Συνθέτης και πιανίστρια, η Τάνια Γιαννούλη στέκει κάπου ανάμεσα στην κλασική μουσική και στην τζαζ. Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία της, το Forest Stories: Improvised Music For Piano And Wind Instruments (συνεργασία με τον Πορτογάλο Paulo Chagas), αποτελεί εξαιρετικό δείγμα αυτής της ενδιάμεσης γραφής. Αποτελεί όμως και την ευκαιρία για να τη γνωρίσουμε λίγο καλύτερα…
Πώς αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της ενασχόλησής σας με τη μουσική; Ποια ήταν εκείνα τα πρώτα ακούσματα που σας παρότρυναν να δείτε το πιάνο πιο σοβαρά;
Άρχισα τα μαθήματα σε μικρή ηλικία και ήδη υπήρχαν στο σπίτι βινύλια με τα Νυχτερινά του Chopin, μουσική η οποία τότε στα αυτιά μου ακουγόταν «μαγική». Προχωρώντας βέβαια τις σπουδές ανακάλυψα πολλές ακόμη «μαγικές» μουσικές που ανυπομονούσα να παίξω, ενώ άρχισα να γράφω και τη δική μου μουσική.
Στο Forest Stories η γραφή σας, εκτός της κλασικής, εκτείνεται εξίσου και προς την τζαζ. Εν τέλει πόσο κοντά (ή μακριά) βρίσκονται τα δύο είδη;
Ο αυτοσχεδιασμός (που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της τζαζ) δεν είναι τίποτα άλλο παρά σύνθεση σε πραγματικό χρόνο. Αν μιλάμε δε για ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, τότε το ιδίωμα βρίσκεται συχνά πολύ κοντά σε avant-garde ακούσματα ή σε ό,τι λέμε σύγχρονη λόγια (ή κλασική) μουσική. Η δουλειά μας στο Forest Stories βασίζεται στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, έχει όμως στοιχεία και από ιμπρεσιονισμό, μινιμαλισμό, καθώς και από τη σύγχρονη μουσική δωματίου.
Όσο όμως αντλείτε από τον αυτοσχεδιασμό, άλλο τόσο αντλείτε και από την πιο δομημένη γραφή. Πού και πώς θέτονται κάθε φορά τα όρια;
Εξαρτάται κάθε φορά από το τι θέλεις να κάνεις. Στη συγκεκριμένη πάντως δουλειά με τον Paulo, μερικές φορές υπήρχε μια αρχική ιδέα/θέμα πάνω στο οποίο βασιζόταν ένα κομμάτι, άλλες όμως κινηθήκαμε εντελώς ελεύθερα –και το αποτέλεσμα ήταν κάτι το οποίο δεν είχαμε σχεδιάσει ή «συνθέσει» από πριν. Πάντως η μουσική του Forest Stories δεν είναι παραδοσιακή τζαζ, όπου υπάρχουν συνήθως κανόνες και ρόλοι. Έχει πολύ πιο ελεύθερη μορφή, οπότε τα όρια αυτοσχεδιασμού και δομημένης γραφής δεν είναι τόσο ξεκάθαρα.
Θα λέγατε πως ο αυτοσχεδιασμός είναι «η δημοκρατική στιγμή» της μουσικής δημιουργίας;
Ναι, σαφώς είναι!
Το Forest Stories υπηρετεί κάποια βαθύτερη νατουραλιστική θεώρηση; Ή «απλώς» ξεκινά με αφορμή τη φύση και τους χρόνους της;
Νομίζω πως τα λίγα λόγια που έγραψα για το booklet του CD απαντούν στην ερώτησή σας… Γενικά θεωρώ πως, βρίσκοντας ξανά τον σύνδεσμό μας με τη φύση, ίσως συνειδητοποιήσουμε ότι ο δικός μας μικρόκοσμος –με τους φόβους, τους πόνους και τα προβλήματά του– δεν αποτελεί παρά ένα μικρό μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης πραγματικότητας. Μπορούμε να αντλήσουμε δύναμη, κουράγιο και σοφία απ’ τη φύση. Κι αυτό ίσως είναι κάτι που έχουμε ξεχάσει σήμερα.
