Άγγελος Κλειτσίκας

Μερικές ερωτήσεις στο πλαίσιο του post-punk άρθρου για το τεύχος-αφιέρωμα του Sonik στα ελληνικά 1980s, κατέληξαν σε μία εκτεταμένη συζήτηση με τον Γιώργο Κούκιο, τον ιθύνων νου πίσω από το σχήμα των Morel, ένα από τα πιο ξεχωριστά που ανέδειξε η ιστορία του τόπου μας. Με μόλις δύο, μα σπουδαίους δίσκους, κατάφεραν να επηρεάσουν με τον δικό τους, αθόρυβο, τρόπο τον ρου της εγχώριας δημιουργικής πραγματικότητας. Στη συζήτηση που ακολουθεί, μπορείτε να διαβάσετε τις πυκνές σκέψεις του «Κουξ», για το τι σήμαινε να φτιάχνεις μουσική στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980, τα πολυποίκιλα ερεθίσματά του, τη σημασία της γλώσσας, τη μουσική ως ζωοποιό δύναμη και τη νεότητα ως μία αέναη ανάγκη...

Πώς ήταν το να φτιάχνετε μουσική και να βγάζετε δίσκους την εποχή εκείνη; Τι θυμάστε πιο έντονα από τα χρόνια των 1970s και των 1980s;

Έγραφα κι έπαιζα από τις αρχές σχεδόν της δεκαετίας του 1970. Οι δεκαετίες 1960, 1970 και 1980 είχαν μεν τεχνικές και οικονομικές δυσκολίες –να αγοράσεις λ.χ μια αξιοπρεπή ηλεκτρική κιθάρα– αλλά ήταν τόσο δυναμικό το ρεύμα, τόσο ευρηματική και ποιοτική η μουσική που παιζόταν, ώστε σε παρέσερνε σε μια δίνη μαγείας. Όλα γυρνούσαν γύρω από τη μουσική κι εκφράζονταν μέσα από αυτήν. Το να μπει όμως κανείς στο στούντιο και να γράψει δίσκο, αποτελούσε σχεδόν άπιαστο όνειρο, αν και η ελληνική δισκογραφία άνθιζε (στην κυριολεξία).

Μιλώ για τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζε ένας νέος καλλιτέχνης ή μια μπάντα που δεν «άνηκε» στον λαϊκό χώρο. Για μένα βέβαια ήταν πολύ περίεργο κάτι τέτοιο, διότι παράλληλα με την ηλεκτρική μουσική (ροκ, τζαζ, μπαλάντες, μπλουζ) έπαιζα πάντα ρεμπέτικα και αυτό που μέχρι και τώρα θεωρώ ως εμπνευσμένο λαϊκό και «έντεχνο» ή «κοσμικό» ελληνικό τραγούδι. Αλλά πολύ δύσκολα ο ένας μουσικός χώρος ανεχόταν τότε τον άλλο. Με γέφυρα τον Ξυδάκη, τον Παπάζογλου, τον Ρασούλη, τον Σαββόπουλο φυσικά, τη Σπυριδούλα και τον Σιδηρόπουλο, την Κωχ, τον Γερμανό, όσο και τον Πλέσσα ή τον Χατζιδάκι λίγο πριν, έγινε σιγά-σιγά πιο κατανοητό πως υπήρχε θέση και στην ελληνική δισκογραφία για νέες ιδέες, για νέα ακούσματα.

Οι δισκογραφικές εταιρείες είχαν πάντως πολύ μεγάλη δυσκαμψία στο να επιχειρήσουν avant-garde παραγωγές. Χτύπησα την πόρτα πολλών, πολύ πριν τους Morel –κι άκουγα τα καλύτερα λόγια. Μα όλες οι υποσχέσεις έμεναν εκεί, σε μια στοίβα κασέτες κι άλλων καλλιτεχνών, που περίμεναν σαν κι εμένα μια ευκαιρία. Μια διέξοδο σ' ό,τι ο Σαββόπουλος είχε χαρακτηρίσει «εκ γενετής αιμορραγία» κι ο Ρασούλης «νταλκά βαρύ».

