Ας ξεκινήσουμε από αυτήν την λίγο «παλαβή» ιδέα της Νισύρου. Όταν την πρωτοάκουσες, τι σκέφτηκες;
Έμαθα για την ιδέα μέσω φίλων, πριν μου προτείνει ο Κωνσταντίνος Δαγριτζίκος να συμμετάσχω. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν «θέλω κι εγώ!» Μετά από 2 εβδομάδες, ο Κωνσταντίνος μου έστειλε ένα e-mail με την πρόταση και δέχτηκα αμέσως. Η Νίσυρος είναι ένα μέρος που λατρεύω ούτως ή άλλως και γενικώς μου αρέσουν τα πράγματα τα οποία με βγάζουν εκτός των ορίων μου.
Αυτό παραείναι ακραίο, όμως...
Ναι, και δεν είναι σίγουρο το τι ακριβώς θα καταφέρουμε, γιατί οι συνθήκες θα είναι περίεργες. Αυτό είναι το ωραίο όμως, αφού δεν ξέρουμε πώς θα λειτουργήσει το σώμα, ποιες είναι οι αντοχές του –θα το ανακαλύψουμε στην πράξη.
Θα είστε 15 μουσικοί εκεί. Υπάρχουν κάποιοι ανάμεσά τους, με τους οποίους έχεις ξαναπαίξει;
Με τον Κωσταντή Μιχαήλ παίζουμε μαζί στο ακουστικό σχήμα των Lost Bodies, ενώ έχω παίξει επίσης με τον ουτίστα Ταξιάρχη Γεωργούλη. Αντίθετα, δεν έχω παίξει με τους υπόλοιπους, αλλά τους περισσότερους τους γνωρίζω τόσο προσωπικά, όσο και μουσικά. Είμαστε άλλωστε από πολλούς και διαφορετικούς χώρους κι αυτό είναι και το ενδιαφέρον του εγχειρήματος. Θα δούμε εκεί, στην πράξη, τι μπορούμε να κάνουμε μαζί. Άλλωστε, όλοι μας ψάχνουμε και άλλα πράγματα μέσω της τέχνης μας.
Δεν είστε εγκλωβισμένοι σε μια ταυτότητα, δηλαδή...
Ακριβώς. Όχι ότι είναι κακό να είσαι αφοσιωμένος σε κάτι συγκεκριμένο. Ίσως μάλιστα το κεντράρισμα να είναι πιο σημαντικό, αφού σου επιτρέπει να συγκεντρώνεσαι και να κάνεις σπουδαία πράγματα πάνω σε αυτό το ένα. Αλλά η ματαιοδοξία καμιά φορά δεν σε αφήνει και τα θέλεις όλα! (γέλια)
Εσείς φαντάζομαι θα πάτε εκεί χωρίς να έχετε από πριν κάποια ιδέα περί του τι θα παίξετε. Αναρωτιέμαι, πάντως, πόσο εύκολο είναι να προσέλθει κανείς σε κάτι τέτοιο όντας τελείως ανυποψίαστος, χωρίς να έχει σκεφτεί από πριν το οτιδήποτε...
Το μόνο που έχω κάνει είναι να ακούσω όλα αυτά τα παραδείγματα που έχει στείλει ο κάθε συμμετέχων και είναι χαρακτηριστικά της μουσικής του πορείας. Έτσι πήρα μια ιδέα. Στον αυτοσχεδιασμό υπάρχει πάντα το θέμα της χημείας: μπορεί να ταιριάξεις με κάποιον παικτικά, μπορεί και όχι. Παίζει ρόλο επίσης το πώς σκέφτεσαι. Αν πας θετικά διακείμενος, θα το κάνεις να λειτουργήσει. Για να συμμετάσχεις σε κάτι τέτοιο, πρέπει πρώτα απ' όλα να το θέλεις πολύ. Και απ' όσο ξέρω, τόσο μέσω του Κωνσταντίνου, όσο και από τις δύο συναντήσεις που έχουμε κάνει με όλη την ομάδα, είμαστε όλοι κατενθουσιασμένοι.
