Διαμαντής Διαμαντίδης

Τι κάνει τον Στέλιο Βαμβακάρη να παραμένει ενεργός και δημιουργικός; Τι τον εμπνέει στο σήμερα;

Είναι σαν την καλογερική ή ενός είδους «Ασκητική»: αφοσιώνεσαι σε κάτι και βλέπεις ότι έχεις να πεις πράγματα. Είναι κάτι που δεν σε κουράζει ως διαδικασία, γιατί έτσι κι αλλιώς τα κουβαλάς μέσα σου. Και κάποια στιγμή –πρωί, απόγευμα ή βράδυ– μένεις μόνος και γίνεται η λιτανεία· μπαίνεις σ' έναν δρόμο και αρχίζεις να λες και να παράγεις, γιατί ήδη το 'χεις ξαναπεί ή έχεις ξαναβρεθεί εκεί. Και μετά έρχονται κι άλλα, καλύτερα από τα προηγούμενα. Και κάθε μέρα έχεις άλλη διάθεση, τα φεγγάρια σου τα ζεις διαφορετικά, τα αστέρια σου μιλάνε αλλιώς. Σ' όλα αυτά, βρίσκεις τραγούδια. Πάντα κάποιος θα πει κάτι που θα σ' αρέσει. Η αφοσίωση είναι σχολείο. Αφοσιώνεσαι λοιπόν, και βγαίνει.

Με ποιον τρόπο έχει ο Επισκέπτης ως σημείο αναφοράς το 2016, τόσο σχετικά με την κοινωνία και τον κόσμο, όσο και με την τέχνη, τον πολιτισμό, τη μουσική;
 
Κάθε φορά που θέλω να πω μερικά πράγματα, να κάνω δισκογραφικές επιλογές και να βγάλω τραγούδια, έχω ένα μήνυμα μέσα μου, σαν μια φωνή, που μου λέει «τώρα θα το κάνεις». Συμβαίνει αυθόρμητα, δίχως να γνωρίζω αν είναι οι κατάλληλες μέρες ή η σωστή εποχή. Το μόνο πράγμα που με ωθεί είναι η ψυχική μου ανάγκη να πω όσα έχω φυλαγμένα μέσα μου, να περάσουν σε ορισμένους ανθρώπους που ξέρω ότι με τα τραγούδια αυτά θα τους ευχαριστήσω. Κι εκείνοι από τη μεριά τους τα δέχονται με πολλή αγάπη και, όταν συναντιόμαστε, είτε τ' ακούνε και γλεντάνε μαζί τους, είτε με ρωτούν «τι έγινε το τάδε τραγούδι, που μας έπαιξες τότε;».

Πάω βλέπεις σε κάποιες παρέες καμιά φορά, σε μέρη όπως το Μοναστηράκι και η Παλιά Κοκκινιά, στο Κερατσίνι, στα Ταμπούρια. Και βλέπω εκεί ανθρώπους που μ' αγκαλιάζουν και μ' αγαπάνε, αλλά αγαπάνε και αυτό που κάνω. Ενθουσιάζομαι. Και θέλω να ανταποδώσω κι εγώ με τη σειρά μου την αγάπη και το ενδιαφέρον που μου δείχνουν. Έχω ανάγκη δηλαδή να δώσω κάποια πράγματα πίσω.

Θαυμάζω κάποιους παλιούς, οι οποίοι, χωρίς να έχουν μαγνητόφωνο –άντε να τα γράφανε σ' ένα χαρτί– ξέρανε να σου παίξουν 30 τραγούδια, είχαν καλό μνημονικό. Λέμε ας πούμε για το ταλέντο που υπάρχει σε έναν μουσικό, αυτά όμως τα πράγματα που γράφει και συνθέτει είναι και «δώρα θεού», ένα είδος ψυχικής καλλιέργειας. Δηλαδή, δεν είναι μόνο το ταλέντο: είναι και η αγάπη και το πόσο το κυνηγάς για να μπορέσεις να κεντρίσεις την ψυχή του άλλου, να βρεις «το κουμπί του». Ασφαλώς, η εποχή παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, γιατί από εκεί διαλέγεις και τα στιχάκια σου και τα πάσης φύσεως ερεθίσματα. Και παίζεις έπειτα με τον χαρακτήρα σου και με τα ψυχικά σου χαρίσματα.

{youtube}Sgd-Wa4gzZc{/youtube}

Όταν δηλαδή πας να κάνεις έναν δίσκο, είναι αυθόρμητη κατά βάση η διαδικασία;

Είναι μια αυθόρμητη διαδικασία, ναι. Και πρέπει έτσι να είσαι ειλικρινής, δεν μπορείς να ξεκινήσεις φοβισμένος ή προβληματισμένος. Στην περίπτωση του Επισκέπτη, όλα κύλησαν από την αρχή θετικά. Στη δουλειά μας, γενικώς, συμβαίνουν πολλές ιστορίες. Είναι να μονιάσουν και οι μουσικοί, είναι ένα κίνητρο για να σου γίνει η δουλειά σωστά και με ψυχή, ειδάλλως κάνει ο ένας τον μάγκα στον άλλον –υπάρχουν όλα αυτά. Όταν λοιπόν έχεις γύρω σου τα πρόσωπα, πρέπει όλα να είναι καθαρά, γιατί κάνεις κάτι σημαντικό, αποτελεί τροφή αγάπης η μουσική. Πρέπει επομένως να τακιμιάσει μια ομάδα και είναι δύσκολο, γιατί θέλει και αφοσίωση και να σε πιστεύει και ο άλλος, για να έρθει κοντά σου.

Κανείς βέβαια δεν είναι τέλειος, αλλά η μουσική και οι νότες είναι πάντοτε «πειραχτικές», σε πάνε κάπου. Και δεν παίζει κάνεναν ρόλο αν είναι καλή ή κακή η εποχή που θέλει να βγει αυτό προς τα έξω, γιατί τα τραγούδια είναι κέντες: έχουν δύναμη και πιάνουν κάποιους ανθρώπους οι οποίοι συντονίζονται και λειτουργούν έπειτα με τα συγκεκριμένα τραγούδια, τα αγαπάνε. Θέλει ας πούμε κάποιος ν' ακούσει κάτι του τύπου «ό,τι θες να κάνεις, καθαρίζεις και τελειώνεις». Του δίνεις θέματα να σκεφτεί, τον κάνεις μάγκα μ' ένα τραγούδι κι εκείνος βρίσκει με τη σειρά του πράγματα να σκεφτεί και λέξεις να εκφραστεί. Λέξεις και συναισθήματα που μεταφέρουν οι ίδιες οι μελωδίες και οι ενορχηστρώσεις.

Ο Επισκέπτης ήταν μία πολύ ειλικρινής κατάθεση, κατά την οποία βρέθηκαν μαζί άνθρωποι που αγαπούν το είδος που κάνουν. Π.χ. ο Σωκράτης ο Μάλαμας, αλλά και όλοι οι μουσικοί και τραγουδιστές, όσοι ήρθαν κοντά στο υλικό. Το εκτίμησα, γιατί είδα κι εγώ πως μπορώ να τους προσφέρω κάτι. Άλλος είναι νέος, άλλος έχει κάνει διάφορα σημαντικά, όλοι όμως θέλανε, με κάποιον τρόπο, να κάνουμε και ορισμένα πράγματα μαζί, επειδή είχαν ακούσει διάφορα δικά μου από τα παλιά. Και ξέρεις, μπορεί να νομίζουν πως είμαι απλησίαστος ή δύσκολος, αλλά δεν είναι έτσι και πιστεύω το κατάλαβαν γρήγορα. Στον Επισκέπτη ήταν λοιπόν καλή η παρέα.

Αυτό δε που εκτίμησα στον Σωκράτη τον Μάλαμα, ήταν το «αρσενικό» του πράγματος. Άντρας ρε παιδί μου: όχι πολλά λόγια, όλα τα λέγαμε με τα μάτια και υπήρχε πάντοτε σωστή εξήγηση. «Στέλιο, έτσι», μου 'λεγε. Ήξερε περίπου πού ήθελε να πάει το πράγμα, ήξερε τι κάνω κι εγώ του παρουσίασα ό,τι είχα: τα τραγούδια μου. Άκουσε ο άνθρωπος –μουσικός, δημιουργός κι εκείνος φτιαγμένος– κατάλαβε και είπε «εγώ». Ε, αυτό το «εγώ» το εκτίμησα πάρα πολύ. Μου έκατσε ωραία, ήταν μια καλή πάσα. Και φυσικά, πολύ επαγγελματίας σ' ό,τι κάνει.

Svamvak_2.jpg

Πώς ξεκίνησε αλήθεια αυτή η συνεργασία με τον Μάλαμα;

Βρεθήκαμε στο Θησείο, όπου καθίσαμε και τα είπαμε πολύ ωραία. Ήρθαμε σ' επαφή μέσω του Στέφανου Μαγουλά, συνεργάτη μου. Ο Σωκράτης είχε ακούσει κάποια από τα τραγούδια του Επισκέπτη στα σπίτια όπου μαζεύονταν με τα παιδιά με τα οποία παίζω κι εγώ στο δικό μου σπίτι –κάνουν βλέπεις παρέα μεταξύ τους. Τα θυμόταν λοιπόν κάποια από αυτά και του είχαν κάνει εντύπωση. Και με πλησίασαν ύστερα και οι υπόλοιποι δικοί μου και μου λένε «Στέλιο, γιατί δεν τα βγάζεις τα τραγούδια»; Και ήρθε κι έδεσε. Βρέθηκε ο Μάλαμας, τα είπαμε, συμφωνήσαμε και μου εξηγήθηκε πολύ καθαρά. Το πήρε όλο επάνω του, συγκροτήσαμε μία ωραία ομάδα, την οποία τη συντόνισε ο ίδιος· ξέρει να το κάνει καλά, εμπνέει εμπιστοσύνη. Έτσι φτιάχτηκε ο Επισκέπτης.

Πήρε πολύ καιρό η διαδικασία;

Το κάναμε σε ενάμιση μήνα, αλλά δεν γράφαμε ο ένας σε ένα κουτί και ο άλλος σε άλλο. Ηχογραφούσαμε ζωντανά, όλοι μαζί στον ίδιο χώρο. Κάτι τέτοιο, όπως καταλαβαίνεις, θέλει μια προεργασία. Κάναμε έτσι πρόβες, μαζευτήκαμε, παίξαμε, βρήκαμε τους τόνους, βρήκαμε τους τραγουδιστές –τη Σοφία την Παπάζογλου, την Εβελίνα Αγγέλου, τον Διαβάτη, τον Γεράκη. Δεν ήταν ό,τι έγινε γρήγορα, λοιπόν. Απλώς υπήρχε αγάπη για το υλικό και εμπιστοσύνη και το πράγμα τσούλησε. Κουμπώσαμε δηλαδή μεταξύ μας. Και το ότι γράψαμε ζωντανά, όπως δηλαδή γινόταν και παλιά, έδωσε άλλη αξία στον δίσκο. Κι αυτό φαίνεται, ακούγεται.

Η ζωντανή ηχογράφηση, πάντως, φαίνεται να επανέρχεται, ειδικά στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, έτσι δεν είναι;

Πρόκειται για πολύ αληθινή διαδικασία. Όταν είσαι μόνος σου σ' ένα δωματιάκι και τραγουδάς, είσαι αποκομμένος, δεν πας πουθενά έτσι. Πρέπει να 'χεις την παρέα σου τριγύρω, για να βλέπεις τον άλλο, να χαίρεσαι, να εισπράτεις την ενέργειά του. Έτσι γινόταν σωστά το πράγμα, παλιά. Έτσι το κάνουμε και τώρα.

{youtube}N5STLRfcBnc{/youtube}

Πώς νιώθει αλήθεια ο Στέλιος Βαμβακάρης για την επιρροή της κληρονομιάς του πατέρα του και του ονόματός του στα σύγχρονα πράγματα;

Υπάρχουν στη ζωή μηνύματα και παραδείγματα πολύ συμβολικά, να όπως καλή ώρα στην παρουσίαση του Επισκέπτη, στο μαγαζί όπου παίξαμε. Ύστερα από τόσα χρόνια που έχω δουλέψει σε τέτοιους χώρους, είδα αυτή τη φορά κάτι διαφορετικό: έναν αυθεντικό σεβασμό στο όνομα της οικογένειας, στο όνομα του πατέρα μου. Βέβαια, κοίταξε να δεις, για μένα το όνομα του πατέρα μου είναι η μεγαλύτερη τιμή, η μεγαλύτερη προίκα, το μεγαλύτερο δώρο. Αισθάνομαι ο πιο τυχερός άνθρωπος, επειδή έχω αυτό το όνομα. Γιατί μόλις άνοιξα τα μάτια μου, ήδη απ' όταν βρισκόμουν στην κούνια, ήρθα σε επαφή με το μπουζούκι.

Πιθανόν ν' ακούγεται ζόρικο, ν' ακούγεται ως μια κουβέντα εγωιστική, όμως είναι βιωματική. Δεν μπορεί δηλαδή ένας άνθρωπος σαν κι εμένα να το δει διαφορετικά, με DNA Μάρκου, σπουδαγμένος σ' ένα υπόγειο όπου παιζόταν το τρίχορδο από έναν άνθρωπο σοφό, χαϊδεύοντας τ' αυτιά σου μέσα από τα σανίδια. Γιατί δεν μέναμε σε καμιά βίλα, δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα: σ' ένα σπίτι του συνοικισμού ζούσαμε. Και πηγαίναμε κι εγώ και ο αδερφός μου ο Δομένικος να βρούμε τον πατέρα που έπαιζε, όπως τρέχει η μέλισσα στο λουλούδι να πάρει τη γύρη. Το μπόλιασμά μας και η έμπνευση ξεκινάει επομένως από εκεί.

Οι σημερινοί άνθρωποι τα αισθάνονται όλα αυτά και ως μια δική τους κληρονομιά, έτσι δεν είναι;

Είναι ελληνικό θέμα, ρωμαίικο. Ο Μάρκος μίλαγε με τον στίχο, ήταν φωτισμένος. Δεν χρειάζεται έτσι να πούμε τίποτα, μιλάει το έργο. Η σπουδή και η καλλιέργεια όλων των τραγουδιών –και των παλιότερων και αυτών τώρα του Επισκέπτη– έχουν γαλουχηθεί στην αγάπη μου για όσα έζησα και στα όνειρά μου τα ατελείωτα και τα ασταμάτητα. Έχω μπει από πολύ μικρός στο συγκεκριμένο παιχνίδι, είναι κάτι που πραγματικά το αγαπάω και το ζω.

Βρίσκεται σε τέλμα το λαϊκό τραγούδι, σήμερα; Είναι στέρφα η γη όπου καποτε καρποφορούσαν οι στίχοι, οι μελωδίες, τα νοήματα τα ουσιώδη;

Ακούσαμε –και ακούμε– ότι πέρασε η εποχή κατά την οποία γραφτήκανε τα μεγάλα λαϊκά τραγούδια και υπήρξαν οι καλλιτέχνες, οι τραγουδιστές, οι συνθέτες που ήταν πραγματικά άπιαστοι. Τα πράγματα σήμερα είναι διαφορετικά. Ακόμα και η παρουσία του ίντερνετ ή του κινητού τηλεφώνου, οι τράπεζες, οι κάρτες, βάζουν τον άνθρωπο σε μία διαφορετική κατάσταση. Τώρα μιλάς με e-mail, ακούς για τα κλαμπάκια, τα μπαράκια, τα πουτανάκια...  Πάντοτε, όμως, σε κάθε καιρό, υπάρχουν και τα άτομα τα οποία δημιουργούν, ό,τι και να συμβαίνει γύρω τους. Σήμερα συμβαίνει μια αναμπουμπούλα, ειδικά έτσι όπως έχουν τα πράγματα και με τις εταιρείες. Αλλά το τραγούδι πάντοτε θα υπάρχει. Είναι τροφή πνευματική και νομίζω πως ο κόσμος το 'χει ανάγκη. Είναι κάτι που δεν σβήνει, οι Έλληνες το έχουμε σαν έμφυτο στην ψυχή μας.

{youtube}ljmt5ynz0pY{/youtube}

Οι μεγάλοι όμως δημιουργοί έφυγαν για πάντα; Ή μήπως βρίσκονται στα γενοφάσκια τους;

Ο μεγάλος είναι μεγάλος, δεν υπάρχει περίπτωση να σβήσει ποτέ. Αποτελεί την πηγή όπου θα πάει κάποιος να ψάξει πού βρίσκεται το ψυχικό του έρεισμα –και ακριβώς από αυτήν την πηγή θα πιει και νερό. Έτσι μόνο θα μπορέσει να δημιουργήσει χαρακτήρα και προσωπικό ύφος. Αυτό λοιπόν πάντα θα υπάρχει, δεν χάνεται σε καμία εποχή, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες. Πάντα θα υπάρχουν οι αξίες, αλλά και οι άνθρωποι που ξέρουν πώς να ψαχτούν στο θέμα της μουσικής, πόσο θα μπορέσουν να θυσιαστούν για χάρη της.

Μπορούν οι δυσκολίες των καιρών μας να επανεκκινήσουν την αυθεντική λαϊκή τραγουδοποιία;

Υπάρχουν πάρα πολλές δυσκολίες στην εποχή μας: το εμπόριο, τα θέματα με τα πνευματικά δικαιώματα... Είναι αγκάθια, που στέκονται εμπόδιο στον δημιουργό. Τις περισσότερες φορές, ο καλλιτέχνης θέλουν να είναι ο άνθρωπος εκείνος που κάνει όλα τα κέφια, ανάλογα με το πού σκοπεύει να το πάει η εταιρεία ή η ρεκλάμα: σε πατρονάρουν, αποφασίζουν αν θέλουν να σε δουν με ρόμπα, με φουστάνι, με ζαρτιέρες. Και το κακό είναι πως κάποιος μπορεί και να την ψωνίσει στην πορεία. Γιατί γυρεύουν να σε φυτέψουν και το φύτεμα θέλει το νεράκι του, την καλλιέργεια, το λίπασμα. Έτσι την πατάνε πολλοί.

Νομίζω λοιπόν πως το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' έναν νέο δημιουργό στα πρώτα του βήματα, είναι να βρεθεί ένα «άγιο χέρι»: να έχει έναν άνθρωπο από κοντά που να διαθέτει αξία και να μπορεί να δει ότι αυτός ο νέος καλλιτέχνης «το 'χει», όπως λέμε. Οπότε να του δώσει συμβουλές, να γίνει το δικό του έρεισμα, να τον βοηθήσει –ειδικά αν είναι και ο ίδιος φτασμένος ή έχει ήδη κάνει μια διαδρομή. Ναι, το τραγούδι γίνεται από έναν, αλλά μετά φεύγει από 'σένα. Το μοιράζεσαι και το στέλνεις να βρει τον κόσμο.

Svamvak_3.jpg

Ποιοι είναι εκείνοι που κρατάνε κάτι από τη στόφα των παλιών, κάτι από την ουσία που διακατείχε και τον Μάρκο;

Οι φίλοι και οι μουσικοί με τους οποίους παίζουμε παρέα –ας πούμε ο Στέφανος ο Μαγουλάς ή ο Μιχάλης ο Δήμας– πάντα προσπαθουν να μιλήσουν για μένα, να με υποστηρίξουν. Έχω μόνο καλά πράγματα να λέω γι' αυτούς τους συναδέλφους. Φυσικά υπάρχουν και άτομα που τα πλησιάζω και με πλησιάζουν και μπορούμε και συνεννοούμαστε, κάνοντας ωραίες συνεργασίες. Με τέτοιους ανθρώπους έχουμε έναν κοινό κώδικα, μιλάμε την ίδια γλώσσα. Για παράδειγμα, θέλω τώρα εγώ να βάλω ένα απ' αυτά τα παιδιά να τραγουδήσει: είναι νέος, γράφει κι εκείνος τραγούδια. Θέλω πολύ λοιπόν να τον αφήσω να βγει μπροστά. Όλα τα παιδιά που παίζουμε μαζί έχουν το «μικρόβιο», όπως το λέμε.

Επιπλέον, τέτοιος είναι και ο Σωκράτης ο Μάλαμας: άνθρωπος με μια τεράστια εμπειρία, ο οποίος έσκυψε τώρα πάνω από το υλικό του Επισκέπτη και μπόρεσε να συναρμολογήσει μια ομάδα στην οποία πίστεψε. Μας πήρε κοντά του και κάναμε όλοι μαζί αυτή τη δουλειά. Πάντως, πρέπει ο καθένας να μπορεί να βγάζει το δικό του «πράγμα» προς τα έξω. Δεν μπορώ εγώ να κάνω τον Μάρκο, ας πούμε... Όπως βέβαια δεν μπορώ να κάνω ούτε τον Τσιτσάνη, τον Μητσάκη, τον Παπαϊωάννου, τον Χιώτη. Πρέπει ίσως να περάσουμε όλοι απ' αυτά τα στάδια, να μαθητεύσουμε δηλαδή κοντά στα τραγούδια των μεγάλων. Αλλά έπειτα χρειάζεται να βρει καθένας τον δικό του δρόμο και τον προσωπικό του χαρακτήρα.

Κάπου άκουσα ό,τι υπάρχει ένας ακόμα δίσκος σου έτοιμος, ο οποίος δεν έχει εκδοθεί...

Είναι αλήθεια πως υπάρχουν τα τραγούδια, αλλά ο δίσκος δεν έχει ακόμα ηχογραφηθεί. Πρόκειται να γίνει, όμως. Αλλά πρέπει να σου πω κάποια πράγματα πριν: λέω δηλαδή πως έχω την τύχη να είμαι γιος του Μάρκου, μα την ίδια στιγμή είμαι ο Στέλιος. Ήξερα έτσι ποιους ανθρώπους πλησίαζα, ποια πόρτα χτυπούσα· και όχι μόνο ότι τους αγαπούσα και μ' αγαπούσαν, ήταν σαν να υπήρχε κι ένα θαύμα παράλληλα. Να πάω δηλαδή εγώ να βρω τον Τάσο Λειβαδίτη και να του ζητήσω κομμάτια και να κάνει ο άνθρωπος μία έτσι το συρτάρι του και να βγάλει όλα του τα έργα και να μου πει «πάρ' τα»; Θαύμα είναι αυτό! Ένας πραγματικός κύριος ο Λειβαδίτης, ένας υπέροχος άνθρωπος. Και δεν μπορώ να τον κουβαλάω μονάχα μέσα μου τόσα χρόνια. Έχουμε κάνει κανα-δυο τραγούδια παλαιότερα, αλλά τα τραγούδια του δίσκου στον οποίον αναφέρεσαι τα κουβαλάω πια καιρό και όλο λέω «γιατί»;

Και κάποια στιγμή, θυμάμαι έπαιζα στην Πλάκα σ' ένα κέντρο, είχε έρθει ο αδερφός του ο Αλέκος, που είναι ηθοποιός, και γίναμε φίλοι. Σιγά-σιγά, έπειτα, γνωρίστηκα και με τον Τάσο. Μεγάλο δώρο! Για 'μένα στάθηκε πνευματικός πατέρας, μέντορας, έπρεπε λοιπόν να τον πάρω τηλέφωνο ν' ακούσω τι είχε να μου πει. «Τι κάνεις πουλί μου;», μου έλεγε. Και σ' εκείνη την ηλικία που τον γνώρισα, με επηρέαζε μ' έναν πολύ θετικό τρόπο η παρουσία του και η επαφή μας, η γενναιοδωρία του. Δεν περιγράφεται με λέξεις το συναίσθημα.

Τα τραγούδια τα έχω δώσει λοιπόν στον Γιώργο τον Νταλάρα. Το κουβεντιάζουμε ακόμα, αλλά το πράγμα έχει πια πάρει τον δρόμο του...

{youtube}E8pMrYT7cWY{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured