Ακούγοντας τα Άστεγα, μού δόθηκε η εντύπωση ότι γευόμουν έναν «χυμό» από τα αγαπημένα σας «φρούτα». Ποιες είναι οι αγαπημένες σας μουσικές και ποιες από αυτές χρησιμοποιήσατε στο μίξερ του δίσκου;
Οι αγαπημένες μουσικές πολλές, αλλά στο μίξερ μπήκαν δύο εμμονές που είχα από παιδί: το ρεμπέτικο τραγούδι και το ragtime. Το ρεμπέτικο ειδικά μου έχει αφήσει βαθύ ίχνος, μιας και η οικογένειά μου με βάφτισε από πολύ μικρό στο αγίασμά του, το οποίο, έχοντας περάσει από πολλά φίλτρα ήδη έως τότε (του χρόνου, του Χατζιδάκι, των «έντεχνων»), έφτανε στ’ αυτιά μου διυλισμένο σαν απόσταγμα –δηλαδή μόνο με τα πολύτιμα και πιο όμορφά του υλικά, αυτά που άντεξαν στον χρόνο.
Το ragtime, από την άλλη, το ανακάλυψα αργότερα, ως σπουδαστής στο ωδείο. Κι επίσης με γοήτευσε πολύ με την απλότητά του, την αμεσότητά του, τον ήχο της πιανόλας, την εικόνα του σαλούν. Αλλά και με το κοινωνικό κλίμα το οποίο αποτύπωνε, που τελικώς είχε πολλά κοινά με το δικό μας αντίστοιχο, αφού οι έννοιες του «μάγκα», του «μόρτη», του «νταβατζή», του «κουτσαβάκη» είναι μάλλον οικουμενικότερες. Αυτή λοιπόν η κοινωνική συγγένεια των δύο ειδών είχε και μία αντανάκλαση στο μουσικό τους κομμάτι, που τελικώς με υποψίασε, με προκάλεσε και με οδήγησε στη σημερινή ...πρόσμιξη.
Τα Άστεγα συστήνουν έναν καινούριο ήχο και μια νέα «χειρονομία», τόσο σε επίπεδο τραγουδοποιίας και ενορχήστρωσης, όσο και σε επίπεδο στίχων. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά, που τόσο απαραίτητα είναι για το τραγούδι, «επικοινωνούνται» από παλαιότερους, εγνωσμένης αξίας, ερμηνευτές. Δεν είναι λίγο οξύμωρο το σχήμα;
Αυτή η «επικοινωνία», όπως λέτε, είναι στην προκειμένη περίπτωση δομικό στοιχείο του όλου εγχειρήματος, θα τολμούσα να πω ισοβαρές με τη σύνθεση και τους στίχους. Ειδικά όσον αφορά τον Γιώργο Νταλάρα, πιστεύω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ιδεώδης «κατεργάρης», πιο κατάλληλος συμμέτοχος στη «ζαβολιά». Μπήκε σ’ αυτό το παιχνίδι με διάθεση μικρού παιδιού, το πήρε και το 'κανε δικό του κι έδωσε βέβαια τελικά πιο πολλά απ’ όσα πήρε, αφού κουβαλάει μέσα του τόσες μνήμες και βιώματα απ’ τα ρεμπέτικα, που για εκείνον ακόμα είναι ζώντα, παρόντα και δυναμικής διείσδυσης. Η όσμωση ήταν έτσι καταλυτική, τόσο ώστε, πάνω στη δουλειά, αναθεωρούσαμε τραγούδια, φτιάχναμε άλλα. Έπεφταν γενικά σαν βροχή οι ιδέες, λες και το υλικό το ίδιο πυροδοτούσε αυτή την παιχνιδιάρικη διάθεση που όλοι περιέχουμε και που δυστυχώς το πιο συχνό είναι να βρίσκεται σε ύπνωση.