Άλλες συναυλιακές εξορμήσεις γι’ αυτό το καλοκαίρι, υπάρχουν;
Συμμετείχα για 2η χρονιά φέτος ως καθηγήτρια στις «Μουσικές Αυλές» στις Ράχες Ικαρίας, καθώς και στις συναυλίες που γίνονται στα πλαίσια των σεμιναρίων. Με το ντουέτο επίσης που έχουμε με τη Márta Sebestyén πήγαμε στα σύνορα Ουγγαρίας, Αυστρίας και Σλοβενίας, κι έπειτα στη Γαλλία, στο φεστιβάλ Παλιάς Μουσικής «Les Rencontres Internationales du Thoronet», με το Asia Minor Trio, που αποτελείται από τους Βαγγέλη Καρίπη, Στρατή Ψαραδέλλη και εμένα, ενώ καλεσμένη μας στο τραγούδι ήταν η Κάτια Παπαδοπούλου. Πλέον, στον ορίζοντα βρίσκεται μόνο η Νίσυρος.
Ζεις τον τελευταίο χρόνο στην Ουγγαρία. Πώς έκανες αυτήν την επιλογή;
Πάντα πίστευα ότι θα είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα έφευγε από την Ελλάδα. Αλλά η κατάσταση τα τελευταία χρόνια έφτασε να είναι τόσο οριακή, που αποφασίσαμε με τον σύντροφό μου ότι πραγματικά δεν θα θέλαμε να φτάσουμε στα 50 και να ψάχνουμε να βρούμε τότε ποιος μας αδίκησε. Γιατί ο μόνος που σε αδικεί, εν τέλει, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Έτσι, ενώ λατρεύεις αυτόν τον τόπο και ξέρεις ότι είναι ένα από τα πιο ωραία μέρη στον κόσμο, στο τέλος λες ότι «ευχαριστώ άλλα αρκετό ξύλο έφαγα, δεν θα πάρω άλλο». Αποφασίσαμε λοιπόν να δοκιμάσουμε έξω και βλέπουμε…
Η Ουγγαρία, βέβαια, ήταν στις υψηλές θέσεις της προτίμησής μας, τόσο γιατί είχαμε ήδη συνεργασίες και φίλους εκεί, όσο και γιατί βρήκε δουλειά ο Σωτήρης. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ ότι βρήκαμε τον παράδεισο επί γης, αλλά πραγματικά η όποια αλλαγή από μόνη της είναι κάτι το αναζωογονητικό. Αυτό που με στενοχώρησε όταν έφυγα είναι ότι σταμάτησα τα μαθήματα, διότι είχα δεθεί πολύ με τους μαθητές μου. Τελικά όμως μπορεί να ήταν και για καλό, γιατί κάποιες φορές πρέπει να την σταματάς και να επαναπροσδιορίζεσαι. Και για εσένα και για εκείνους. Με έναν τρόπο, επομένως, είχε έρθει η ώρα για να γίνουν αυτές οι αλλαγές. Όλα έγιναν την κατάλληλη στιγμή.
Η Βουδαπέστη τι έχει να προσφέρει σε έναν καλλιτέχνη;
Ο πολιτισμός βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο, οι Ούγγροι δίνουν πολύ μεγάλη βάση σε αυτόν τον τομέα. Μπορείς να δεις τα πάντα, να έχεις πολύ ευκολότερη πρόσβαση σε όλα τα είδη και τις τάσεις της τέχνης. Έχουν άλλωστε παράδοση στην κλασική, στη σύγχρονη μουσική, στην τζαζ, και φυσικά στη φολκ, ενώ έχουν και τρομερές σκηνές, τρομερούς μουσικούς. Μόνο για το θέατρο δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αφού λόγω της γλώσσας δεν μπορώ να το παρακολουθήσω. Αλλά και εκεί βλέπω μεγάλη δραστηριότητα.
Και από άποψη ποιότητας ζωής;
Είναι μια πόλη ήσυχη, σε σχέση τουλάχιστον με την Αθήνα. Περπατάς στον δρόμο με ηρεμία. Επίσης, οι άνθρωποι δεν έχουν να υποστούν την ψυχολογική βία των τηλεοπτικών δελτίων που έχουμε υποστεί εμείς στην Ελλάδα.
