Είναι συνθέτης και μουσικός, γεννημένος το 1964 στην Αθήνα, με παρουσία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιστρόφως ανάλογη της αξίας του. Η φετινή συνεργασία του με τη Νατάσσα Μποφίλιου και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο –στο κατά κοινή ομολογία αξιόλογο EP Άνω Τελεία– σηματοδοτεί όχι μόνο τη δυναμική επιστροφή του στην επικαιρότητα, αλλά και την έξοδό του από ένα σκοτεινό τούνελ προβλημάτων υγείας. Με υποδέχτηκε στο οικιακό του στούντιο στο Ψυχικό ένα ζεστό πρωινό και μού μίλησε για όλα, με μια αμεσότητα και πυκνότητα λόγου που σπάνια συναντάω. Κυρίες και κύριοι, ο Στάμος Σέμσης!
Ας ξεκινήσουμε από την Άνω Τελεία. Πώς προέκυψε η συνεργασία με τη Νατάσσα Μποφίλιου και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο;
Στην ουσία ήταν έκπληξη. Μετά τον τελευταίο δίσκο που είχα κάνει με τον Νίκο Μωραΐτη και την Ανδριάνα Μπάμπαλη (Ο Τζον Τζον Ζει, 2010) –με τον Μωραΐτη έχω δουλέψει πολύ ούτως ή άλλως– σκεφτόμασταν τι να κάνουμε και μου πρότεινε ο ίδιος να επικοινωνήσω με τη Νατάσσα. Εγώ δίσταζα, δεν είχα επαφή μαζί της ποτέ, δεν την είχα δει ποτέ ζωντανά, όμως εκείνος μου είπε ότι είναι πολύ συμπαθής, ότι έχει πολύ ενδιαφέρον. Οπότε δική του ήταν η προτροπή να πάρω τηλέφωνο. Ήδη από εκεί φάνηκε πολύ γοητευτική και άμεσα έγινε η πρώτη συνάντησή μας, εδώ.
Με το που ήρθε, έκατσε στα synths κι άρχισε να μου παίζει δικά της κομμάτια, οπότε και καταγοητεύτηκα. Τότε της έβαλα να ακούσει διάφορα πράγματα που θα μπορούσαν να την ενδιαφέρουν. Ανάμεσά τους ήταν, ατέλειωτο ακόμα, το “Unfinished Song” –εις διπλούν unfinished δηλαδή– και είχε ενθουσιαστεί. Οπότε μείναμε τότε με μία υπόσχεση, αν και το πρόγραμμά της ήταν πολύ τρελό και δεν ήξερε αν θα έκανε επόμενο δίσκο με την ομάδα της ή όχι. Με έφερε πάντως σε επαφή με τον Γεράσιμο και μαζί αρχίσαμε αμέσως να χαζεύουμε τραγούδια. Έτσι ξεκίνησε όλη η διαδικασία.
Άρα μιλάμε κυρίως για υλικό που προϋπήρχε;
Ένα-δύο απ’ αυτά τα κομμάτια ναι, άλλαξαν όμως δομές, μπήκανε στίχοι... Μιλάμε δηλαδή για μελωδίες που προϋπήρχαν, γιατί τραγούδια έγιναν αφού μπήκαν οι στίχοι. Εκεί έγιναν αρκετές αλλαγές, εμφανίστηκαν καινούργια στοιχεία, βγήκαν εκτός άλλα... Το σχέδιο στην αρχή ήταν να κάνω έναν πολυσυμμετοχικό δίσκο όπου θα έλεγε τρία τραγούδια η Νατάσσα, σιγά-σιγά όμως μεταλλάχτηκε σε αυτήν την εκδοχή, που ήταν και η καλύτερη απ’ όλες.
Και η απόφαση να είναι ελληνόφωνα και αγγλόφωνα μαζί, πώς πάρθηκε;
Βγήκε λίγο-πολύ μόνη της. Μόλις πήγε η μελωδία του “Unfinished Song” στον Γεράσιμο, ήταν δική του η επιλογή αν θα το κάνει ελληνικό ή αγγλικό. Κι ενώ έφτιαξε και ελληνική βερσιόν, λειτούργησε πολύ ωραιότερα η αγγλική. Και επειδή ένα μέρος του EP παραπέμπει σε μια ξένη μελωδική ματιά –αν και του “Unfinished Song” είναι ελληνική– είπαμε να το σπάσουμε σε μισό/μισό.
Καθοδηγήσατε τη Μποφίλιου στο πώς θα ερμηνεύσει τα τραγούδια;
Έχει ενδιαφέρον αυτό. Κατ’ αρχάς, το υλικό από μόνο του, αν είσαι μουσικός, σε πηγαίνει σε ένα συγκεκριμένο ύφος. Και η Νατάσσα είναι μουσικός, άρα αμέσως λοκάρει στη συνθήκη ενός υλικού με καθορισμένη αισθητική. Στην ουσία, πιο πολύ ευχαρίστηση ήταν οι πρόβες της πρώτης φάσης, της κατασκευής των τραγουδιών. Δεν είμαι τόσο της καθοδήγησης, μια-δυο κουβέντες σε έναν άνθρωπο που καταλαβαίνει αρκούν. Όχι για να τον καθοδηγήσουν, αλλά για να τον μυήσουν σε μια κατεύθυνση. Είναι όσο χρειάζεται.
Συμφωνείτε ότι η Νατάσσα Μποφίλιου είναι αυτή τη στιγμή η καλύτερη από τις νέες γυναικείες φωνές;
Συμφωνώ σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε έχω προβληματιστεί για το τι θα κάνω μετά! (γέλια) Της λέω «δεν γίνεται, είναι τέτοια η πολυτέλεια να δουλεύει κανείς μαζί σου..». Και συνολικά όμως, σαν συνεργάτης, σαν άνθρωπος, σαν φίλος, είναι μεγάλη χαρά. Όπως είναι και το να δουλεύω με τον Γεράσιμο και τώρα και με τον Θέμη τον Καραμουρατίδη. Βρέθηκα ξαφνικά σε μια παρέα η οποία με δέχτηκε με τον καλύτερο πιθανό τρόπο και μου φέρθηκε καταπληκτικά.
Με την Άνω Τελεία η φωνή της Μποφίλιου μπαίνει για πρώτη φορά σε ένα ηλεκτρονικό πλαίσιο. Εσείς, όμως, είστε παλιός στα ηλεκτρονικά. Πώς ήρθατε αρχικά σε επαφή με αυτόν τον ήχο;
Συμπτωματικά, όταν ξεκίνησα, όταν δηλαδή έκανα τον πρώτο μου δίσκο (Cairo, 1989), μόλις είχανε βγει τα πρώτα sequencer προγράμματα για τον Atari. Μικρότερος, από τα πρώτα πράγματα που με είχαν γοήτευσαν στην Ελλάδα σαν τραγούδι, ήταν οι μουσικές της Λένας Πλάτωνος –με την οποία μετά γίναμε πολύ φίλοι. Μάλιστα, κάποια στιγμή (για το ’80 μιλάμε τώρα), χρηματοδοτήσαμε κι ένα ντέμο με έξι τραγούδια που είχαμε φτιάξει μαζί. Άρα η επαφή με τη Λένα, η οποία ήταν επίσης της κλασικής κουλτούρας –σε μεγάλο μάλιστα βαθμό– με έφερε πιο κοντά στον ηλεκτρονικό ήχο, στα αναλογικά συνθεσάιζερ. Είδα πώς δουλεύει όλο αυτό και με γοήτευσε.
Υπάρχει περίπτωση να τα ακούσουμε ποτέ τα τραγούδια αυτού του ντέμο;
Σκέφτομαι μήπως τα κάνω κάτι, θα πρέπει να μιλήσω και με τη Λένα μήπως βγουν κάποια στιγμή... Είναι πολύ νεανικό πράγμα, έχει πλάκα. Η Νατάσσα πάντως δεν είναι τόσο καινούργια στον ηλεκτρονικό ήχο, έχει κάνει διάφορα, όπως λ.χ. τη συνεργασία με τον Tareq. Φλερτάρει δηλαδή και με αυτό, αν και πράγματι το κυρίως πιάτο του Θέμη είναι το ακουστικό.
