Λίγο πριν τη συναυλία-πάρτυ της Νατάσσας Μποφίλιου στην αγαπημένη της Τεχνόπολη (αύριο Τετάρτη, 5/9), ανοίξαμε μαζί τις «βαλίτσες» των διακοπών της. Τα «ρούχα» πολλά, και ποιος θα τα συμμαζέψει… «Ο δρόμος είναι μεγάλη εμπειρία», συλλογίστηκε για λίγο, και ήταν σα να πέρασαν μπροστά στα μάτια της όλες οι εικόνες ενός γεμάτου καλοκαιριού. Αυθόρμητη, χωρίς πολλά στησίματα και γεμάτη αφοπλιστική ειλικρίνεια, μας χάρισε ένα δίωρο καλής παρέας και κουβέντας γεμάτης σκέψεων και συναισθημάτων…
Πώς κύλησε το συναυλιακό καλοκαίρι;
Το 80% των συναυλιών πήγε εξαιρετικά πετυχημένα, το 15% έτσι κι έτσι, και ένα 5% πήγε τραγικά. Αλλά το 80% πήγε απροσδόκητα καλά. Και χαίρομαι που υπήρξαν και οι δύο πλευρές. Και κοινό με πολύ λίγα εισιτήρια, και κοινό που γινόταν χαμός. Αυτό για μένα είναι ισορροπία. Θυμίζει στον καλλιτέχνη ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ότι πρέπει να δουλεύεις καθημερινά. Είτε παίζεις για ένα κοινό 50 ατόμων, είτε για ένα κοινό 1500 ατόμων, πρέπει να είσαι άψογος.
Είναι κουραστική εμπειρία;
Όποιος δουλεύει με τη μάνατζέρ μας, ξεχνάει τι σημαίνει ζωή! Ξέρει μόνο τι θα πει δουλειά. Έτσι, είχαμε έναν δρόμο με πολλές συναυλίες: βρίσκεσαι συνεχώς στο ταξίδι. Είναι μια τριετία τώρα που είμαστε στον δρόμο. Και τώρα ήρθε ο καιρός να ανοίξω αυτή τη «βαλίτσα» των εμπειριών που μάζεψα και να δω τι έχει μέσα. Γι’ αυτό το επόμενο καλοκαίρι αποφάσισα να μην κάνω κάτι σε περιοδεία. Με εξόντωσε και με ξαναγέννησε. Υπήρχε στιγμή πέρσι που λιποθύμησα πάνω στη σκηνή, γιατί δεν είχα άλλο. Το ’χα τραβήξει από τα μαλλιά. Βέβαια από την άλλη, έμαθα τα όριά μου. Έγινα επαγγελματίας μουσικός. Βάρυνα περισσότερο σαν άτομο. Αλλά το πρόσημο του δρόμου δεν συγκρίνεται με τίποτα. Που δεν ξέρεις πού θα κοιμηθείς το βράδυ, κι αν θα κοιμηθείς… Δεν συγκρίνεται με την ασφάλεια της Αθήνας, εκεί ξέρεις ότι θα γυρίσεις να κοιμηθείς σπίτι σου. Είναι κάτι που όλοι οι καλλιτέχνες πρέπει να το περάσουν για να το καταλάβουν.
Και την Τετάρτη στο Γκάζι, τι μας ετοιμάζεις;
Είναι το πάρτυ μας! Περιμένουμε πώς και πώς τη συγκεκριμένη συναυλία. Την αγαπάω πολύ την Τεχνόπολη, γιατί εκεί μεγάλωσα μουσικά. Έχω συνδεθεί από την αρχή με αυτόν τον χώρο. Την πρώτη μου μεγάλη συναυλία την έκανα εκεί. Περίμενα 300 άτομα, και ήρθανε 2500 χιλιάδες! Νιώθω ότι αυτός ο χώρος με έχει σημαδέψει. Γι’ αυτό και επιλέξαμε την Τεχνόπολη. Ξέρω τους ανθρώπους εκεί. Είναι όλα αλλιώς.
Στο κυρίως μέρος του προγράμματος, τι να περιμένουμε;
Κοίτα, θα κάνουμε κυρίως ό,τι κάναμε και τον χειμώνα, αλλά με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις. Όχι κάτι τρομερό. Γιατί είναι μια γιορτή η οποία κλείνει το περσινό πρόγραμμα. Και είναι νομίζω και πάρα πολύ λυτρωτικό για μας. Είμαστε καιρό μακριά από την Αθήνα, μετά από μια έντονη χρονιά. Το έχουμε πολύ ανάγκη.
«Καλεσμένους» θα έχει το πάρτυ;
Όλοι περιμένετε τον Αλκίνοο ε; Να βγει στον “Λοχαγό Έρωτα”. Όχι, θα είμαι εγώ και τα αγόρια μου…
Τα «αγόρια» σου;
Είμαστε μια ομάδα που το ζήσαμε πολύ έντονα, γιατί χτίσαμε πράγματα με πολύ κόπο. Ο Θέμης είναι πολύ μεγάλος καλλιτέχνης και νομίζω θα τον δικαιώσει η ιστορία. Και ο Γεράσιμος. Είναι πολύ ταλαντούχοι και οι δύο. Άνθρωποι εξαιρετικά σπάνιας κουλτούρας.
Σου τυχαίνει να «πετάς» στα live σου;
Πολλές φορές μου έχει συμβεί σε live να χάνω την αίσθησή μου από την απόλαυση που παίρνω από τη μουσική. Πιο πολύ νιώθω στέρεα στα δικά μου live. Εκεί όπου ένιωσα να «πετάω», όμως, ήταν στη συναυλία με τον Ξαρχάκο. Εκεί ένιωσα εκρηκτικές στιγμές, και λόγω του Γιάννη του Χαρούλη, αλλά και λόγω της γιγάντιας προσωπικότητας του Ξαρχάκου.
Πώς ήταν σαν εμπειρία;
Υπήρξαν φορές που ένιωθα ότι πάω στην εκκλησία. Τέτοια ατμόσφαιρα. Σε μια άλλη πραγματικότητα, όπου βρίσκεσαι και δημιουργείς. Το ότι είχαμε έναν άνθρωπο να το διευθύνει αυτό, με βοήθησε πάρα πολύ. Γιατί δεν είχα τίποτα να σκεφτώ. Μου το τραβούσε από μέσα μου.
Είναι δάσκαλος ο Ξαρχάκος;
Είναι ένας εξαιρετικά αυστηρός άνθρωπος. Όμως δεν σου βγάζει φόβο. Σου βγάζει σεβασμό. Τα ξέρει όλα καλύτερα από μένα. Και τι θα κάνει με μένα την ίδια. Δεν το ’χω ξανακάνει και δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω –δεν μου ’χει ξανατύχει να με κατευθύνουν. Υπήρξε μια απίστευτη χημεία. Κι ένιωσα ότι συνέβη το ίδιο και στον Γιάννη τον Χαρούλη. Τεράστια εμπειρία. Και σκέψου ότι γενικά δεν ψαρώνω εύκολα. Ψαρώνω μόνο με όσους έχουν πραγματικά κάτι να μου πουν. Φοβερή τύχη…
Ξεχωρίζεις άλλες συνεργασίες σου;
Βέβαια! Με τον Κραουνάκη και τον Πορτοκάλογλου. Πολύ μεγάλες προσωπικότητες καλλιτεχνικά. Ή την εμφάνιση που είχα κάνει δίπλα στον Χρόνη Αηδονίδη. Απλά ο Ξαρχάκος έχει και μια ιστορικότητα, την οποία κουβαλά. Μια μουσική ιστορία. Και έπαιζε μεγάλο ρόλο το ότι βρέθηκε και ο Γιάννης μαζί μας σ’ αυτό.
Μιλάς με πολλή αγάπη για τον Γιάννη. Τι τον κάνει τόσο ξεχωριστό;
Ο Γιάννης είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, ένα σοφό παιδί. Και έχει μέσα του ένα πρωτόγονο και χωμάτινο συναίσθημα, το οποίο τον κάνει να έχει μια γερή ρίζα. Σα να κουβαλά ένα παρελθόν που δεν το έχει ζήσει, που δεν το δικαιολογεί η ηλικία του. Αισθάνομαι το χώμα αυτό στην ερμηνεία του, νομίζω δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανένα. Είναι μαγικό αυτό που έχει. Δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Ακούς παραδοσιακή μουσική;
Κοίτα, δεν έχω παραδοσιακά ακούσματα. Είμαι παιδί της πόλης. Αστή. Μου αρέσουν όμως πολύ τα θρακιώτικα, τα ριζίτικα, τα τραγούδια από τα Επτάνησα (ο ένας παππούς από Κεφαλονιά κι ο άλλος από Κύθνο), τα ηπειρώτικα. Πιστεύω πολύ στις ρίζες των ανθρώπων. Δεν μ’ αρέσουν όλα τα παραδοσιακά. Όμως τα σέβομαι και τα εκτιμώ.
Ποιες μελωδίες σε πρωτοσυντρόφεψαν;
Τα πρώτα ακούσματα που θυμάμαι: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Μικρούτσικος. Ο μπαμπάς μου αγαπούσε πολύ τους Beatles, αλλά και τις ιταλικές μπαλάντες (από ’κει επηρεάστηκα). Μετά άρχισα λίγο να ψάχνομαι: Pink Floyd, Led Zeppelin, Doors, Sabbath... Γενικά μου αρέσει ο σκληρός ήχος. Τελευταία έτυχε να πέσω πάνω στους Deftones κι έχω κολλήσει πραγματικά. Αλλά μου αρέσει εξίσου και η κλασική μουσική, όπως και το ρεμπέτικο. Και οι Peppers. Και αρρωσταίνω με Depeche Mode, είμαι φανατική. Απλά επειδή είμαι λίγο άμπαλη στα θέματα υπολογιστή –δεν έχω υπολογιστή αυτή τη στιγμή– είμαι λίγο δυσκίνητη στο να βρω νέα ακούσματα.
Από σπουδές;
Ξεκίνησα στα 5 μου, έφτασα έναν χρόνο πριν το πτυχίο, αλλά σταμάτησα στα 15. Έκανα πιάνο –τα απαραίτητα θεωρητικά– έναν χρόνο τζαζ πιάνο και τραγούδι, και πολλά χρόνια χορό. Τώρα θέλω να μάθω κιθάρα ή ακορντεόν. Θέλω να παίζω ένα όργανο που να μπορώ να το μεταφέρω. Αλλά είμαι αναβλητική. Κάποιες φορές είμαι κωλώστρα. Θέλω να δοκιμάσω πολλά νέα πράγματα, που άμα κάτσω και στα πω θα πεις «αυτή είναι παλαβή». Είναι υγιές όμως κάτι τέτοιο για τους καλλιτέχνες, νομίζω. Πρέπει να δοκιμάζουν νέα πράγματα.
Κατατάσσεις τον εαυτό σου σε αυτό που κάποιοι αποκαλούν «έντεχνο»;
Είναι δύσκολο να πεις. Ακόμα σκέφτομαι τι να απαντήσω στο «τι δουλειά κάνεις». Λέω πως τραγουδάω. Με βλέπουν ξανθιά. Οπότε με ρωτάνε «με ποιον τραγουδάς». Λέω, «μόνη μου». «Και πού παίζεις;» «Και τι τραγουδάς;». Οπότε δεν ξέρω τι να απαντήσω. Είναι μπερδεμένο… Έχουμε κι ένα ύφος φτιάξει πια που σε παραπέμπει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Σαφώς το πιο κοντινό είδος είναι το έντεχνο. Όμως στιλιστικά δοκιμάζουμε κι άλλα είδη.
Από αυτή τη νέα γενιά καλλιτεχνών που έχουν «ξεπεταχτεί», ποιους ξεχωρίζεις;
Αυτούς που ξεχωρίζει κι ο κόσμος. Μαραβέγια, Μουζουράκη, Χαρούλη, Ελεονώρα Ζουγανέλη, Μόνικα, Locomondo, εμάς. Όλοι κάνουν ο καθένας κάτι ξεχωριστό, κάτι δικό του. Και το κάνουν όλοι πολύ καλά. Ο Πάνος π.χ. ο Μουζουράκης) είναι αδιανόητα ταλαντούχος. Είναι διεθνής καλλιτέχνης και θα μπορούσε να βρίσκεται στο εξωτερικό, έχει τρομερή σκηνική αίσθηση. Η Μόνικα είναι μια υπέροχη γυναίκα τραγουδοποιός, μετά από πολλά χρόνια. Ο Μαραβέγιας έχει αυτό το μεσογειακό ταμπεραμέντο. Ο καθένας έχει τη δική του φάση. Κι είμαστε και μια γενιά που ο ένας εκτιμά πολύ τον άλλο. Μια γενιά η οποία έχει φτιάξει μια πολύ δυναμική σκηνή.
Σε προσωπικό επίπεδο, σε επηρέασε η απότομη αναγνωρισιμότητα;
Όχι, γιατί ανακάλυψα ότι αυτό που κάνουμε έχει υπόσταση. Αλλά και γιατί δεν έγινε ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη. Από συναυλία σε συναυλία, αυξάνονταν και λίγο περισσότερο τα άτομα. Αναπτύξαμε μια σχέση με το κοινό, και σιγά-σιγά γίναμε κι εμείς καλύτεροι καλλιτεχνικά. Δεν ξύπνησα ξαφνικά μια μέρα και το κοινό είχε πολλαπλασιαστεί, έγινε σταδιακά. Δεν ήταν λοιπόν κάτι που έγινε hype. Ο κόσμος το πήρε χαμπάρι σιγά-σιγά. Και το θεωρώ υγιές. Γι’ αυτό και δεν άλλαξε κάτι σε μένα. Ίδιες αγωνίες, ίδια άγχη, ίδιος ενθουσιασμός.
Σκέφτεσαι ότι θα κάνεις για πάντα μουσική;
Δεν ξέρω αν θα ’μαι για πάντα επαγγελματίας τραγουδίστρια, όμως, είμαι τραγουδίστρια. Αν σταματήσω, θα πεθάνω. Κυριολεκτικά.
Αν δεν ήσουν;
Θα έκανα κάτι καλλιτεχνικό. Θα αναζητούσα και πάλι τη λύτρωση. Μέσω της τέχνης.
Ξεχωρίζεις κάποια από τις προηγούμενες δουλειές σου;
Δε μπορώ να διαλέξω. Νιώθω ξεχωριστά για τις Ανάσες. Την πρώτη δουλειά. Ήταν σαν την πρώτη μέρα στο Δημοτικό. Είναι πάντα ανεξίτηλη στη μνήμη σου. Όπως και η “Ασπιρίνη”.