Ας πάμε λίγο πίσω: έχεις καταγωγή από την ωραία Βυτίνα. Εκεί μεγάλωσες;
Όχι. Γεννήθηκα στην Αθήνα και κατόπιν οι γονείς μου πήραν μετάθεση στην Καλαμάτα. Εκεί έζησα μέχρι τα 17 μου χρόνια. Στη συνέχεια, με την αδερφή μου, που τότε ήταν 15, ήρθαμε στην Αθήνα και τελειώσαμε το σχολείο, στο Μουσικό Λύκειο της Παλλήνης...
Εκείνα τα χρόνια στην επαρχία υπήρχαν διέξοδοι για ένα παιδί που ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική;
Στην Καλαμάτα ήταν πολύ καλά τα πράγματα. Υπήρχε το Δημοτικό Ωδείο της πόλης, που ήταν πραγματικά σπουδαίο. Διευθυντής ήταν ο Γιώργος Κουρουπός και καθηγητές ο Μάνος Αβαράκης, η Νέλλη Σεμιτέκολο, ο Σάββας Ζάννας και άλλα μεγάλα ονόματα. Η πρώτη μου δασκάλα στο πιάνο ήταν η Ελένη Ζαχαράκη, στην οποία χρωστάω πάρα πολλά. Υπήρχε επίσης το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού, σχολές εικαστικών και πολλές ερασιτεχνικές θεατρικές πρωτοβουλίες. Υπήρχαν, δηλαδή, διέξοδοι.
Εσύ επέλεξες να σπουδάσεις το κανονάκι. Πρέπει να ήταν δύσκολο τότε να μάθει κανείς το συγκεκριμένο όργανο...
Σήμερα υπάρχουν πολλοί δάσκαλοι, αλλά όταν ξεκίνησα υπήρχαν πολύ λίγοι, 2-3 μόνο, που προσωπικά γνώριζα. Με το που ξεκίνησα, ήξερα ότι, αν θέλω να το κάνω σωστά –σε μια εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε η ευρεία χρήση του ίντερνετ– έπρεπε να πάω στην «πηγή», στην Κωνσταντινούπολη. Κι αυτό έκανα. Εκείνα τα χρόνια μαθαίναμε από κασέτες, από ό,τι βρίσκαμε μέσω άλλων. Εμένα βέβαια με βοήθησε το ότι ήδη ήξερα μουσική. Το κανονάκι το αγάπησα με την πρώτη, με το που το άκουσα για πρώτη φορά από τον Αντώνη Απέργη, σε έναν δίσκο με τη Γιώτα Βέη. Έπειτα, έψαχνα τα ονόματα στους δίσκους και αναζητούσα όσα είχαν κάνει: ουσιαστικά συμπλήρωνα σιγά-σιγά ένα παζλ. Σήμερα είναι πιο εύκολη η αναζήτηση της πληροφορίας, αλλά είναι και πιο εύκολο να χάσεις τον δρόμο μέσα στο χάος. Το να ψάξεις και να βρεις κάτι, και όχι να το πάρεις έτοιμο, σου δίνει μια άλλη ικανοποίηση.
Εσύ, ως δασκάλα με τη σειρά σου, ποια φιλοσοφία ακολουθείς; Υπάρχει αλήθεια ενδιαφέρον από τα σημερινά παιδιά για το συγκεκριμένο όργανο;
Θέλω να πιστεύω ότι είμαι σε κατάσταση διαρκούς μαθητείας και θα ήθελα αυτό να μην αλλάξει ποτέ. Ιδίως από την τριβή και την επαφή με τους μαθητές, δεν μπορείς να φανταστείς πόσα πράγματα μαθαίνεις και πόσα δικά σου κενά αποκαλύπτονται. Όσο για το ενδιαφέρον, νομίζω ότι πια και το κανονάκι και τα υπόλοιπα παραδοσιακά όργανα είναι πολύ γνωστά. Επίσης, νομίζω πως έχει φύγει η ενοχή της Μεταπολίτευσης γι’ αυτή τη μουσική και η παράδοση έχει επανακτήσει τη θέση που της αξίζει. Θυμάμαι, όταν τότε, μικρή, είπα στη γιαγιά μου ότι θέλω να μάθω κανονάκι, η αντίδρασή της ήταν «τι θα γίνεις, δηλαδή, Γύφτος;» Κι εγώ της απαντούσα «αν πρέπει, θα γίνω» (γέλια)
Ήσουν αποφασισμένη. Οι γονείς σου σε στήριζαν τότε;
Οι γονείς μου νομίζω ότι είχαν διαφορετικά σχέδια για εμένα, αλλά πάντα μας βοηθούσαν. Και είχαν φροντίσει να μας δώσουν όλη την πληροφορία, όλες τις εμπειρίες, και όλα τα στοιχεία για να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι άνθρωποι. Οπότε, αν δεν ήθελαν να γίνουμε μουσικοί, κάτι έκαναν λάθος! (γέλια)
Η αδερφή σου είναι εντωμεταξύ κι αυτή μουσικός...
Ναι, και πάρα πολύ καλή μάλιστα. Παίζει σαντούρι, έχοντας κι εκείνη ξεκινήσει με πιάνο. Ζει πλέον στη Γαλλία, έχει σπουδάσει διεύθυνση ορχήστρας και χορωδίας και κάνει και Διδακτορικό πάνω στο ρεμπέτικο. Η Ουρανία έχει, λοιπόν, τόσο την ακαδημαϊκή πλευρά, όσο και την πρακτική.
Έχεις συνεργαστεί με πάρα πολλούς μουσικούς, σε πάρα πολλά διαφορετικά είδη. Αλλά είσαι και συνθέτρια. Γιατί δεν έχεις κάνει ακόμα κάποιον προσωπικό δίσκο;
Ο δίσκος είναι ηχογραφημένος, εδώ και πολύ καιρό. Η αλήθεια είναι ότι τον έχω στείλει σε κάποιες εταιρείες, δεν έχω λάβει απάντηση κι έχω αποφασίσει ότι θα τον βγάλω μόνη μου, έτσι όπως θέλω. Ο τίτλος του θα είναι Σίσυφος και θα περιέχει 7 κομμάτια. Βασίστηκα στον Μύθο του Σίσυφου του Albert Camus, το οποίο για μένα είναι ένα από σημαντικότερα δοκίμια. Ήδη έχω ανεβάσει κάποια βίντεο στο YouTube, με πιο πρόσφατο το "Εν Αρχή Ην...", μια μίξη του "Anarchy In The UK" με το "God Save The Queen" των Sex Pistols, για σόλο κανονάκι. Πρόκειται για ένα βίντεο που γυρίσαμε στη Βουδαπέστη μαζί με τον Κωσταντή Μιχαήλ.
Το υπόλοιπο υλικό είναι δικό σου;
Υπάρχει ακόμα ένα παραδοσιακό μοιρολόι από τη Βόρεια Ήπειρο, το οποία ερμηνεύει η Marta Sebestyen, καθώς και ο "Γκρεμιστής", μια δική μου μελοποίηση σε ποίημα του Κωστή Παλαμά, που είναι και το βασικό κομμάτι της δουλειάς, εκείνο στο οποίο καταλήγει όλη η διαδρομή. Ο δίσκος έχει μία εσωτερική αλληλουχία, το ένα κομμάτι συνεχίζει από εκεί όπου σταμάτησε το προηγούμενο. Ελπίζω να βγει μέσα στον επόμενο χρόνο.
{youtube}PGrLLKxI1mY{/youtube}
Μιας και ανέφερες τον “Γκρεμιστή”, πρόκειται για τραγούδι πολύ επίκαιρο, που μοιάζει να μιλάει για όσα ζήσαμε εδώ στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Έτσι το είδες κι εσύ;
Για μένα το «γκρέμισμα» είναι μια αναγκαία και καθημερινή διαδικασία. Υπάρχει μια ευγενής διάθεση σε όλο αυτό, όσο κι αν ακούγεται παράλογο κάτι τέτοιο. Για να χτίζεις κάτι, πρέπει να ξεκινάς πάντα από την αρχή. Κάθε φορά που διαβάζω το συγκεκριμένο ποίημα, μου αποκαλύπτεται κάτι καινούργιο –είναι σαν λαϊκό ποίημα. Σαν κώδικας. Νιώθω ότι κάθε φορά μπαίνω όλο και πιο «μέσα» στο νόημά του. Σίγουρα έχει αναφορές στο σήμερα. Το «γκρέμισμα» είναι πάντα εκεί και πάντα μέρος της δικής μου ζωής τουλάχιστον, δεν είναι κάτι που γίνεται μία φορά και τελείωσε. Πάντα έχεις να γκρεμίζεις, τόσο στο μέσα σου, όσο και στο γύρω περιβάλλον.
Άρα όσοι πιστεύουν ότι αυτή η κοινωνία μπορεί απλά να διορθωθεί σε σημεία για να γίνει καλύτερη, αυταπατώνται;
Πιστεύω μόνο στους φίλους, στους ανθρώπους που γνωρίζω ότι είναι εκεί πάντα. Βρίσκω την ομορφιά μέσα στις πιο περίεργες καταστάσεις και στα μάτια των πιο παράξενων και δύσκολων τις περισσότερες φορές ανθρώπων. Έχω χάσει κάθε πίστη στο οποιοδήποτε σύστημα. Μάλλον ποτέ δεν είχα πίστη σε αυτό. Δεν μπορείς να μπαίνεις σε μια κατάσταση που γνωρίζεις ότι είναι σάπια και να πιστεύεις ότι θα την αλλάξεις. Τις καλύτερες προθέσεις να έχεις, η σαπίλα θα σε αλλοιώσει. Όλο αυτό έχει πολύ βαθιές ρίζες και δεν μπορεί να αλλάξει μόνο με καλές προθέσεις. Μερικές φορές, κάνεις τη δουλειά σου στο 100% κι επειδή κάποιος άλλος βαριέται να κάνει τη δική του, σε εμποδίζει.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει παντού, από τα πιο καθημερινά ως τα πιο μεγάλα. Οι μέτριοι πάντα σου βάζουν εμπόδια. Δεν νομίζω όμως ότι είναι κακό να δοκιμάζεις την τύχη σου μέσα σε αυτό και γι' αυτό δεν κρίνω εκείνους που το κάνουν. Προσωπικά, πάντως, νομίζω ότι για να αλλάζεις τα πράγματα πρέπει να δρας σε ένα παράλληλο και υπεράνω σύμπαν, σε σχέση με το ήδη υπάρχον. Έτσι, έχω τεράστια πίστη στην αυτοοργάνωση, στα στέκια, στις συμμετοχικές κουζίνες, στην αλληλεγγύη γενικότερα. Από το 2008 λειτουργεί αλλιώς η κατάσταση: οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να συνευρεθούν, να κάνουν πράγματα. Για τους «άλλους» δεν με νοιάζει, έχουν το δικό τους «πρόγραμμα».
Πράγματι. Αυτό είναι αισιόδοξο, αλλά και απαισιόδοξο συνάμα, με την έννοια ότι αυτοί οι δύο κόσμοι δεν φαίνεται να συναντιούνται πουθενά. Οι «πάνω» μπορούν, όμως, να επηρεάσουν τους κάτω, ενώ το αντίστροφο δεν συμβαίνει...
Νομίζω ότι επηρεάζουν και οι «κάτω» τους «πάνω», αλλά σίγουρα οι «πάνω» έχουν τα μέσα να καταστέλλουν άμεσα τους «κάτω». Είναι φαντάζομαι πολύ πιο εύκολο να πατάς κάποιον, από το να σηκώνεις κεφάλι... Θέλω να πιστεύω ότι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει για πάντα. Όσο και να προσπαθείς να τετραγωνίσεις τον κύκλο ή να συμπιέζεις και να περιορίζεις το χάος, κάποια στιγμή θα βρει διέξοδο. Θα σκάσει. Η διαφορά των «πάνω» και των «κάτω» είναι ότι οι πρώτοι είναι πολύ πιο οργανωμένοι. Έχουν καλύτερο οπτικό πεδίο. Οι πλατείες, όμως, απέδειξαν ότι, αν βγεις έξω, υπάρχει ένας άλλος κόσμος εκεί. Η παγίδα είναι να μένεις μέσα και να ακούς τα δελτία ειδήσεων, διότι σε κάνουν να ζεις μέσα στον φόβο και να νομίζεις ότι ήρθε το τέλος.
Ας γυρίσουμε στη μουσική. Εσύ ταξιδεύεις πολύ, λόγω της δουλειάς σου και των συνεργασιών σου. Το απολαμβάνεις αυτό ή είναι αναγκαίο κακό;
Καταρχάς, εγώ νιώθω ότι δεν έχω δουλέψει ποτέ! (γέλια)
Ωραίος τρόπος να το βλέπει κανείς (γέλια)
Τα ταξίδια, αν είσαι μουσικός, είναι ταυτόσημα με αυτό που κάνεις. Απλώς αισθάνομαι τυχερή.
Κάποτε συνεργάστηκες με τον Γιώργο Μαζωνάκη. Πότε ήταν αυτό;
Ήταν κάπου στα 2007-'08, αν θυμάμαι καλά.
Εδώ στην Ελλάδα έχουμε κάποιες προκαταλήψεις, σχετικά με τους «εμπορικούς» καλλιτέχνες. Εσύ πώς το βλέπεις;
Ο συγκεκριμένος χώρος, αν είναι για μικρό διάστημα, σου δίνει πολύ μεγάλη εμπειρία. Θεωρώ ότι πρέπει κανείς να περάσει από όλα τα «μέρη», για να σχηματίσει άποψη και εμπειρία για το τι πραγματικά θέλει να κάνει. Τη συνεργασία μου με τον Γιώργο Μαζωνάκη την είδα καθαρά ως δουλειά, αλλά είχε τρομερό κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, γιατί είδα έναν διαφορετικό κόσμο τον οποίο, χωρίς να έχω πάει εκεί, δεν θα μπορούσα να τον καταλάβω. Επάνω στη «δουλειά» και στη «νύχτα» υπάρχει ένας κώδικας τιμής, ο καθένας έχει τη θέση του. Αν μπορείς να στηρίξεις τη δική σου, αυτό δεν μπορεί μετά να σου το πάρει κανείς. Καλλιτεχνικά, βέβαια, ήταν πολύ μακριά από αυτό που με ενδιαφέρει και δεν νομίζω να το ξαναέκανα.
Από την άλλη όχθη τώρα της εμπορικής τραγουδοποιίας, θεωρώ ότι το «έντεχνο» σαν μουσικό ιδίωμα έχει κλείσει τον κύκλο του. Στον όρο αυτόν υπάρχει η λέξη «τέχνη», αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις μένει μόνο στον ορισμό και όχι στην ουσία. Οπότε, από άποψη επαγγελματικού ήθους και συνέπειας και μόνο, προτιμώ τους «άλλους» –και έχω να πω μόνο τα καλύτερα για τον Γιώργο Μαζωνάκη. Φυσικά όμως και δεν μπορούμε να τα βάζουμε όλα σε ένα τσουβάλι.
Άρα, ήταν μια αρκετά σημαντική εμπειρία για εμένα, παρόλα αυτά οι πραγματικά σημαντικές καλλιτεχνικές συνεργασίες τις οποίες θα έχω να θυμάμαι σε βάθος χρόνου είναι με ανθρώπους όπως οι Γιώργος Τρανταλίδης, John Psathas, Ορέστης Καραμανλής, Lost Bodies, Κάρολος Βουτσινάς, Dominique Vellard, Robyn Schulkowsky, Márta Sebestyén, Kalman Balogh, Ballake Sissoko, Efren Lopez, Niyazin Sayin, Derya Turkan, Ole Mathisen, Σοφία Ευκλείδου, Βασίλης Κετεντζόγλου, Θοδωρής Κοτονιάς, Χάρης Λαμπράκης, Ελένη Χρήστου, Κλεοπάτρα Βάγια και πολλούς άλλους.
Κλείνοντας, έχεις άλλα σχέδια για τη συνέχεια;
Σκεφτόμαστε με τον κιθαρίστα Βασίλη Κετεντζόγλου να μπούμε στο στούντιο τον χειμώνα και να ηχογραφήσουμε τα κομμάτια που παίζουμε ως ντουέτο –κυρίως δικά μας. Έχω και άλλα πολλά πράγματα στο μυαλό μου, θα δούμε όμως πώς και πότε θα υλοποιηθούν.
www.myspace.com/sofialabropoulou
www.facebook.com/labropoulou.sofia
{youtube}mnXMcX0W7rQ{/youtube}