Εσείς πώς λειτουργείτε ως συνθέτης; Σε τι όργανο γράφετε συνήθως;
Κυρίως γράφω στα synths: αν και το βασικό μου όργανο είναι η βιόλα, δεν το χρησιμοποιώ. Και επειδή στο πιάνο δεν είμαι παίκτης, παίζω όσο χρειάζεται για να βρω κάτι –άρα δεν με οδηγούν τα χέρια μου, ούτε οι γνώσεις της αρμονίας. Συνήθως φτιάχνω ατμόσφαιρες που μου αρέσουν και από εκεί ξεπηδάνε οι μελωδίες. Σπάνια μου έρχεται μια μελωδία από μόνη της, ξεκάθαρη.
Οπότε είναι μια ενστικτώδης διαδικασία...
Τρομερά! Γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιώ τη βιόλα, γιατί με αυτήν είμαι σε μεγάλη άνεση. Μου αρέσει όταν φτιάχνω κάτι να έχω τη χαρά εκείνου που σχεδόν δεν ξέρει μουσική.
Δουλεύετε με πρόγραμμα, με ωράριο ή ανάλογα με το κέφι;
Δεν σταματάω ποτέ. Δεν έχω και κάτι άλλο να κάνω, κάτι που να με ενδιαφέρει πιο πολύ. Με ενδιαφέρει η βιόλα, την οποία μελετάω, όπως και τα όργανα που χαζεύω. Οπότε δεν αισθάνομαι ότι δουλεύω βάσει ωραρίου.
Έχετε όμως γράψει και πάνω σε στίχους, έτσι δεν είναι;
Βέβαια. Με τον Μιχάλη Μπουρμπούλη, με τον οποίον είχαμε κάνει "Τα Βεγγαλικά Σου Μάτια". Εκείνος ο δίσκος (Στην Ελλάδα Κάνει Κρύο, 1995) ήταν μάλιστα όλος φτιαγμένος πάνω στους στίχους. Και με τη Μελίνα Κανά το έχουμε κάνει, πάλι με τον Μπουρμπούλη (Γενναίοι Έρωτες, 1997).
Προτιμάτε, όμως, να ξεκινάτε από τη μουσική;
Όχι αναγκαστικά, απλώς συμβαίνει την τελευταία περίοδο να έχει γίνει πολύ αυτό. Με την περίπτωση του Μπουρμπούλη βοήθησε ο άλλος τρόπος, γιατί μου έδινε ένα ολόκληρο πακέτο στίχων.
Από τις μέχρι σήμερα δουλειές σας, είτε για συναισθηματικούς είτε για άλλους λόγους, ξεχωρίζετε κάποιες;
Ξεχωρίζω το Cairo επειδή είναι το πρώτο. Το Νησί Των Λωτοφάγων με την Έλλη Πασπαλά και τον Βασίλη Νικολαΐδη, επειδή είναι το πρώτο ελληνικό. Το Στην Ελλάδα Κάνει Κρύο επειδή είναι το πρώτο μου λαϊκό δημιούργημα και επειδή έκανε το crossover και την επαφή με τον Μπουρμπούλη, ο οποίος με έμαθε πάρα πολλά πράγματα –πολύ μεγαλύτερος άνθρωπος, πολύ πιο έμπειρος. Και τώρα την Άνω Τελεία, σε μεγάλο βαθμό. Γιατί πια έκανα ακριβώς ό,τι ονειρευόμουν και ήταν πολύ πιο σύνθετο και ενορχηστρωτικά και από άποψη παραγωγής απ’ τα άλλα. Χρειάστηκε μάλιστα και το κάλεσμα του Ορέστη Πλακίδη, ο οποίος έκανε συμπληρωματικές ενορχηστρώσεις, ηλεκτρονικές επεξεργασίες –έκανε όλη την παραγωγή και με στήριξε. Είναι πολύ φίλος. Βρέθηκαν λοιπόν πράγματα που θα ήταν δύσκολο διαφορετικά να μαζευτούν, ήταν φιλόδοξη παραγωγή.
