Ανεβαίνοντας την Αεροπαγίτου εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό Δευτέρας, με προορισμό το στούντιο του Theodore, το φυσικό στοιχείο υπερτερούσε έναντι του ανθρώπινου. Το ελαφρύ αεράκι σκόρπιζε μυρωδιές από τα πεύκα και τα σπουργίτια συνέθεταν μικρές συμφωνίες, ενώ μόνο οι αγουροξυπνημένοι τουρίστες και οι σαν-από-αμερικάνικη-σειρά ορεξάτοι σπρίντερ υπενθύμιζαν πως βρίσκομαι σε αστικό τοπίο. Βρήκα την είσοδο της πολυκατοικίας χωρίς να χρειαστεί να ελέγξω τον αριθμό, μιας και μία ρομαντική πιανιστική μελωδία με οδήγησε προς το σωστό κτίριο, ακόμη κι αν δεν προερχόταν τελικά από τον Theodore. Ιδιαίτερα ορεξάτος, ομιλητικός και αστείος με τον δικό του βρετανικό τρόπο, ξεδίπλωσε όλο το κουβάρι των ερεθισμάτων του, προσπαθώντας να μου εξηγήσει με πάθος και λεπτομέρεια κάθε πτυχή της καλλιτεχνικής του ύπαρξης...
Ας ξεκινήσουμε από το Λονδίνο, το οποίο είχες ως κύρια βάση για 4 χρόνια. Με ποιον τρόπο έχει επηρεαστεί η δουλειά σου από την παραμονή σου εκεί;
Για εμένα έπαιξε ρόλο το γεγονός πως, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Λονδίνο, ήμουν πολύ μοναχικός και κλεισμένος στον εαυτό μου. Και το διοχέτευσα τόσο στο ντεμπούτο μου, όσο και στον δεύτερο δίσκο, η δημιουργική διαδικασία του οποίου έλαβε χώρα εκεί. Αυτή η απομόνωση δεν μου άρεσε τότε, αλλά αποτυπώθηκε έντονα στο 7 και όποτε το ακούω (σπανίως, πια), μου έρχεται κατευθείαν στο μυαλό μία συγκεκριμένη ανάμνηση: η αγωνία του τι θα πετύχω και πού οδεύω καλλιτεχνικά, αλλά και το ότι μου έλειπαν οι άνθρωποί μου.
Πριν κάποιους μήνες είχες τη σπουδαία ευκαιρία να παίξεις και να βιντεοσκοπήσεις κομμάτια σου στα θρυλικά Abbey Road Studios. Πώς προέκυψε αυτό και τι σημαίνει για σένα;
Θα σε πάω αρχικά πίσω, στον πρώτο μου δίσκο. Όταν ολοκληρώθηκε η ενασχόληση με το 7, έψαχνα να βρω συναυλιακούς χώρους στο Λονδίνο ώστε να το παρουσιάσω ζωντανά. Δεν απέδιδε όμως το ψάξιμο, καθώς οι υπεύθυνοι δεν γνώριζαν αν παίζω όντως καλά live. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να το αποδείξω, ήταν να παίξω ζωντανά σε έναν χώρο στον οποίον δεν θα συναντούσα εξωτερικά εμπόδια για να μπω. Επιλέξαμε λοιπόν τα Church Studios, ώστε να δείξουμε πώς μοιάζει η ζωντανή εκδοχή του δίσκου. Είναι μάλιστα μία διαδικασία η οποία μου αρέσει πολύ, καθώς βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο μεταξύ ηχογράφησης κα live εμφάνισης, συλλαμβάνοντας αυτή τη ζωντάνια. Με παρόμοιο σκεπτικό αποφάσισα να κινηθώ κατόπιν και για τον δεύτερο δίσκο, πηγαίνοντας στο Abbey Road –μιας και είναι το καλύτερο στούντιο στον κόσμο. Έστειλα λοιπόν mail για να μπούμε στην τεράστια λίστα αναμονής και τελικά πήραμε την επιπλέον έγκριση που απαιτείται για βιντεοσκόπηση. Ήταν πραγματικά πανέμορφη εμπειρία το να παίζεις εκεί.