Το πολυεθνικό του δίσκου (συνεργασία με τον Πορτογάλο Paulo Chagas, κυκλοφορία μέσω της Rattle από τη Νέα Ζηλανδία) συμβαδίζει με την αποδοχή του;
Χαχα, πραγματικά δεν γνωρίζω! Προς το παρόν δεν έχω ακόμη λάβει τις καταστάσεις από την εταιρεία για τις πωλήσεις του δίσκου. Οπότε ίσως θα πρέπει να μου κάνετε ξανά αυτή την ερώτηση σε 6 μήνες. Το μόνο που ξέρω μέχρι τώρα είναι πως ο δίσκος έχει λάβει καλές κριτικές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό…
Η μουσική σας έχει παιχτεί σε αρκετά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και σε χώρες όπως το Ιράν ή η Ινδονησία. Τι εμπειρίες έχετε αποκομίσει παίζοντας σε τέτοιους «μη τυπικούς» για Δυτικούς μουσικούς προορισμούς και ποια ήταν η ανταπόκριση;
Στο μυαλό μου έρχεται ένα διεθνές φεστιβάλ στο Ιράν, όπου παρουσιάστηκε κάποτε η παιδική παράσταση (μια παράσταση μόνο με μουσική και παντομίμα, για πολύ μικρά παιδιά) για την οποία είχα γράψει μουσική. Πέρα από τις λεπτομέρειες που διέθεταν κάποιο ενδιαφέρον –έπρεπε π.χ. να φτιαχτούν νέα κοστούμια, που να καλύπτουν τα μαλλιά και όλο το σώμα των ηθοποιών, να δοθούν δύο παραστάσεις σε ειδικές επιτροπές για να πάρουν έγκριση προτού παρουσιαστούν στο κοινό και πολλά άλλα «περίεργα» για εμάς τους Δυτικούς– αυτό που μας έμεινε ήταν το πόσο φάνηκε να διψούν τα παιδιά για τέτοια θεάματα και με πόσο ενθουσιασμό μας υποδέχτηκαν σαν κοινό. Περιττό να πω ότι δόθηκαν δύο επιπλέον παραστάσεις, γιατί η ανταπόκριση υπήρξε μεγάλη.
Η διαδικασία της σύνθεσης διαφέρει όταν γράφετε μουσική για μία θεατρική παράσταση, για ένα βίντεο ή για έναν «κανονικό» δίσκο;
Ναι, διαφέρει σε κάθε περίπτωση. Σε ένα θεατρικό έργο το πιο σημαντικό πράγμα είναι ο λόγος, το κείμενο –κι αυτό δεν πρέπει ποτέ να παραβλέπεται. Στο βίντεο η εικόνα είναι πολύ άμεση σαν μέσο και η μουσική εξίσου σημαντική με αυτήν. Αν τώρα το έργο είναι αμιγώς μουσικό (ένας δίσκος ή ένα κομμάτι για μια συναυλία) δεν υπάρχουν όλες αυτές οι δεύτερες σκέψεις και σίγουρα ο δημιουργός αισθάνεται πιο ελεύθερος.
Τι θα απαντούσατε λοιπόν σε όσους πιθανώς ισχυρίζονται πως το να μπλέκεις τη μουσική μαζί με άλλες μορφές τέχνης, εν μέρει την «καταδικάζει» σε αυστηρώς λειτουργικό (ή χρηστικό) ρόλο;
Πολλές φορές μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά υπάρχουν μάλλον περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες δεν ισχύει καθόλου. Η μουσική μπορεί να έχει την ίδια ή και μεγαλύτερη σπουδαιότητα με τις άλλες τέχνες με τις οποίες συνυπάρχει. Για παράδειγμα, έχουν γραφτεί αριστουργήματα στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής που σαφώς μπορούν να σταθούν από μόνα τους και δεν χάνουν την αξία ή την ομορφιά τους γιατί απλά χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες μιας ταινίας.
Στο βιογραφικό σας διαβάζουμε για μια επικείμενη συνεργασία με τον λογοτέχνη Ευγένιο Αρανίτση. Τι μορφή θα έχει αυτή η συνεργασία;
Ο Ευγένιος Αρανίτσης μου έχει εμπιστευτεί μερικά μικρά κείμενά του και γράφω μουσική για καθένα από αυτά. Σκοπός είναι να γίνει μια έκδοση βιβλίου μαζί με CD, αλλά να παρουσιαστεί και ζωντανά: ένας αφηγητής κι ένα μικρό σύνολο.
Μεταξύ των project με τα οποία δραστηριοποιήστε, υπάρχει και το ντουέτο των Emotone με τον Tomas Weiss. Πείτε μας δυο λόγια για αυτό…
Οι Emotone δημιουργήθηκαν το 2010, όταν γνώρισα τον Tomas Weiss και τη μουσική του η οποία μου κίνησε το ενδιαφέρον. Έτσι αποφασίσαμε να συνδυάσουμε τους δύο χώρους από τους οποίους προέρχεται ο καθένας μας (ambient/electronica ο Τomas και οργανική/κλασική μουσική εγώ) φτιάχνοντας στην ουσία ένα crossover με στοιχεία από electronica, electroacoustic, ambient, post-classical, leftfield και άλλους (α)πίθανους συνδυασμούς. Διαλέξαμε να ονομάσουμε το project Emotone –από τις λέξεις emotion και tone– γιατί θέλουμε η μουσική που κάνουμε να είναι γεμάτη με συναίσθημα. Στην πορεία μας έχουμε συνεργαστεί με διάφορους μουσικούς επί σκηνής, ενώ συνεχίζουμε να δοκιμάζουμε καινούργια πράγματα.
Ο πρώτος δίσκος των Emotone είναι ήδη στα σκαριά, ετοιμάζετε και κάτι άλλο;
Η κυκλοφορία του πρώτου δίσκου των Emotone είναι το πιο άμεσο από τα σχέδια, όπως επίσης και μία συναυλία το φθινόπωρο στην Αθήνα (στο Six d.o.g.s.). Παράλληλα ετοιμάζω –λίγο πιο μακροπρόθεσμα– κι ένα προσωπικό CD. Το site μου (www.tania-giannouli.com) θα είναι πάντα ενημερωμένο για ό,τι νέο.
{youtube}Dd6J447tnUA{/youtube}