95cMorel_2.jpg

Ποια ήταν δηλαδή τα δικά σας μουσικά ερεθίσματα;

Αμέτρητα και πολυποίκιλα ακούσματα, από παιδί. Σε μια προσφυγική διαδρομή οικογενειακή ανά τη Μεσόγειο, από την Αφρική στη Δυτική Ευρώπη κι ως εδώ, στην Αθήνα, μα και στην ελληνική επαρχία, την οποία λατρεύω. Θα σημειώσω τα κυριότερα: Bach, Beethoven, Mozart, Callas, Segovia, Richter, Brassens, Brel, Hardy, Macias, Barbara, Piaf, Moustaki, Trenet, Ray Charles, Presley, Chuck Berry, Platters, Ventures, Beatles, Stones, Dylan, Bowie, Pink Floyd, Genesis, Jethro Tull, Hendrix, Cream, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Σπανός, Πλέσσας, Λοΐζος, Μούτσης, Ζαμπέτας, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Χατζηχρήστος, Μπάτης, Παπαϊωάννου, Σαββόπουλος, Κωχ, Poll, Socrates, Λερναία Ύδρα, Σπυριδούλα, Πουλικάκος, Σίμων Καρράς, Παπασιδέρης, Καμπαφλής, Δόμνα Σαμίου, βυζαντινή και γρηγοριανή μουσική, έργα για τσέλο, κιθάρα, πιάνο, Coltrane, Davis, Parker, Billy Holliday, Nina Simone, Bill Evans, πολύ-πολύ blues, bossa nova, R&B, αλλά και τοπικές μουσικές όπως flamenco, fados, σικελιάνικα, βρετανική κι αμερικάνικη folk, μεσογειακά από 'δω κι από 'κεί…

Κι ύστερα μια νέα έκρηξη: Joy Division, Cure, Smiths, Depeche Mode, Stranglers, Patti Smith, Clash… Στις διαδρομές πολλών εξ ημών που ψάχναμε, γράφαμε, διασκεδάζαμε, προβληματιζόμασταν, παρεμβαίναμε, όλα τα παραπάνω (κι άλλα πολλά), σε διαφορετικές ίσως δόσεις και με άλλες προσμίξεις, συνυπήρχαν. Μιλώ για τις Μουσικές Ταξιαρχίες, τους αδερφούς Σπυρόπουλους, τον Σιδηρόπουλο, τις Τρύπες, τον Πορτοκάλογλου, τον Δημητριάδη, τον Μαχαιρίτσα, τη Λευκή Συμφωνία, τους Last Drive, Εν Πλω, Noise Production, Watercolors, τους Κλέωνα Αντωνίου, Σπύρο Χατζηνικολάου, Γιώργο Ανδρέου, Γιώργο Μακρή, τον Μιχάλη Βερναρδάκη, τα Ξύλινα Σπαθιά κ.ά. Η μουσική λειτουργεί σαν πολύτιμο υγρό σε συγκοινωνούντα δοχεία: τις ανθρώπινες ψυχές. Από κάθε μία απορρέει με διαφορετικό τρόπο.

Νιώθατε πως ανήκατε σε κάποια σκηνή; Τι βρίσκετε να έχει αλλάξει σε σχέση με το σήμερα;

Λειτουργούσαν πολλοί παράλληλοι κόσμοι, ταυτόχρονα. Κάποιοι όμως επικοινωνούσαν μεταξύ τους και συνδετικός κρίκος ήταν συνήθως οι οργανοπαίχτες και ερμηνευτές που έπαιζαν σχεδόν τα πάντα –λιγότερο δηλαδή οι συνθέτες, οι οποίοι λίγο ως πολύ ήταν ταγμένοι. Επειδή έπαιζα κι εγώ εδώ κι εκεί (στη γύρα, στα πάρκα, στα πανηγύρια, στις παρεμβάσεις, στις νεολαίες, στα πάρτυ και βέβαια στην παρέα), δεν αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να ανήκω κάπου. Ποιο είναι άλλωστε το κομμάτι ενός μαγικού κόσμου, ενός περιβολιού με μύρια καλούδια που θα ήθελες να απαρνηθείς; Εγώ, κανένα. Ήθελα να τα γευτώ όλα. Κι αυτό έκανα. Ωστόσο, οι εταιρείες, όπως και πολλοί καλλιτέχνες, θέλανε σχεδόν πάντα να ανήκουν κάπου. Για μένα όμως ήταν πολύ δύσκολο αυτό κι όπως είπα ανεξήγητο: δεν το δέχτηκα ποτέ.