Ας μιλήσουμε για το It Is But It’s Not, λοιπόν. Όσον αφορά τη δημιουργική διαδικασία, προηγήθηκε η κεντρική ιδέα σχετικά με τη θεωρία του Ηράκλειτου και έγραψες τα κομμάτια πάνω σε αυτήν ή το αντίστροφο;
Έγινε σχεδόν παράλληλα. Τα δύο πρώτα κομμάτια που έγραψα για το It Is But It’s Not είναι τα "Are We There Yet?" και το "Spiral", δηλαδή το πρώτο και το τελευταίο του δίσκου. Σε αυτά προσπάθησα να αναπτύξω την όλη ιδέα αρχικά σε μουσικούς όρους, αλλά σε στιχουργικό επίπεδο είναι τα δύο τελευταία που έγραψα. Είναι δε μία ιδέα που σκεφτόμουν εδώ και πολύ καιρό και ανέκαθεν με ενθουσίαζε.
Ποια ερεθίσματα σε οδήγησαν να γράψεις βασισμένος στα λεγόμενά του αυτά περί αλληλεξουδετέρωσης/αλληλοσυμπλήρωσης των ετερόκλητων στοιχείων;
Μου αρέσει η ιδέα πως σε συζητήσεις μπορώ να υποστηρίζω με πάθος ένα επιχείρημα, αλλά στο τέλος να μην είμαι ικανός να σου αποδείξω ότι ισχύει αυτό που λέω. Για παράδειγμα, στο Χρονικό του Χρόνου του Stephen Hawking υπάρχει μια μικρή ιστορία κατά την οποία μία ηλικιωμένη κυρία που παρακολουθούσε μία διάλεξη του συγγραφέα σχετικά με την προέλευση του σύμπαντος, διαφώνησε μαζί του εξηγώντας ότι το σύμπαν είναι μία χελώνα, στην οποία βρίσκεται μία άλλη χελώνα και από πάνω της άλλη μία κ.ο.κ. –ενώ στην κορυφή βρίσκεται ο κόσμος μας.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι επιστημονικά όλα μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να απορριφθούν, αλλά φιλοσοφικά δεν μπορώ να σου μιλήσω για τίποτα με βεβαιότητα. Ή όπως συμβαίνει στο Matrix, για παράδειγμα. Ακόμη πιο ενδιαφέρον στην ίδια βάση είναι ότι εγώ μπορώ να υποστηρίζω μία άποψη και εσύ μία διαφορετική, αλλά καμία να μην ισχύει μόνη της, παρά μόνο ταυτόχρονα· κι αυτή ακριβώς μπορεί να είναι και η πραγματικότητα που βιώνουμε. Δηλαδή όλα λειτουργούν ακριβώς επειδή δύο αντιδιαμετρικά αντίθετα στοιχεία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
To It Is But It’s Not φανερώνει διαφορές σε σχέση με το ντεμπούτο σου. Τι προσπάθησες να εξελίξεις/αλλάξεις με τη νέα σου δουλειά;
Το 7 το έγραψα προσπαθώντας να καταλάβω στην ουσία πώς φτιάχνεται ένας δίσκος, αλλά κυρίως πώς δημιουργείς κάτι με ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Με το It Is But It’s Not ήξερα ακριβώς ποια κατεύθυνση ήθελα να ακολουθήσω. Με βοήθησε και το γεγονός ότι στο ενδιάμεσο είχα δώσει αρκετές συναυλίες, οι οποίες με ώθησαν σε πιο ατμοσφαιρικές εκδοχές των κομματιών που έγραφα. Επίσης η δημιουργία του συνέπεσε και με το τέλος των σπουδών μου, οπότε είχα χρόνο να ακούσω πολλή μουσική. Έτσι ήρθα σε επαφή με τις δουλειές του Steve Reich, πάνω στις τεχνικές του οποίου βασίστηκε ο δίσκος. Αυτό που επίσης έχει ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ τα πρώτα έξι κομμάτια του 7 τα έγραψα στην Ελλάδα, το τελευταίο το έγραψα μετά από αρκετό καιρό στο Λονδίνο και λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ των δύο.
Συνεργάστηκες με τον Ken Thomas για το μιξάρισμα του, ο οποίος έχει δουλέψει πλάι στους Sigur Rós και τον Yann Tiersen, ανάμεσα σε άλλους. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και πώς συνέβαλε η δουλειά του στο τελικό αποτέλεσμα;
Όταν τελείωσα την ηχογράφηση, ήμουν ήδη βέβαιος σχετικά με τον ήχο που ήθελα να πετύχω. Οι Sigur Rós είναι από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα και ο Ken Thomas είναι υπεύθυνος για τον ιδιαίτερο ήχο που έχουν δημιουργήσει. Άρχισα λοιπόν να στέλνω mails, αλλά δεν υπήρξε αρχικά ανταπόκριση. Μετά όμως από αλλεπάλληλες προσπάθειες κατάφερα να του προωθήσω τη δουλειά μου για να την ακούσει. Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα ότι θα πετύχαινα να συνεργαστούμε. Αλλά μία μέρα με πήρε τηλέφωνο ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα και μου ζήτησε να βρεθούμε την επόμενη στο Λονδίνο για να το συζητήσουμε. Δεν τόλμησα να του πω ότι δεν ήμουν εκεί, μήπως και το ξανασκεφτόταν: έκλεισα αμέσως εισιτήριο και έφυγα!
Όσον αφορά τη διαδικασία της μίξης την κάναμε στο σπίτι του, όπου και έχει δουλέψει όλους τους δίσκους των Sigur Rós. Ήταν όμορφο, γιατί μπορούσες να δεις γύρω αποδεικτικά στοιχεία αυτής της συνεργασίας, όπως σκληρούς δίσκους με δουλειές της μπάντας ή ένα Yamaha synthesizer στο οποίο έχουν γράψει. Αναφορικά με τη συμβολή του τώρα, φυσικά βοήθησε, καθώς και καλλιτεχνικά πετύχαμε αυτό που επιθυμούσα αλλά και καθαρά επαγγελματικά έχει μεγάλη αξία να βρίσκεται στα credits της δημιουργίας του δίσκου ένα τρανταχτό όνομα σαν αυτό του Ken Thomas.
Οι δουλειές σου αποπνέουν μία κινηματογραφική αύρα. Ξεδίπλωσε μου το ιστορικό των ανάλογων ερεθισμάτων σου και επίλεξε κάποια soundtracks που έχουν στιγματίσει το έργο σου, αλλά και εσένα προσωπικά...
Η αλήθεια είναι πως δεν με στιγματίζουν ακριβώς, οπότε δεν παίζει κάποιος συγκεκριμένος δίσκος τόσο μεγάλο ρόλο στο τελικό έργο το οποίο παράγω. Το σύνολο όμως των ερεθισμάτων μου έχει διαμορφώσει τη καλλιτεχνική μου προσέγγιση. Παρ'όλα αυτά, σε προσωπικό επίπεδο, μπορώ να σου μιλήσω για το πόσες ώρες έχω αφιερώσει ακούγοντας τον Νονό, το καλύτερο soundtrack που έχει γραφτεί ποτέ. Μου αρέσουν επίσης πολύ όλες οι δουλειές του John Williams, αλλά η δουλειά που με ανατριχιάζει κάθε φορά που την ακούω είναι η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι για τον Δράκο του Κούνδουρου. Λατρεύω βέβαια και τα πιο ελαφριά του, αυτά στις ταινίες της Βουγιουκλάκη, που έχουν απίστευτες μελωδίες και καταφέρνουν να ενσωματώσουν την ελληνική μουσική παράδοση με έναν τρόπο που τότε φάνταζε αδιανόητος.
Η μουσική σου χαρακτηρίζεται από πολυποίκιλα στοιχεία, συνδυάζει από νεοκλασικές αναφορές σε στυλ Nils Frahm μέχρι post-rock και από ψυχεδέλεια μέχρι ποπ ευαισθησίες. Θες να ξετυλίξεις το κουβάρι των μουσικών σου καταβολών;
Μικρός άκουγα από κλασική μουσική και Μάνο Χατζιδάκι μέχρι Doors και Pink Floyd. Στη συνέχεια πέρασα την punk εποχή μου στην 6η Δημοτικού, οπότε κι άρχισα να ανακαλύπτω τους Clash, τους Sex Pistols και τους Ramones, ενώ λίγο πριν τα 18 μου αγάπησα τους Radiohead και τους Sigur Rós. Βέβαια πέρασα και τη φάση μου με τους ρομαντικούς συνθέτες (όπως τον Chopin) αλλά και με τους μεταρομαντικούς (Debussy, Stravinsky), οι οποίοι σε βάζουν στο δικό τους κόσμο και δεν σε αφήνουν να δραπετεύσεις. Επίσης μου αρέσει πολύ και ο Nils Frahm που ανέφερες, όπως και ο Ólafur Arnalds.
Προσπάθησα τελικά να γράψω τον δίσκο με όλα αυτά τα ερεθίσματα, έχοντας στο μυαλό μου ένα ολοκληρωμένο έργο από την αρχή μέχρι το τέλος– σαν να έγραφα μία συμφωνία. Έχει έτσι επαναλαμβανόμενα θέματα που σερβίρονται με διαφορετικό ηχητικό τρόπο κάθε φορά, συνδυάζει δηλαδή από κλασική μουσική, μέχρι στοιχεία ελληνικής παράδοσης. Τελικά καταλήγω ότι η δουλειά μου είναι ένας συνδυασμός των βιωμάτων και των ερεθισμάτων μου: του ατόμου που είμαι από τη φύση μου, αλλά και όσων αγωνιών βίωνα την περίοδο κατά την οποία έγραφα το άλμπουμ.
Η μουσική σου χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ρομαντισμό. Πιστεύεις ότι εκλείπουν τα στοιχεία αυτά, στις μέρες μας;
Αυτό που με ενοχλεί είναι ο ψεύτικος ρομαντισμός. Υπάρχει ρομαντισμός, άλλωστε στο όνομα του ρομαντισμού καταστρέφονται πράγματα γύρω μας. Οι έννοιες έχουν νόημα μόνο όταν υπάρχουν με ουσία και περιεχόμενο, ενώ παράλληλα είναι απαλλαγμένες από τον τρόπο με τον οποίον θα φορτιστούν ως λέξεις. Συμβαίνει μάλιστα το εξής ενδιαφέρον με τις τελευταίες: όλες διαθέτουν ένα περιεχόμενο, από όποια πλευρά κι αν το δεις –μουσικά, ετυμολογικά, κοινωνικά κτλ. Κι από την άλλη, κουβαλάνε το φορτίο που θα τους δοθεί από εκείνον που τις χρησιμοποιεί. Αυτό λοιπόν που συμβαίνει σήμερα είναι ότι οι λέξεις έχουν χάσει το περιεχόμενό τους, απόμεινε μόνο το φορτίο.
Στη μουσική τώρα, όσον αφορά τον ρομαντισμό της, εμένα μου αρέσουν τα είδη που δεν σου επιβάλλουν να νιώσεις ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Η μαγεία της μουσικής βρίσκεται ακριβώς εκεί, στο ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να παραδώσει ένα έργο το οποίο δημιουργήθηκε υπό συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά ο ακροατής είναι ελεύθερος να το ερμηνεύσει όπως αυτός επιθυμεί. Η μουσική πρέπει να δημιουργεί εικόνες και ερεθίσματα, να μην πουλάει το συναίσθημα το ίδιο. Να δίνει το κίνητρο να δημιουργεί ο ακροατής τον δικό του κόσμο.
Έχεις δουλέψει και σε projects εκτός των δίσκων σου, έχεις λ.χ. «ντύσει» τη βουβή ταινία Cameraman του Buster Keaton, όπως και θεατρικές παραστάσεις, μα και χορογραφίες. Σε περιορίζει ή σε απελευθερώνει δημιουργικά αυτή η ύπαρξη οπτικοακουστικού περιεχομένου;
Ο Stravinsky έλεγε «Ο περιορισμός προσδιορίζει μία φόρμα». Όταν γράφω έναν δίσκο έχω κι εκεί όρια, μπορεί να έχω γράψει δηλαδή ένα 20λεπτο κομμάτι αλλά να μην έχω τη δυνατότητα να το συμπεριλάβω, λόγω budget. Σίγουρα όμως είναι λιγότερα από τα όρια που θέτονται όταν αναλαμβάνεις να εξυπηρετήσεις μουσικά τη δημιουργία κάποιου άλλου καλλιτέχνη. Είναι πρόκληση τέτοιου είδους περιορισμοί, καθώς καλείσαι να δημιουργήσεις το ερέθισμα που θα αναδείξει την αξία του έργου.
Για παράδειγμα, όταν έγραφα τη μουσική για το Cameraman προσπάθησα να υιοθετήσω μία προσέγγιση εντελώς διαφορετική από τον κλασικό τρόπο «ντυσίματος» μίας βουβής ταινίας: ήθελα να φέρω στην επιφάνεια τα ρομαντικά και τα τραγικά στοιχεία της ταινίας, παρά τα κωμικά. Πριν παρουσιάσω τη δουλειά μου στους Στύλους Ολυμπίου Διός, σκεφτόμουν ότι έχει παίξει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου εκεί, συνειδητοποιώντας πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα το οποίο είχα αναλάβει. Μου φαινόταν λοιπόν τρομερά ανεύθυνο να δημιουργήσω κάτι εντελώς αδιάφορο, που δεν θα εξυπηρετούσε ένα τόσο σημαντικό έργο. Ειδικά σε έναν τέτοιον ιδιαίτερο χώρο.
Πού πιστεύεις ότι οφείλεται το γεγονός πως, ενώ ζούμε σε τόσο έντονες κοινωνικοπολιτικά στιγμές, δεν υπάρχουν εγχώριοι καλλιτέχνες να τις αποτυπώσουν άμεσα με τις δουλειές τους;
O Χατζιδάκις σε αντίστοιχη περίοδο έγραψε τον Μεγάλο Ερωτικό. Δεν λείπει κάποιος που θα εκφράσει με συγκεκριμένες λέξεις την τραγικότητα της εποχής. Αυτό που λείπει σήμερα είναι έργα που θα αγγίξουν την ψυχή του ακροατή και θα πιάσουν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ως νεαρό άτομο που ασχολείται καθημερινά με αυτό που αγαπάει, θεωρείς ότι έχουμε επαναπαυτεί, σταματώντας να βάζουμε στόχους και να κυνηγάμε τα όνειρά μας;
Όταν ένα παιδί δίνει πανελλήνιες, επιλέγει τις σχολές του με βάση τις βαθμολογίες και όχι με κριτήριο το τι το ενδιαφέρει πραγματικά. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν υπάρχει η υποδομή που θα σου δώσει τα ερεθίσματα για να καταλάβεις το όνειρό σου. Χρειάζεται λοιπόν να ματώσεις, τόσο για να το συνειδητοποιήσεις, όσο και για να το πραγματοποιήσεις.
Τέλος, μιας και έχουμε μπει σε περίοδο απολογισμών αλλά και πλάνων για το νέο έτος, θέλω να μου μιλήσεις για τους αγαπημένους σου δίσκους του 2015, αλλά και για τα καλλιτεχνικά σχέδια που υπάρχουν για το 2016...
Ο δίσκος που ακούω πολύ τελευταία είναι η νέα δουλειά των No Clear Mind (σ.σ.: τη μιξάρουν αυτές τις μέρες στο στούντιο του Theodore), η οποία θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2016. Όσον αφορά τα προσωπικά μου σχέδια, θα επιδιώξω να μοιραστώ τις δημιουργίες μου με όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο γίνεται. Πρακτικά, κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα ξεκινήσω έναν νέο κύκλο συναυλιών, από τις αρχές του νέου έτους μέχρι και το καλοκαίρι. Απολογιστικά, συνειδητοποιώ ότι δημιουργήσαμε πολύ υλικό κατά την τελευταία περίοδο, το οποίο σταδιακά θα αρχίσει να βγαίνει προς τα έξω. Φυσικά θέλω και να συνεχίσω να παράγω έργο, ανεξάρτητα από το αν είναι δίσκος ή μουσική για ταινία/θεατρική παράσταση.
{youtube}1yt19Ofzb9U{/youtube}