Είστε και μουσικός, πέρα από συνθέτης, και έχετε παίξει με πολλές ορχήστρες, τελευταία μάλιστα ήσασταν σε εκείνη της ΕΡΤ...
Ήμουν στην ΕΡΤ, πρώτη βιόλα για 10 χρόνια. Δυστυχώς τώρα είναι η χειρότερη συνθήκη που μπορεί να υπάρξει...
Πώς βιώσατε το κλείσιμο της ΕΡΤ;
Στην αρχή σάστισα, δεν κατάλαβα. Μετά κατάλαβα ότι όταν έχει κλείσει η χώρα, δεν μπορεί να έχει κρατικό ραδιόφωνο. Δηλαδή όταν μια χώρα έχει διασπαστεί σε τέτοιο βαθμό, μοιραία θα δει και τον ραδιοτηλεοπτικό της φορέα να διαλύεται. Δεν ξέρω αν έχει καταλάβει ο κόσμος τι σημαίνει αυτό...
Άρα το θεωρείτε κάτι σαν επόμενο...
Μου φαίνεται ότι είναι πολύ ενδεικτικό του τι συμβαίνει. Η Ελλάδα έχει χάσει τελείως την ομοψυχία της, άρα αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να έχει έναν φορέα που να την εκπροσωπεί συνολικά. Ελπίζω να καταφέρει να τον βρει, γιατί είναι έως και τρομακτικό το τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Η διάσπαση των ανθρώπων έχει φτάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε δεν υπάρχει πια καμία συνεννόηση. Και βέβαια όσοι το λυμαίνονται πια όλο αυτό είναι οι μεγάλοι εμπορικοί οργανισμοί.
Τη νέα πραγματικότητα στο δισκογραφικό τοπίο, εσείς που έχετε ζήσει και την καλή εποχή, πώς τη βλέπετε;
Μου φαίνεται ότι οι τελευταίοι που έζησαν μια χρυσή εποχή στη δισκογραφία ήταν οι Κραουνάκης/Νικολακοπούλου/Πρωτοψάλτη τη δεκαετία του 1980. Η κυκλοφορία ενός δίσκου τότε ήταν γεγονός πανελλήνιο, επηρέαζε τη χώρα, την αισθητική. Και την ταιριάζω απόλυτα αυτήν την κατάσταση με την πολιτική συνθήκη μέσα στην οποία γεννήθηκε. Παρότι δεν είναι σπουδαία η σημερινή εποχή για τη δισκογραφία, εγώ είχα τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα, ακριβώς με τον τρόπο που ήθελα. Επίσης, η προώθησή του είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο θα μπορούσα να φανταστώ σε προηγούμενες περιόδους.
Μου φαίνεται δηλαδή ότι, με έναν μυστήριο τρόπο, εκείνος που δουλεύει καθαρά, χωρίς να εκμεταλλευτεί τις τρέχουσες συνθήκες, τελικά ανταμείβεται. Εγώ τουλάχιστον το βρίσκω σαν ανταμοιβή, ότι η ζωή μου το δίνει πίσω. Αν δηλαδή διατηρήσεις τη φρεσκάδα σου, μην έχοντας εκμεταλλευτεί τα γύρω πράγματα για να προωθηθείς, τελικά θα συναντηθείς με ανθρώπους νεότερους από σένα και θα υπάρξει αλληλοεκτίμηση καθαρή. Άρα, το θέμα της δισκογραφίας στην ουσία ποτέ δεν με στενοχώρησε. Έχω εμπιστοσύνη στο τραγούδι, μού φαίνεται ότι αν υπάρχει τραγούδι, υπάρχει και ο κόσμος που θα το ακούσει.
Τους νέους τρόπους διοχέτευσης της μουσικής, με το Spotify κλπ., πώς τους βλέπετε;
Όλα τα αγαπώ, διότι μπορεί να στερούν (σε αρκετό βαθμό) από τον συνθέτη ή τον παραγωγό τη σιγουριά ότι θα εισπράξουν τα δικαιώματά τους, πλην όμως επικοινωνούν ένα γεγονός. Και αυτή τη στιγμή το να επικοινωνηθεί κάτι, εφόσον πιστεύεις σε αυτό που κάνεις, είναι το πιο σημαντικό. Μετά βρίσκεται ο τρόπος για τα περαιτέρω...