Η συμμετοχή Νταλάρα, λοιπόν, δεν προέκυψε επειδή ήταν διάσημος, όσο κι αν κάτι τέτοιο βοηθάει ...και τους υπόλοιπους να γίνουμε! Οι συμμετοχές της Ελένης Τσαλιγοπούλου, του Σταμάτη Κραουνάκη και της Ασπασίας Στρατηγού επιλέχτηκαν περισσότερο για την προσωπικότητά τους και την ψυχική επαφή που (όπως υπέθετα θα) είχαν με τα συγκεκριμένα τραγούδια και λιγότερο επειδή είναι πολύ γνωστοί. Όσο βέβαια κι αν, όπως είπα, πιστεύω ότι αυτό όχι μόνο δεν βλάπτει, αλλά βοηθάει ένα τόσο καινούριο υλικό να βρει ευκολότερα τον δρόμο του.
Ένα τόσο ανοίκειο άκουσμα για τα ελληνικά δεδομένα, όσο αυτό της πιανόλας και των άλλων δανεικών οργάνων του δίσκου, δεν σας προβλημάτισε σε σχέση με την αποδοχή του από το κοινό;
Ακούστε, θα σας απαντήσω με μία στάση που έχω γενικότερα απέναντι στο κοινό. Χωρίς να το υποτιμώ καθόλου (ίσα-ίσα, κολακεύομαι πάρα πολύ και από το χειροκρότημα και από την αγάπη και την αποδοχή του κόσμου), δεν είναι εκείνο που με κατευθύνει. Εάν οδηγούμαι επομένως σε μία επιλογή, όπως αυτή της πιανόλας π.χ., γίνεται διότι εμένα μου αρέσει πολύ. Και τώρα προσέξτε το σχεδόν μεταφυσικό φαινόμενο: πάντα όταν έκανα τέτοιου είδους επιλογές, που περιείχαν δηλαδή αυτή την ανόθευτη, αδιύλιστη ειλικρίνεια από μέρους μου, μ’ ένα μαγικό τρόπο το κοινό ακολουθούσε, θρησκευτικά. Λες και γοητευόταν περισσότερο από μια τέτοια ειλικρίνεια, παρά από την εκάστοτε καινοτομία.
Σκεφτείτε ότι, όταν το 2000 έκανα τον δίσκο Σεπτέμβριος, κανείς δεν πίστευε ότι ένα ορχηστρικό άλμπουμ είχε το οποιοδήποτε μέλλον στην Ελλάδα, την εποχή μάλιστα που όλο το οικοδόμημα της μουσικής διακίνησης (δισκογραφία, νυχτερινά μαγαζιά, τηλεοράσεις, lifestyle) εμπορευόταν «μονοπωλιακά» το τραγούδι. Εγώ όμως το έκανα γιατί μου άρεσε. Πρέπει να σας πω ότι ο κόσμος το αγκάλιασε με συγκινητική αγάπη και τώρα, 15 χρόνια μετά, βρίσκεται ακόμα στα ράφια.
Συμμερίζεστε την άποψη όσων θεωρούν ιδανικούς ερμηνευτές τους ανθρώπους που δημιουργούν τα τραγούδια; Εσείς με ποιο κριτήριο επιλέγετε τους ερμηνευτές σας;
Εννοείτε δηλαδή αν π.χ. ο Μίκης Θεοδωράκης ερμηνεύει καλύτερα από τη Μαρία Φαραντούρη; Όχι, δεν το πιστεύω, αν και υπό κάποια προοπτική της λέξης «ερμηνεία», ίσως να υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι γεννημένοι για μια τέτοια δουλειά, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Bob Dylan –ο Neil Young, ας πούμε, είναι ένα είδος τροβαδούρου.
Εγώ πάντως δεν ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγω τους ερμηνευτές μου ...σχεδόν δεν τους επιλέγω εγώ! Υπαγορεύονται δηλαδή από το ίδιο το μουσικό υλικό, το οποίο πάνω στη δημιουργία του «μου μιλάει», δείχνοντάς μου τον ιδανικό τραγουδιστή. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις (και στα Άστεγα συνέβη αυτό, με τον Γιώργο Νταλάρα) όπου κάποια τραγούδια γράφονται «πάνω» σε συγκεκριμένο ερμηνευτή.
Θα παρουσιαστούν τα Άστεγα ζωντανά, με όλους τους συντελεστές τους;
Έγινε ήδη μία παρουσίαση του CD στον ΙΑΝΟ πριν από μερικές μέρες (2/2), όπου και παίξαμε ένα μέρος από Τα Άστεγα. Σε στάδιο προετοιμασίας βρίσκεται επίσης και μία σειρά παραστάσεων στο Μικρό Παλλάς μέσα στο Φεβρουάριο ή στις αρχές Μαρτίου (ακριβείς ημερομηνίες δεν μπορώ να σας πω ακόμα).
Πρόσφατα παίξατε με τον Μανώλη Πάππο σε έναν μικρό χώρο. Πόσο διαφορετική είναι η μουσική όταν παρουσιάζεται με δύο όργανα και όταν εκτελείται από μια μεγάλη συμφωνική ορχήστρα στο Μέγαρο Μουσικής;
Η μουσική είναι μία, ενιαία και αδιαίρετος! Μπορεί επιδερμικά να διαχωρίζεται σε πολλά είδη, στυλ και αποχρώσεις, ακόμα-ακόμα και σε κοινωνικές τάξεις(!), αλλά στην πραγματικότητα η αποστολή της είναι πάντα η ίδια: να διεγείρει τις αισθήσεις μας με τρόπο μοναδικό, να διεισδύει καταλυτικά εκεί όπου δεν επαρκεί ο λόγος ή η εικόνα, να ακουμπάει τις καρδιές μας και να δίνει διαφορετικό νόημα στην ύπαρξή μας –θα τολμούσα να πω να δίνει νόημα στην ύπαρξή μας. Εκεί λοιπόν που παίζουμε ρεμπέτικα με τον Μανώλη Πάππο και την Ασπασία Στρατηγού επιτελείται ένα είδος θρησκευτικής μέθεξης, αφού ο κόσμος συμμετέχει με όλη του την ψυχή σε αυτή την τόσο κοινή καταβολή, η οποία και εκφράζεται με τα συγκεκριμένα τραγούδια. Άποψή μου είναι λοιπόν ότι, στο τέλος της μέρας, η μουσική δεν έχει καμία διαφορά όπου κι αν παίζεται.
Στις μέρες μας, που η δισκογραφία πνέει τα λοίσθια και το βασικό μέσο διάδοσης της μουσικής είναι το διαδίκτυο, τι οδηγεί τους ανθρώπους να εκδίδουν ένα CD; Δεν είναι ξεπερασμένη τακτική αυτή; Ή είναι ακόμα νωρίς για την εγκατάλειψή της;
Πραγματικά εδώ δυσκολεύομαι πολύ να σας απαντήσω... Είναι αλήθεια ότι το CD, ως ένα φυσικό προϊόν-φορέας της μουσικής τείνει να εκλείψει, βάσει αν θέλετε και της εξελικτικής νομοτέλειας που, προϊούσης της τεχνολογίας, ακυρώνει τα προηγούμενα μέσα και φέρνει καινούρια: από τον κύλινδρο κεριού πήγαμε στο βινύλιο, στη συνέχεια στη μαγνητοταινία και μετά στο CD. Μόνο που δεν ξέρω να σας πω τι ακολουθεί μετά το CD και ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι ότι κανείς δεν ξέρει.
Το διαδίκτυο πράγματι εξυπηρετεί τη διακίνηση της μουσικής αλλά δεν βοηθάει καθόλου στην παραγωγή της. Οι δισκογραφικές εταιρίες ως εκ τούτου σιγά-σιγά ακυρώνονται, αφού πλέον οι περισσότερες παραγωγές γίνονται από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Εκτός αυτού χάνεται για μένα κάτι ακόμα σημαντικότερο: η έννοια του ολοκληρωμένου «έργου», που μέχρι σήμερα ήταν εφικτό να αποτυπώνεται σε έναν φορέα σαν το CD –με το εξώφυλλό του, τα εικαστικά του, τα κείμενά του κλπ. Αυτό με φοβίζει πάρα πολύ, γιατί νιώθω ότι όλα πλέον θα υπακούουν στην τυποποίηση και το «φασόν» της μονοδιάστατης αισθητικής και λογικής ενός digital τίτλου στα iTunes.
Στις δύσκολες εποχές μας, όπου όλα τα επαγγέλματα –μαζί τους και η μουσική βιομηχανία– αντιμετωπίζουν την κρίση, κατά πόσο μπορεί να βιοπορίζεται ένας μουσικός από αυτή καθεαυτή τη βασική του ιδιότητα;
Δυστυχώς, ένας μουσικός τη σήμερον βιώνει χειρότερα την κρίση, μιας και δεν αποτελεί κρίκο πρώτης ανάγκης για την επιβίωση του κόσμου. Από την άλλη, η τέχνη του είναι περισσότερο ένας τρόπος ζωής, παρά ένα στενά εννοούμενο επάγγελμα –και υπ’ αυτή τη λογική ίσως και να «τρέφεται» με τον δικό του τρόπο, εναλλακτικά θα λέγαμε. Όπως καταλαβαίνετε, όμως, κάτι τέτοιο δεν επαρκεί όταν έρχεται το τσουνάμι των υποχρεώσεων (φόροι, ΕΟΠΥΥ, δόσεις κλπ.). Η μόνη διέξοδος λοιπόν που έχει απομείνει ώστε να έχει κάποια έσοδα, είναι τα live. Βέβαια ακόμα και αυτά έχουν μεγάλη έκπτωση στις αμοιβές λόγω κρίσης, αλλά τουλάχιστον είναι κάτι αμεσότερο.
Πρόσφατα, ο Διονύσης Σαββόπουλος –απαντώντας στην ερώτηση γιατί δεν έχει γράψει εδώ και χρόνια καινούργια τραγούδια– είπε ότι μπορεί και να μην έχει κάτι άλλο να πει ή να γράψει. Ότι ίσως να ήταν ως εδώ η δημιουργική του πορεία. Καταλαγιάζει ο δημιουργικός οίστρος με το πέρασμα των χρόνων;
Δεν το ξέρω, γιατί ελπίζω ακόμα ...να μη με πήραν τα χρόνια, ώστε να μπορώ να σας απαντήσω! Πέρα όμως κι από την «απελπιστική» ειλικρίνεια Σαββόπουλου, πιστεύω κι εγώ πως μετά από κάποια ηλικία η δημιουργικότητα ακολουθεί τους γενικότερούς μας βιορυθμούς. Αποδεικνύεται άλλωστε και από την πορεία μεγάλων δημιουργών.
Ακούσατε κάτι ενδιαφέρον από καινούριες κυκλοφορίες και νέες παραγωγές στο έτος που πέρασε; «Ζηλέψατε» κάτι;
Να σας πω την αλήθεια, ήμουν τόσο «χωμένος» στα Άστεγα, ώστε δεν πρόλαβα να αφουγκραστώ τα καινούρια πράγματα που έφερε το 2015. Είμαι σίγουρος όμως ότι θα περιείχε κάτι ενδιαφέρον. Πιστεύω πολύ στο δημιουργικό δυναμικό της χώρας μας και είμαι σίγουρος ότι η Τέχνη θα υποβοηθήσει σθεναρά τους ανθρώπους να αντέξουν τη μεγάλη δυσκολία που περνάμε. Εύχομαι σε όλους καλή και δημιουργική χρονιά!
{youtube}ncAUX6LltE0{/youtube}