φωτογραφίες: Φαίδρα Χάρδα (1,2,4) & Χρήστος Τόλης (3,5)
Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν ασφάλεια να περπατάνε σε δρόμους εξερευνημένους και σε διαδρομές γνωστές. Η Μαρία Παπαγεωργίου δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Διαλέγει να κάνει τα πράγματα με έναν δικό της τρόπο, συχνά ανορθόδοξο –έδειξε μάλιστα να αμφισβητεί ακόμα και τις συνήθως προκαθορισμένες δομές μίας συνέντευξης. Για τις ώρες που ήμασταν μαζί, βρέθηκα να μιλάω για τον εαυτό μου όσο και εκείνη για την ίδια. Κι έτσι επιβεβαιώνει αυτό που υπονοεί η μουσική της: της αρέσει να εμβαθύνει στα πράγματα. Να εισχωρεί σε κάθε τι και να αναλύει, να κατανοεί και ενίοτε να «παίζει» με κάθε εσωτερικό μηχανισμό.
Πριν βρεθούμε με κάλεσε να παρακολουθήσω το live της στον Σταυρό του Νότου, όπου εξακολουθεί να εμφανίζεται κάθε Δευτέρα. Στην πρώτη μας συνάντηση φάγαμε, ήπιαμε και με πήγε βόλτα με το αμάξι της στην Αθήνα, όσο ακούγαμε τον καινούριο (ακυκλοφόρητο ακόμα δίσκο). Βρήκαμε να τεμνόμαστε στο Sandman του Neil Gaiman, στη μουσική της Tori Amos, στις ρίζες στη Δυτική Μακεδονία, αλλά αυτό που αισθάνθηκα πιο συγγενικό ήταν πως φαίνεται να αναγνωρίζει ενστικτωδώς τη διαφορά μεταξύ της σοβαρότητας και της σοβαροφάνειας...
Η παρουσία της στη σκηνή έχει ευλαβικό χαρακτήρα και ένα πλήρες δώσιμο στη στιγμή. Την οποία ευλαβικότητα μοιράζεται και με το κοινό. Στον Σταυρό του Νότου έβλεπες έτσι ανθρώπους προσηλωμένους και αφιερωμένους στη μυσταγωγία που διαδραματιζόταν μπροστά τους. Αλλά δεν ήταν μόνο δέκτες, υπήρχε μια σαφής ανταλλαγή ενέργειας. Η ίδια η Παπαγεωργίου εκμεταλλέυεται το στοιχείο αυτό για να ανοίξει έναν δίαυλο επικοινωνίας, που είναι ζηλευτός από καλλιτέχνες οι οποίοι γεμίζουν πολύ μεγαλύτερες σκηνές. Και μέρος του είναι και η σημασία που δίνει σε εκείνο που κοινωνεί.
«Πρέπει και λίγο να συνειδητοποιήσουμε τι τραγουδάμε. Ο κάθε τραγουδιστής έρχεται σε συνάρτηση με την εποχή του και τα βιώματά του. Όταν θα τραγουδήσω το "Ένα Χειμωνιάτικο Πρωί" της Βιτάλη, που είναι και αυτοβιογραφικά γραμμένο, δεν μπορώ 30 χρονών κοπέλα, μεγαλωμένη μέσα στα πούπουλα, να κάνω λυγμούς στο μικρόφωνο. Διαφορετικά πράγματα θα φέρω εγώ στην ερμηνεία του. Πάντα με τη σοβαρότητα που του αναλογεί. Η παγίδα του έντεχνου και της αγκύλωσης στο παρελθόν είναι τα ίδια τα ωραία τραγούδια τα οποία λέμε. Στιχουργικά, ας πούμε, είναι συνήθως πιο ψαγμένα: οι μουσικοί δρόμοι είναι κάπως αλλιώς, έχουν μία ιστορία.
Κι επειδή δεν μπορούμε να είμαστε performers, όπως ας πούμε ο Ρουβάς, συνήθως φορτίζουμε το ό,τι κάνουμε με μία λάθος ενέργεια. Αν δεν προσέχεις όμως πώς ανεβαίνεις στη σκηνή, δεν έχεις κάνει δουλειά ως ακροατής. Και βγαίνεις έτσι με εκείνο το βαρύ, αδούλευτο δικό σου θέμα, το οποίο –σε συνδυασμό με το βάρος των τραγουδιών που λες– έχει ως αποτέλεσμα αυτή την αγκύλωση. Δεν μπορώ δηλαδή να πω καλά τραγούδια χωρίς να είμαι ψωνισμένη, αλλά χωρίς να είμαι και μίζερη; Το ίδιο ισχύει και για τους μουσικούς στη σκηνή. Μη μου σκάσεις ρε φίλε με τα μπλουζάκια με τις τρύπες... Γιορτή έχουμε, βάλε τα καλά σου για μένα».
Με αφορμή τις κουβέντες για τη σχέση της με το κοινό, αναρωτήθηκα κι αν την αγχώνει αν θα είναι πιασάρικο αυτό που δημιουργεί...
«Τη στιγμή που μπαίνω στο στούντιο για την ηχογράφηση, δεν με απασχολεί ποιον αφορά η μουσική που κάνω. Όταν κυκλοφορήσει, τότε αρχίζω να το σκέφτομαι. Αντίθετα, αρχικά με νοιάζει να είμαι καλά με τον εαυτό μου, με τον τρόπο που ενορχηστρώνω και με τους μουσικούς. Κυρίως όμως θέλω το αποτέλεσμα να είναι προϊόν αλήθειας. Ό,τι έχουμε κυκλοφορήσει μέχρι τώρα είναι μία αληθινή στιγμή, μοιάζει σαν μία φωτογραφία εκείνης. Τα τραγούδια δεν πρέπει άλλωστε να μένουν στα συρτάρια: ό,τι δημιουργείς και το πιστεύεις, πρέπει να το κοινωνείς. Με ειλικρίνεια και χωρίς επιπολαιότητες. Κι αυτό είναι το δύσκολο».
Η αλήθεια και η ειλικρίνεια φαίνεται να αποτελούν σταθερές για αυτήν. Και όταν έρχεται χέρι-χερι με την προαναφερθείσα διάθεση για ενδοσκόπηση, φτάνει μέχρι τις ρίζες των μουσικών βιωμάτων...
«Πριν μερικά χρόνια δεν θα έλεγα ότι με έχει επηρεάσει το παραδοσιακό στοιχείο του τόπου. Τα τελευταία χρόνια μόνο καταλαβαίνω πώς έχει ενημερώσει η παράδοση αυτή τη δικιά μου μουσική. Μεγαλώνεις δηλαδή ακούγοντας progressive metal, αλλά οι παραδοσιακοί οι δρόμοι περνούν στο DNA σου, μέσω των ασυνείδητων ακουσμάτων. Περνάς μετά τόσα χρόνια σνομπάροντάς το και ξυπνάς μια μέρα και λες: Κοίτα να δεις, είμαι κι αυτό. Κι όταν το βγάζεις στη σκηνή, ακριβώς επειδή είναι βιωματικό, αρέσει. Έτσι έγινε και με τη "Νεράιδα". Το ηχογράφησα για ένα στοίχημα και όταν το έπαιξα είδα δύο ανθρώπους να κλαίνε. Οπότε κατάλαβα πως κάτι υπάρχει εδώ. Δεν είμαι βέβαια ούτε παραδοσιακή, ούτε λαϊκή τραγουδίστρια. Αλλά πρέπει όταν αρθρώνεις έναν στίχο, μία συλλαβή, ένα φωνήεν, να αναγνωρίζεις και να λες την αλήθεια τους».
Η σιγουριά που φαίνεται να τη διακατέχει σε όλες της τις επιλογές, είναι παρούσα και όταν συζητάμε για τις μουσικές της σπουδές:
«Τα ωδεία βγάζουν 1 παιδί-θαύμα και 9 παιδιά προβληματικά, που δεν θέλουν να ξαναπιάσουν μουσικό όργανο. Ήρθα στην Αθήνα από τα Γρεβενά και ξεκίνησα τη μουσική εκπαίδευση από την αρχή. Έκανα πολλά χρόνια μαθήματα φωνητικής με την Ελισάβετ Καρατζόλη, στην οποία οφείλω και πάρα πολλά, είναι μία θαυμάσια δασκάλα. Μετά πήγα στο Εθνικό για να πάρω το δίπλωμά μου και δεν φαντάζεσαι τα πράγματα που με έβαζαν να κάνω. Πράγματα που δεν θα χρειαζόμουν ποτέ. Γενικά, δεν αφήνω καμία σπουδή πίσω μου. Αλλά μετά από 2 χρόνια εκεί κι άπειρα λεφτά, τα βρόντηξα όλα κι έφυγα. Είδα ότι δεν μπορώ να στηρίζω ένα σύστημα στο οποίο δεν πιστεύω».
Είναι σπάνιο στην Ελλάδα να δεις επάνω στη σκηνή μία γυναίκα με μία κιθάρα, να βγάζει επιθετικότητα και τσαγανό και να μη φοβάται να ξεφύγει από τις αυστηρές δομές που τη θέλουν ανάλαφρη έντεχνη κορασίδα με αγγελική φωνή. Έτσι είναι στη σκηνή: ισορροπεί μεταξύ των ρόλων και των στερεοτύπων, χαράσσοντας μία δική της, καθαρά προσωπική ταυτότητα...
«Για μένα είναι βαρετές οι τόσο ξεκάθαρες δομές. Είμαστε και άντρες και γυναίκες. Άσχετα με τις σεξουαλικές επιλογές μας, που δεν αφορούν κανέναν, μου αρέσουν οι άνθρωποι που είναι ισορροπημένοι και εναρμονισμένοι με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο μέσα σε όλο αυτό. Μ’ αρέσει να είμαι ωραίος άνθρωπος, ερωτικός. Δεν έχει καμία σχέση με το φύλο κάτι τέτοιο. Ας πούμε μ’ αρέσει να φοράω σακάκια επί σκηνής, γιατί όταν παίρνω στα χέρια μου τον τζουρά, «φοράω» μία γλώσσα κάπως διαφορετική. Δεν μου κάθεται λοιπόν να είμαι με το ντεκολτέ και να παίζω τζουρά, με μπερδεύει εμένα την ίδια. Ή το σπάμε το κομμάτι, είτε όχι. Και το σπάω σαν Μαρία, ούτε σαν άντρας, ούτε σαν γυναίκα. Τέτοιες δομές δεν είναι απλά άχρηστες, αλλά και βαρετές. Μπαίνουμε μέσα σ’ αυτά τα τριπάκια και δεν περνάμε καλά».
Έναντι κατακλείδας, διαλέγω να παραθέσω τα σημαντικότερα ίσως λόγια που άκουσα από τη Μαρία Παπαγεωργίου και που αντηχούν μέσα μου και σε κάθε δημιουργικό ον πιστεύω...
«Η πορεία του καθενός είναι μοναδική. Αυτό που κάνεις εσύ μπορεί να γίνει επιτυχία σε έναν μήνα, σε 5 ή σε 20 χρόνια. Μπορεί να ακουστεί για μία βδομάδα, για έναν χρόνο ή για μία δεκαετία. Μπορεί να μην ακουστεί και ποτέ. Δεν γίνεται λοιπόν να εστιάζεις εκεί: θα τρελαθείς και δεν θα κάνεις ποτέ εκείνο που θες. Επιτυχία είναι να έχεις σωστούς συνεργάτες, αυτό που κάνεις να σε αντιπροσωπεύει τη δεδομένη στιγμή και η αποδοχή να είναι αρκετή ώστε να σε πάει στο επόμενο στάδιο της δημιουργίας».
Μέσα σε αυτή τη φιλοσοφία φαίνεται να έχει βρει την ισορροπία της η Μαρία. Ισορροπία αναγκιαία για να δημιουργείς με ορμή, με σκοπό και ειλικρίνεια.
{youtube}5ahHR9WYSnw{/youtube}