95cMorel_3.jpg

Το 1983/84, για παράδειγμα, είχα φτιάξει με τον Βαγγέλη Κορακάκη το «Μακάμι», στην Καισαριανή, το οποίο έμεινε στην ιστορία της αναγέννησης του ρεμπέτικου. Έπαιζα κάθε βράδυ εκεί. Παίξανε επίσης πολλοί μαζί μας, ο Γκολές για παράδειγμα. Στο ρεπό, έπαιζα τζαζ και μπλουζ με τον Σπύρο Χατζηνικολάου στο +1 Τζαζ και βέβαια δικά μας τραγούδια, με την Οκτάνα, που είχαμε δημιουργήσει ως εργαστήρι με τον Χατζηνικολάου και τον Βαγγέλη Πέππα. Με έδρα τα Εξάρχεια (πάντα) όπου έγραφα και γράφω. Στη διάρκεια επίσης της ημέρας, έγραφα άλλα, πολλά εκ των οποίων αποτέλεσαν τελικά τη ραχοκοκαλιά των Morel. Είχα διαφορετικές, ισότιμες ανάγκες καθημερινά. Το βιολί αυτό συνεχίζεται ως τώρα.. Με τους Morel, ήθελα εναρμόνιση ακουστικής και ηλεκτρικής μουσικής με ελληνικό στίχο, κόντρα στα περισσότερα σχήματα, τα οποία παίζανε ροκ με αγγλικό στίχο –τα ελληνικά σύμφωνα ίσως τους έπεφταν μπανάλ.

Σήμερα έχουν αλλάξει πολλά βέβαια, είναι μάλλον παράξενο να ακούσεις στίχο άλλον απ' τον ελληνικό. Θέλει όμως δουλειά. Απ' όλους και διαρκώς. Οι παραγωγές αστράφτουν, μα η ουσία είναι συχνά φτηνή. Τα θέματα χιλιοπαιγμένα, χωρίς συνέπεια. Μια καλή εισαγωγή δεν διορθώνει το σύνολο του κομματιού ως αποτέλεσμα. Στιχουργικά η αοριστία και το «εγώ» έχουν καλύψει σχεδόν τα πάντα, ως ραδιενέργεια. Σπάνια ακούς δηλαδή λέξεις που σου σφίγγουν την καρδιά. Αντίθετα, τα παιδιά μου με ενημερώνουν για μπάντες και καλλιτέχνες που παίζουν εξαιρετικά πράγματα. Μα φαίνεται πως η δισκογραφία δεν έχει πια γοητεία ή και νόημα για να τα αναδείξουν. Τα πάντα κινούνται στο σύμπαν του διαδικτύου. Όμως εκεί, δεν είναι πως δεν μοιράζεσαι, είναι που δεν συν-ακροάζεσαι. Ισχύει το «καθένας μόνος του»… Κι είναι άχαρη αυτή η μοναχική αγάπη, κι αδιέξοδη.

Η μουσική σας προσέγγιση ήταν πρωτοποριακή για τα εγχώρια δεδομένα. Τι σας οδήγησε στον ελληνικό στίχο και σε μία τόσο καλλιτεχνική αποτύπωση των συνθετικών σας ιδεών;

Στη μουσική μου, υπάρχει ηθελημένα μια κρυπτογράφηση, η οποία παραπέμπει σε πολλά. Κάποια άλλα πράγματα βγήκαν βέβαια τυχαία ή υποσυνείδητα. Η ηλεκτρική μουσική προσφέρεται για να απλώσεις χρώματα με τα πινέλα σου. Υπήρχε επίσης πάντα ο χώρος για να «μιλήσουν» οι μουσικοί με τα δικά τους όργανα, για τη δική τους εμπειρία. Εξαιρετικοί μουσικοί: Μ. Βερναρδάκης, Γ. Ανδρέου, Ν. Σιδηροκαστρίτης, Β. Κοντόπουλος, Β. Πέππας, Σπ. Χατζηνικολάου, Φ. Μυλωνάς, Χρ. Χατζηστάμου, Σ. Γανιάρης. Μουσικοί που, πέρα από συνθέτες, πρωτοπόροι στην ποιότητα του ήχου και βιρτουόζοι, έχουν συνδιαμορφώσει (με άλλους εξαιρετικούς) τις καλύτερες εργασίες των τελευταίων 30 χρόνων στην ελληνική δισκογραφία. Το μεράκι του καθενός σε μια κατάθεση ψυχής, έχει μεγάλο νόημα. Αυτό παλεύαμε να κάνουμε και τότε με τους Morel, όντας μια συντροφιά 10 περίπου ανθρώπων.

95cMorel_4.jpg

Όσο για τον στίχο; Δεν καταλαβαίνω πώς θα προσεγγίσεις ένα θέμα –οποιοδήποτε θέμα– σε μια γλώσσα που δεν κατέχεις, δεν ορίζεις. Μπορείς ίσως να χρησιμοποιήσεις ξένες λέξεις ως παιχνίδι κι ως ηχητικό εφέ. Κι αυτό βέβαια όχι συνέχεια, διότι γίνεται μανιέρα. Και η μανιέρα είναι η κόλαση της τέχνης: η διαρκής επανάληψη κάθεται ως σκουριά στον δημιουργό. Τον καταντά υπάλληλο. Είναι τη σκουριά που πάλευε να διώξει από πάνω του ο Σεφέρης όταν επιτέλους απομονωνόταν για να γράψει, να σκεφτεί, να αναλογιστεί. Σε ένα μουσικό μου έργο –το 3ο των Morel, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ– επιχειρώ μια τέτοια πολύγλωσση προσέγγιση. Ο τίτλος του άλλωστε είναι Πολύγλωττον. Με την ίδια έννοια που χρησιμοποιεί κανείς μια πλειάδα μουσικών οργάνων και παραδόσεων συνθέτοντας κάτι διαφορετικό, χρησιμοποίησα γαλλικά, αγγλικά, γιαπωνέζικα, κινέζικα κλπ. και τα ελληνικά φυσικά. Αλλά αυτό είναι, επαναλαμβάνω, ένα πείραμα. Όχι ο κανόνας.

Έτσι, στην περίπτωσή μου, χρησιμοποιώ στα τραγούδια μου τη γλώσσα που διδάχθηκα κι ελπίζω πως καλλιέργησα, όσο είναι δυνατόν. Προσθέτω εδώ πως γράφω επίσης ποίηση, από παιδί. Η ποίηση, ο στίχος, προέχουν σχεδόν πάντα. Όπως υπάρχουν μελωδίες κι έργα μουσικά, τα οποία δεν επιδέχονται λόγια. Όσο καλά κι αν είναι. Η μουσική έχει κι αυτή δικαίωμα στον δικό της, απόλυτο συλλαβογράφο. Ρώτησες πριν για τις επιρροές στη μουσική. Αν ρώταγες για τις επιρροές στη λογοτεχνία, θα θέλαμε πολλές σελίδες…

Πώς οδηγηθήκατε τελικά να κυκλοφορήσετε τους δίσκους σας στην Ano Kato Records;

Την Ano Kato μου την πρότεινε ο Βαγγέλης Γερμανός, καθώς ηχογραφούσαμε τον δίσκο του Χατζηνικολάου. Είχα απηυδήσει με τις καταθέσεις στις εταιρείες εδώ. Μου λέει λοιπόν κάποια στιγμή ο Βαγγέλης, «υπάρχει ο Τσακαλίδης, στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχει μεγάλες οικονομικές δυνατότητες, μα αν του αρέσεις, θα δεχθεί». Και συνέχισε κουνώντας το κεφάλι του προβληματισμένος «με αυτά που γράφεις Γιώργο, είσαι ένας καταραμένος ποιητής! Ποιος θες εδώ να συμμεριστεί τον λόγο σου;».

Κι άναψαν λαμπάκια μέσα μου! Διότι τον πρώτο που σκέφτηκα, ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ναι, θα πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, θα τον συναντούσα, να μου πει τη γνώμη του. Κι η γνώμη του ήταν σαφής: «Αγαπητέ μου, να μετρήσεις τους φίλους και τους ανθρώπους γύρω σου. Κι αφού το κάνεις, να σκεφτείς, πόσοι είναι; Τόσα αντίτυπα θέλω, κι άλλα τόσα ίσως, και δημοσίευσέ τα! Και ναι, να πας στον Τσακαλίδη. Θα του αρέσεις...». Και πήγα. Ονειρεμένες πορείες στη Θεσσαλονίκη, με μια τσάντα γεμάτη χαρτιά, προσχέδια, κασέτες. Τα άκουγε ο Γιώργος και δεν έβγαζε μιλιά. Και δώσαμε τα χέρια. Την ώρα που κοβόταν το πρώτο κομμάτι βινυλίου, η μήτρα, γυρνάει ο Τσάκαλος και μου λέει «Κουξ, μόλις πέρασες στην ιστορία!».

Αυτό ήταν πάντα το ζητούμενο για έναν νέο καλλιτέχνη. Να χαραχτεί με λίγες λέξεις έστω, με λίγες νότες, στο αχανές σύμπαν της δημιουργίας… Πετούσα!

95cMorel_5.jpg

Πιστεύετε πως η αξία της παρακαταθήκης των Morel στην εγχώρια μουσική ιστορία, έχει αποτιμηθεί σωστά;

Οι Morel επηρέαζαν με άλλον τρόπο διάφορους καλλιτέχνες από 'κει και μετά, σαν ήρεμο, βαθύ ποτάμι: στον στίχο, στη γενική εικόνα, στην παρουσίαση της δουλειάς τους. Μόνο καλά λόγια έχω ακούσει, από πολλούς και σημαντικούς, όσο και από απλούς και καθημερινούς ανθρώπους. Και νιώθω ευγνώμων γι' αυτό. Επίσης, είναι μεγάλη αναγνώριση να μαθαίνεις πως τα Βουβά Τοπία (1988) διδάχθηκαν στη Βοστώνη, στο Πανεπιστήμιο, ως σύγχρονο δείγμα εναλλακτικής μουσικής. Επιπλέον, είναι σίγουρα τιμή και το να εκπροσωπείς τη χώρα σου παμψηφεί στη μεσογειακή Μπιενάλε. Λίγοι ίσως τα γνωρίζουν, αλλά έγιναν αυτά –και νιώθαμε όλοι υπέροχα τότε.

Και τώρα, όμως, βοηθάνε στο να νιώθω κάπως καλύτερα, μέσα στον ζόφο που ζούμε όλοι.  Κάθε τόσο επικοινωνούν μαζί μου διάφοροι, νέοι ή μεγάλοι, Έλληνες ή ξένοι και μου εκφράζουν συναισθήματα φιλίας, αγάπης, θαυμασμού. Άγνωστοι μεταξύ τους και μεταξύ μας. Κυλάει σιγά-σιγά το ποτάμι, ακόμα αντέχει. Όπως προχωρά μια ποιητική συλλογή. Ήρεμα και στοχευμένα. Αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Να τρέξει ως δρομέας μακρινών αποστάσεων. Τρέχει λοιπόν, ήδη 30 χρόνια…

Ποια είναι τέλος η γνώμη σας για την αναβίωση της δεκαετίας του 1980 που διανύει το μουσικό τοπίο σήμερα; Θεωρείτε ότι είναι νοσταλγία για μία εποχή που πολλοί δεν έχουν ζήσει ή κάτι διαφορετικό;

Συνυπάρχουν η νοσταλγία, η δημιουργία και το ανεκπλήρωτο. Κάθε εποχή έχει τα δικά της ευρήματα, τα δικά της όνειρα και τις ελπίδες. Όλα συμπλέουν με τις αντιξοότητες, τα χάσματα, τη φρίκη, την απελπισία. Την αγάπη και την απώλεια. Είναι η ζωή αυτή. Θέλετε να τη χωρίσουμε σε δεκαετίες; Έστω! Συμβαίνουν  καμπές στον ιστορικό χρόνο, όπου και οι πιο ετερόκλητες εποχές τέμνονται, αναμειγνύονται· και προκύπτει ίσως κάτι που συνδυάζει πολύ περισσότερα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς. Έρχονται πλάι σε μια καταχνιά όσων λειτουργούν σαν πεπερασμένα «στα χέρια των παιδιών». Είναι καλό, όταν ανακαλυφθεί στο παρατημένο λατομείο φλέβα, να επιχειρήσουν νεώτεροι να την αποκαλύψουν, να τη χρησιμοποιήσουν. Και –γιατί όχι;– να κτίσουν μαζί της καλύτερα πράγματα, φρέσκα, δυναμικά.

Η νεότητα είναι μια διαρκής ανάγκη, η οποία δεν νοιάζεται για το πού και πότε θα ευδοκιμήσει. Παγκόσμια κληρονομιά δεν είναι η τέχνη; Αν όχι, τότε «είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες».

{youtube}9uNhiR8Gxbg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured