε και έναν διάλογο με τις λέξεις. Τον διάλογο αυτόν δεν τον έχω περί πολλού γενικά, γιατί οι άνθρωποι είναι ψεύτες. Αλλά, όταν πετυχαίνεις την περίπτωση, είναι μεγάλη απόλαυση.
Βρήκα τις προάλλες και κάτι αρχαιολογίες, κάτι φωτογραφίες που παίζουμε στο Θέατρο Γκλόρια, και είναι πάνω στη σκηνή ο Μήτσος, ο οποίος μου κάνει φωνητικά στους Stones, ο Παυλάκης που παίζει κρουστά, ο Ζιώγαλας, ο Τζιμόπουλος, ο Μαστρόκαλος, και τζαμάρουμε όλοι μαζί. Τέτοια συνέβαιναν συνέχεια, όλη την ώρα.
Ο Παύλος τότε είχε ήδη άλλο συγκρότημα, την Εταιρεία Καλλιτεχνών, αλλά εννοείται ότι, όταν έπαιζε ο ένας, και δεν έπαιζαν οι άλλοι, ήμασταν όλοι εκεί. Κάποια εποχή παίζαμε μάλιστα όλα αυτά τα γκρουπ στην ίδια σκηνή, στην Αρχιτεκτονική, στην αρχή της Πανεπιστημίου. Καμία σχέση με τις Αρχιτεκτονικές που ξέρουμε σήμερα. Ήταν μια ντίσκο που την είχε χτίσει ο Κιτσίκης, ένα πολύ ωραίο, μεγάλο και ντιζαΐνάτο μαγαζί. Δεν υπάρχουν τέτοια σήμερα. Εκεί, από τον Γενάρη του 1980 μέχρι τη λήξη της σεζόν, παίζαμε και οι Σπυριδούλα και η Εταιρεία Καλλιτεχνών. Περνάγανε τότε από εκεί διάφορα φρούτα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Τζιμάκος ο Πανούσης με τις Μουσικές Ταξιαρχίες. Εκεί έκαναν τις πρώτες τους εμφανίσεις. Δεν είχε γίνει ακόμη το επεισόδιο της Καρδίτσας, που τους έκανε φίρμα.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα και είναι σα να μη συμβαίνει τίποτα, είναι ο κατακερματισμός. Όπως συμβαίνει στην κοινωνία, συμβαίνει και στις μουσικές σκηνές.
Εσείς πάτε πλέον σε συναυλίες;
Μόνο σε πράγματα που αγαπάω πολύ, πλέον. Βέβαια πηγαίνω, αλίμονο, μουσικός είμαι. Θα πω πάλι την ιστορία που έχω βαρεθεί να επαναλαμβάνω, αλλά θα τη λέω μέχρι να πεθάνω. Ο Μπαχ, όταν ήταν ήδη ο μεγαλύτερος συνθέτης της Ευρώπης, περπάτησε 60 χιλιόμετρα πήγαινε και άλλα τόσα έλα, για να ακούσει έναν οργανίστα της εποχής. Κάτι λέει αυτό. Ξεκαβαλάτε παιδιά, δεν έγινε και τίποτα σοβαρό! Ό,τι και να έχει κάνει, ο οποιοσδήποτε. Η μουσική δεν σταματάει ποτέ και δεν κατακτάται.
Σε παλαιότερη συνέντευξή σας με τον Βασίλη, είχατε επισημάνει ότι σήμερα έχουμε μπερδέψει τι είναι ροκ και τι όχι. Τι είναι ροκ τελικά;
Τι σημαίνει πια «ροκ»; Πιθανόν κάποτε να σήμαινε πολλά. Σήμερα, όμως, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη μουσική έγινε αυτή η ασέλγεια πάνω στο ροκ από τις δισκογραφικές στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τότε κυκλοφόρησαν ό,τι είχαν στα αζήτητα και τα πασάρανε με νέο περιτύλιγμα ως «το ελληνικό ροκ». Δεν θα πω ονόματα, έχω βαρεθεί να γίνομαι κακός. Ξέρουν αυτοί ποιοι είναι. Και δυστυχώς αυτή η ασέλγεια πήρε στον λαιμό της πάρα πολλά πράγματα στη συνέχεια. Πράγματα τα οποία θα είχαν πολύ καλύτερη τύχη –επί αισθητικού μιλάω κυρίως, δεν με ενδιαφέρουν τα τιράζ τους– εάν δεν είχαν παρουσιαστεί ποτέ σαν ροκ. Έτσι έχουμε φτάσει σήμερα να λέμε ότι υπάρχει στυλ «έντεχνο ροκ». Ωιμέ!
Από το Φλου μέχρι Το Βλέμμα Των Ανθρώπων (2006) ο ήχος σας άλλαξε: χαμήλωσαν οι φωνές, ωρίμασαν οι κιθάρες και τα κρουστά. Πώς φαίνεται σε εσάς σήμερα αυτή η αλλαγή; Τι άλλαξε ουσιαστικά για τη Σπυριδούλα;
Άλλαξαν πάρα πολλά πράγματα στην ιστορία, εάν την πάρουμε από την αρχή. Σε εμένα τουλάχιστον, και τι δεν έχει αλλάξει... Έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα και δεν μπορώ να σταματήσω να τα εφαρμόζω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ.
Θεωρώ το Βλέμμα Των Ανθρώπων μία από τις πιο καλές στιγμές της Σπυριδούλας. Τον συμπάθησα αυτόν τον δίσκο. Όλους τους συμπαθώ βέβαια, απλώς παίζει μεγάλο ρόλο ότι ξέρω πώς έγιναν. Για παράδειγμα, θεωρώ αδικημένο το Σε Τροχιά Με Απόκλιση του 1997. Από εμάς, κυρίως.
Γράψατε το "Νάυλον Ντέφια Και Ψόφια Κέφια" πριν από 35 χρόνια. Πώς σας φαίνεται που η ρεμπετομανία, την οποία τόσο σαρκάζετε στο συγκεκριμένο κομμάτι, καλά κρατεί ακόμα;
Δεν θα σταματήσει ποτέ αυτό το πράγμα. Όταν υπάρχει τέλμα στη σημερινή πραγματικότητα, θα πάμε πίσω στις ρίζες. Το βλέπω να γίνεται εδώ και δεκαετίες. Δε θα σταματήσει. Και δεν είναι κακό να γίνεται. Το θέμα είναι να γίνεται για τους σωστούς λόγους και με τον σωστό τρόπο. Δεν είναι μόδα, είναι μουσική. Σήμερα που μιλάμε, εγώ που έχω γράψει αυτό το κομμάτι, παίζω κομμάτια του Μάρκου Βαμβακάρη. Τα παίζω όμως όπως εγώ ξέρω να τα παίζω. Δεν είναι ρεμπέτικο, αλλά είναι τα κομμάτια του Μάρκου, όπως και να το κάνουμε.
Είμαι Ελεύθερος (1994): πώς ηχεί μετά από 23 χρόνια στα αυτιά σας; Αισθάνεστε ελεύθερος;
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο του κόσμου όπου ζω, ναι, πάρα πολύ. Μόνο ο εαυτός μου με εμποδίζει. Και μάλλον καλύτερα να σε εμποδίζει ο εαυτός σου, παρά οι άλλοι. Διαβάζω που γράφουν οι νεότεροι ότι έχουμε χούντα. Δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάνε. Άγνοια κινδύνου λέγεται αυτό. Όσο αυταρχισμό και αυθαιρεσία κι αν έχουμε δει από το 1974 και μετά, δεν έχει καμία σχέση. Άλλο να αυθαιρετούν οι μπάτσοι, όπως κάνουν καθημερινά, και άλλο να βλέπεις το τανκ στη γωνία της Πατησίων να μπαίνει στο Πολυτεχνείο, γιατί η αστυνομία δεν επαρκεί. Ήμουν 16 χρονών τότε. Μέχρι μια ώρα, νωρίς, ήμουν στους δρόμους. Μετά μαζεύτηκα, γιατί φοβήθηκα όταν το πράγμα αγρίεψε. Ήμουν παιδί. Ο Βασίλης ήταν μέσα. Είμαι σίγουρος ότι κι αυτός φοβήθηκε. Όπως και κάθε άνθρωπος που ήταν εκεί. Γιατί ο φόβος είναι βασικό συστατικό ακραίων καταστάσεων. Κι εκείνες ήταν ακραίες καταστάσεις.
Εσείς και ο Βασίλης είστε ο μόνος σταθερός παράγοντας εδώ και 40 χρόνια στη Σπυριδούλα. Τι σας κράτησε κοντά;
Το ότι είμαστε αδέρφια, και μάλιστα αδέρφια τα οποία παίζουν μουσική. Δεν θέλει και πολύ.
Έχετε παραδεχτεί στο παρελθόν ότι ένα ζωτικό κομμάτι της Σπυριδούλας είναι το live. Έχοντας κάνει δεκάδες εμφανίσεις αυτά τα 40 χρόνια, πότε κρίνετε πως κάποιο είναι πραγματικά επιτυχημένο;
Το live είναι ζωτικό κομμάτι για τη μουσική γενικότερα. Ωραίοι οι δίσκοι, ωραία πράγματα συμβαίνουν στο στούντιο, αλλά το live είναι όλη η ιστορία. Αυτό πίστευα στα 20, αυτό πιστεύω με ακόμη μεγαλύτερη πεποίθηση σήμερα. Ένα live είναι καλό όταν οι μουσικοί είναι καλοί και υπάρχει μια κατάσταση μέσα στον χώρο και την ώρα που συμβαίνει. Το πριν και το μετά δεν μας ενδιαφέρει. Σίγουρα έχει σημασία να υπάρχει μια κατάσταση και στις πρόβες, οι οποίες γίνονται ακριβώς για να αυξήσουμε τις πιθανότητες να μεταφερθεί αυτή η κατάσταση και στη σκηνή. Πρέπει να είμαστε όλοι εκεί όμως στο ραντεβού που έχουμε δώσει. Και το κοινό. Γιατί κοινωνούμε, περί αυτού πρόκειται. Η μουσική είναι το όχημα.
Ανυπομονείτε επομένως για τη μεγάλη βραδιά στο Gagarin;
Δεν ανυπομονώ ποτέ για τίποτα. Μου αρέσει να είμαι στη ώρα μου, γιατί στη μουσική είναι απαραίτητη προϋπόθεση να είσαι στην ώρα σου, με ακρίβεια εκατοστού του δευτερολέπτου. Γιατί, εάν αφαιρέσεις αυτόν τον παράγοντα, την ακρίβεια, οι ήχοι είναι οι ίδιοι με τον θόρυβο που ακούγεται από το δρόμο. Εκείνο που διαχωρίζει τη μουσική είναι ότι οι ήχοι είναι συντεταγμένοι σε πάρα πολύ αυστηρό timeline, πιο αυστηρό κι από του κινηματογράφου. Μπορεί να ακούγεται φασιστικό, αλλά, εάν θέλουμε να είναι καλή η μουσική, πρέπει να υπάρχει αυστηρότητα. Είναι πολύ απαιτητική η εφαρμογή της μουσικής. Γι’ αυτό και ζητάει τόσα πολλά από όποιον θέλει να ασχοληθεί μαζί της –βασικά τα πάντα. Είναι χειρουργείο χωρίς αίματα. Θέλει τη λεπτομέρεια του χειρουργείου, ίσως και μεγαλύτερη, εάν κρίνω από τα βλέμματα των χειρουργών όταν παίζω.
Τι θα (πρωτο)παίξετε;
Θα παίξουμε κομμάτια από όλους τους δίσκους. Όχι όλα βέβαια, γιατί έχουμε και πολύ κόσμο που φιλοξενούμε. Προς το παρόν όμως έχω βαλθεί να πειράξω τα κομμάτια των καλεσμένων μου. Εάν προκύψει αξιόλογο υλικό από το Gagarin, ίσως να βγει κάποιο DVD, διαφορετικά μόνο βινύλιο.
Για CD ούτε λόγος;
Το CD δεν έχει κανένα νόημα πια. Σκέψου ότι είναι κάτι που διανέμεται με τις εφημερίδες. Θα το έκανα παρόλα αυτά, γιατί έχω ανάγκη τα χρήματα. Έχω ένα παιδί που σπουδάζει στο Ρέθυμνο και ευτυχώς βγήκε έξυπνο και δεν μασάει ιδεολογίες. Έτσι γίνεται με τη βιομηχανοποίηση της μουσικής –ή της διασκέδασης μάλλον. Στην Ελλάδα, το κυρίαρχο μοντέλο διασκέδασης, η πίστα, δεν παράγει μουσική. Αυτό είναι κάτι άλλο, δεν είναι μουσική. Και εδώ που τα λέμε, δεν χρειάζεται μουσική σε εκείνο που θέλουν να κάνουν. Εάν ήθελαν, θα την είχαν.
Κι εμείς οι νέοι, που θέλουμε να δούμε όλο αυτό το πράγμα να αλλάζει, τι θα κάνουμε;
Ξεσηκωθείτε. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος, από όσα έχω δει στις μέρες μου. Όχι ότι είδαμε κι εμείς καμιά φοβερή προκοπή, αλλά, εν πάση περιπτώσει, ζεσταθήκαμε λίγο. Αυτό που πέτυχε η ψηφιακή εποχή, ο απόλυτος κατακερματισμός της κοινωνίας και η απόλυτη απομόνωση των νεανικών κοινοτήτων –οι μόνες εξ ορισμού «επικίνδυνες», γιατί θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα– είναι ολοκληρωτική νίκη του καπιταλισμού. Από τη μία συγκεντρώνεται τόση πολλή δύναμη σε περιορισμένο χρόνο, από την άλλη μπορεί να καθηλώσει όλον τον κόσμο σε μικρόκοσμους, σε ό,τι θέλει ο καθένας. Η εξουσία μαθαίνει. Εμείς είμαστε ανεπίδεκτοι.
{youtube}W-VIpTBPoPQ{/youtube}