Ήδη από την εποχή που ξεκινήσατε να δισκογραφείτε είχε μπει μπροστά ο ερμηνευτής. Ο συνθέτης βρισκόταν πολύ πιο πίσω...
Στον ρόλο του βρισκόταν δηλαδή. Ο ερμηνευτής είναι ο μπροστάρης...
Δεν θεωρείτε δηλαδή ότι ο συνθέτης παραείναι πίσω σε αναγνωρισιμότητα, ότι ελάχιστοι γνωρίζουν το όνομά του;
Ο ακροατής που ενδιαφέρεται, που αγαπάει κάτι, ξέρει το όνομα του συνθέτη. Ο μεγάλος συνθέτης παίρνει την αναγνώρισή του. Ο χρόνος καθορίζει την επαφή με το κοινό. Από τη δική μου τουλάχιστον πλευρά, δεν υπάρχει κανένα άγχος να φανώ.
Υπάρχουν πάντως συνάδελφοί σας οι οποίοι γκρινιάζουν για αυτήν την κατάσταση, χρόνια τώρα...
Ο τραγουδιστής είναι ο μπροστάρης. Όποιος λοιπόν αγαπήσει το υλικό του τραγουδιστή θα αναρωτηθεί: διάολε, ποιος το έχει κάνει; Αν δεν κοιτάξει, δεν θα τον ήθελα να με ξέρει. Τους μεγάλους που ασχολούνται με το τραγούδι, τους ξέρουμε ποιοι είναι. Αλλά κάτι τέτοιο θέλει τον χρόνο του. Εγώ δεν βιαζόμουν ποτέ, καμιά φορά εις βάρος μου. Ας πούμε, στην περίπτωση της ΕΡΤ, κανείς δεν με κάλεσε όταν το Δεύτερο Πρόγραμμα έκανε τα αφιερώματα στους συνθέτες, ενώ βρισκόμουν εκεί, στα πόδια τους. Δεν με ένοιαζε όμως, δεν έχω πικρίες για όσα δεν γίνονται, έχω πικρίες για τις βλακείες που βλέπω.
Όπως;
Χειρισμούς, προσπάθειες να εδραιωθούν άνθρωποι με λύσσα, ίσως για να αποδείξουν ότι είναι συνθέτες...
Με τα socialmedia ασχολείστε;
Πάρα πολύ λίγο, είναι η αλήθεια. Στο ίντερνετ μπήκα το 2011, τρομερά αργά. Ενώ είμαι της τεχνολογίας και δουλεύω τόσα χρόνια με τα κομπιούτερ, για κάποιον λόγο δεν ήθελα να μπω. Μπήκα επειδή, όταν κάναμε τον δίσκο με την Μπάμπαλη και τον Μωραΐτη, χρειαζόταν ο Άκης Κατσουπάκης (ο βοηθός στις ενορχηστρώσεις) να μπαίνει στο ίντερνετ. Οπότε μου είπε «δεν γίνεται, πρέπει να βάλεις σύνδεση». Κι έτσι ξεκίνησα. Πρόκειται πάντως για ένα παιχνίδι πολύ χαριτωμένο.
Και βοηθάει πολλούς νέους καλλιτέχνες να επικοινωνήσουν τη δουλειά τους...
Κι εγώ έχω βρει πάρα πολλά πράγματα, τα οποία δεν θα τα έβρισκα διαφορετικά.
Να πάμε λίγο πίσω στον χρόνο. Μεγαλώσατε σε μία οικογένεια μουσική...
Απόλυτα.
Η οποία είχε μέσα της και το λαϊκό στοιχείο από τον παππού σας και το κλασικό, από τον πατέρα σας. Εσείς αισθάνεστε πιο κοντά σε κάποιο από τα δύο;
Αν έπρεπε να επιλέξω ένα από τα δύο, δεν θα μπορούσα. Ευχαριστιέμαι όλα τα είδη. Ακόμα κι αν τα χωρίσουμε σε κλασική μουσική και τραγούδι, το δεύτερο απαρτίζει μια τόσο μεγάλη κατηγορία... Είναι ένα μεγάλο παιχνίδι. Από ένα μεγάλο παιχνίδι δεν μπορείς να πεις ότι θέλεις μόνο ένα μέρος του, γιατί τελικά αποτελεί όλο ένα πράγμα.
Από την οικογένειά σας υπήρξε ενθάρρυνση να ασχοληθείτε με τη μουσική; Ή προσπάθησαν να σας στρέψουν προς κάπου αλλού, αφού γνώριζαν τις δυσκολίες της δουλειάς;
Επειδή ήταν μουσική οικογένεια και ήταν όλοι βιολιστές για χρόνια, το θεωρούσαν σίγουρο ότι θα ασχοληθούμε με τη μουσική και ο αδερφός μου κι εγώ. Ίσως τους έκανε εντύπωση ότι έγραφα. Δεν μπορούσαν να το αφομοιώσουν.
Γράφατε από μικρός δηλαδή...
Από τα 14-15. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο να αφομοιωθεί, θα θέλανε πιο πολύ να ήμουν μόνο κλασικός. Κατάφερα βέβαια τελικά να μπορώ να τα κάνω και τα δύο, βγήκε σε κέρδος μου. Απλώς ήτανε μπόλικη η δουλειά που έπρεπε να γίνει και στις δύο μπάντες, γιατί οι μεν με θεωρούσαν του τραγουδιού, οι δε με θεωρούσαν του κλασικού. Ακόμα δεν το έχουν ξεπεράσει...
Ήσασταν σαν ξένος, σε όποια πλευρά κι αν βρισκόσασταν...
Ναι, γιατί πολλές φορές εκείνοι που ασχολούνται με την κλασική αισθάνονται επίτιμοι εκπρόσωποι του Μπαχ, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, ενώ δεν είναι με καμία κυβέρνηση· και αυτοί του τραγουδιού πολλές φορές αισθάνονται μειονεκτικά σε σχέση με όσους ασχολούνται με τον Μπαχ, τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν, πράγμα που κανείς από τους τρεις συνθέτες δεν θα το έβλεπε έτσι, γιατί όλοι οι άνθρωποι τραγουδάνε. Πρόκειται για μια ανισορροπία που στη δουλειά μου με έχει βλάψει πολλές φορές. Σκεφτείτε ότι ήμουν 10 χρόνια πρώτη βιόλα στην ΕΡΤ και ήμουν συμβασιούχος, ποτέ μόνιμος. Και κανείς δεν σκέφτηκε «παιδιά, μήπως υπάρχει κάποιο λάθος εδώ»; Και ανάλογα πράγματα γίνονται βέβαια και με άλλους ανθρώπους. Δεν είχα πάντως ποτέ την παραμικρή στήριξη από τον «κλασικό» χώρο.
Στον άλλο χώρο, θεωρείτε ότι έχετε βρει περισσότερη ανταπόκριση;
Τώρα πια, με τη Νατάσσα και τον Γεράσιμο, μπορώ να πω ότι έχω συμμάχους. Αλλά πήρε χρόνια...
Είχατε και μια περιπέτεια με την υγεία σας πρόσφατα...
Μεγάλη. Ένα λέμφωμα για το οποίο έκανα χημειοθεραπεία. Και το 2003 και το 2011.
Από αυτήν την προφανώς πολύ δύσκολη εμπειρία σε όλα τα επίπεδα, τι αποκομίσατε σαν άνθρωπος; Και προσωπικά και σε σχέση με τον περίγυρό σας;
Κατ' αρχάς, βασική και πάρα πολύ σημαντική, στάθηκε η στήριξη των φίλων. Δηλαδή είδα πόσο χρήσιμο και πόσο απαραίτητο είναι το να βρίσκονται οι φίλοι σου εκεί, να σε στηρίξουν σε μια περίοδο κατά την οποία κλονίζεσαι και δεν ξέρεις αν θα ζήσεις ή όχι –έχει πολύ ενδιαφέρον η συνθήκη. Κατά δεύτερον, από την πρώτη φορά αλλά ακόμα περισσότερο μετά τη δεύτερη –σκέψου ότι η Άνω Τελεία είναι το πρώτο πράγμα που κάνω μετά τις χημειοθεραπείες– έγινα λιγότερο τσιγκούνης με ό,τι βγάζω προς τα έξω. Πριν, επειδή έχω μια συστολή από τη φύση μου, δεν ήμουνα πολύ του να παίξω σε λάιβ, να κυνηγήσω να κάνω υλικό πιο φωτεινό και όλα αυτά. Ενώ τώρα έχω αρχίσει και αντιστρέφομαι. Η χαρά και η αναζήτηση του θέματος ζωή στην κανονική του εκδοχή, είναι μεγαλύτερη. Όταν βλέπεις ότι ο χρόνος σου μπορεί να μειώνεται, τον εκτιμάς πολύ περισσότερο.
Στην αρχή εκείνης της περιόδου είχατε βγάλει και τον δίσκο με την Έλλη Πασπαλά, Σε Ποιον Θεό Να Πιστέψω. Είχε ο τίτλος σχέση με την ιστορία αυτή;
Αυτό πάλι ήταν πολύ περίεργο... Ήταν το 2002, περίοδος στην οποία είχα μπει σε μια τρομερή κατάθλιψη –και μετά χτύπησε ο καρκίνος. Έβλεπα το γύρω, το τι γινόταν, είχα πέσει σε μια πραγματικά βαριά κατάθλιψη γιατί φαινόταν αυτό που ερχότανε... Όταν όμως αρρώστησα και μου είπαν «χημειοθεραπείες ή τρεις μήνες ζωής», άλλαξα γνώμη. Είπα θέλω να ζήσω, θέλω να το δω το γεγονός.
Από 'δω και πέρα τι; Ξέρω ότι ετοιμάζετε κάτι στη Γαλλία...
Έχω κλείσει μια συνεργασία με την Κατερίνα Φωτεινάκη, την οποία βρήκα μέσω YouTube. Ξεκινήσαμε κάποια πράγματα, κάναμε ένα αφιέρωμα στον Χατζιδάκι, παίξαμε σε διάφορα μέρη, έχει αρχίσει πράγματι ένα πάρε-δώσε με το Παρίσι. Πάντα δε γελάω με τον Γεράσιμο που έγραψε το «τι στην Αθήνα, τι στο Παρίσι», ταιριάζει γάντι στην περίσταση! (γέλια). Έχει ανοίξει μια συνεργασία και μια φιλία πολύ σοβαρή με τον Γεράσιμο. Είναι σίγουρο λοιπόν ότι θα δουλέψουμε μαζί. Πάνω σε τι ακριβώς είναι άγνωστο, ξέρω πάντως ότι βασικός συντελεστής θα είναι εκείνος κι αυτό δεν είναι λίγο.
Υπάρχει περίπτωση να σας δούμε ξανά ως ερμηνευτή, όπως κάνατε στο ντεμπούτο σας;
Αν μου ερχόταν πολύ κέφι και έβρισκα υλικό που να μου πηγαίνει και να με εκφράζει, ναι, θα το έκανα. Αλλά θα ήταν για λίγους. Δηλαδή δεν θα μπορούσα να το κάνω ποτέ σ' ένα σούπερ μάρκετ, θα προτιμούσα ένα ωραίο καφενεδάκι. Είμαι αυτής της νοοτροπίας. Και με τα λόγια του Γεράσιμου ακόμα καλύτερα.
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι σε όσα είπαμε;
Μετά από μια τόσο μεγάλη κρίση, βρίσκομαι μεν σε μια χώρα η οποία διαλύεται, αλλά με τις καλύτερες συνθήκες στη δουλειά μου, με φίλους (Νατάσσα, Γεράσιμος, Θέμης, όλη τη μπάντα και τους συνεργάτες), με ανθρώπους εξαιρετικής αξιοπρέπειας, στους οποίους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Κι αυτό μού συμβαίνει και στην Ελλάδα, αλλά και στο Παρίσι με την Κατερίνα Φωτεινάκη. Οπότε νιώθω ευτυχισμένος άνθρωπος.
{youtube}UMT4gyuitYg{/youtube}