Τι παραπέρα βήμα θεωρείς πως κάνατε φέτος με τις Μέρες Tου Φωτός;
Άλλαξαν πολλά σ’ αυτόν τον δίσκο. Έχει τους ολοκληρωμένους εαυτούς μας. Όλοι νιώθουμε ότι πήγαμε ένα βήμα παρακάτω. Ο Θέμης και ο Γεράσιμος έκαναν εξαιρετική και διαφορετική δουλειά. Εγώ προσπάθησα να ακολουθήσω τον δημιουργικό αυτό δρόμο που νιώθω ότι είναι καινούριος. Θεωρώ ότι έχει μέσα 2-3 μεγάλα τραγούδια (“Δεμένη”, “Εγώ Μεγάλωνα Για Σένα”, “Η Καρδιά Πονάει Όταν Ψηλώνει”). Κι άλλα θεωρώ ότι έχει, αλλά λέω αυτά προς το παρόν. Κι επίσης φτιάχτηκε τελείως διαφορετικά. Γράφτηκε μέσα σε έξι μέρες σχεδόν όλος. Για έναν χρόνο δεν είχαν γράψει τίποτα τα παιδιά, σκέψου. Είναι ένας εαυτός μας πιο ώριμος και πιο ολοκληρωμένος. Και πάει πολύ καλά εμπορικά, αλλά και από άποψη κριτικών. Η επιτυχία είναι ότι ο κόσμος έχει καταλάβει ακριβώς την πρόθεσή μας. Το έργο επικοινώνησε ακριβώς με τους ακροατές.
Έχετε κάνει καθόλου «εκπτώσεις» λόγω κρίσης;
Στο λέω απολύτως ειλικρινά: δεν έχουμε κάνει ούτε μία φορά. Ούτε στο ελάχιστο. Ούτε σε μια συνεργασία. Είμαστε ακραία τυχεροί. Δεν χρειάστηκε ούτε μια φορά να κάνουμε πίσω. Έχουμε χάσει βέβαια από αυτό… Αλλά δεν το μετανιώσαμε. Αντίθετα, είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος ο οποίος κυνηγάει το όνειρο.
Έχει τύχει να ακούσω σε παρέες στις οποίες «ακούγεται» η Μποφίλιου την ατάκα: «Βρε παιδί μου, φοβερή φωνή αυτή η Μποφίλιου, αλλά πολύ μελαγχολία!». Είσαι τόσο μελαγχολική στην προσωπική σου ζωή;
Αλήθεια ε; Δεν έχουν έρθει σε live μάλλον! Δεν έχει καμία σχέση, καταλαβαίνω όμως τι λες. Η συγκεκριμένη αίσθηση κληρονομήθηκε λόγω ύφους και είδους. Το «έντεχνο», στο οποίο πήγαμε, είναι είδος μουσικής πολύ συνδεδεμένη με την θλίψη, τον πόνο κτλ. Κληρονομήσαμε κατά κάποιον τρόπο αυτή την αίσθηση, παρόλο που εμφανιστήκαμε στο είδος σε μια περίοδο όπου είχε κορεστεί και κουραστεί και είχε αρχίσει να απομυθοποιείται. Οι παραστάσεις μας, όμως, αποσκοπούν στη συγκίνηση. Θέλω να κάνω εσένα που έρχεσαι να με ακούσεις να νιώσεις ότι βρίσκεσαι πιο κοντά στην ψυχή σου και σε αυτό που είμαστε όλοι. Δεν με νοιάζει να σε διασκεδάσω, δεν έχω και την ικανότητα αυτή. Μπορώ όμως να σε ψυχαγωγήσω. Να αισθανθώ. Και να αισθανθείς κι εσύ μέσα από τα τραγούδια μου. Οπότε αυτό, σαν σχέση, απέκτησε κι έναν χαρακτήρα ότι είναι λιγάκι θλιβερό.
Πιστεύεις πως έτσι το βλέπει και το κοινό σου;
Στο μαγαζί φέτος ήρθε πολύς κόσμος που ανήκει σε ένα άλλο κοινό. Εκτίμησε τη μουσική μας. Που σημαίνει ότι το αντέχει αυτό. Δεν είναι τόσο αβάσταχτο και βαρύ. Κι επίσης, άρχισαν να έρχονται πάρα πολλά αγόρια ξαφνικά. Που σημαίνει ότι κάτι άλλαξε. Και φέτος είχαμε κι ένα κοινό που το 90% προερχόταν από τις δικές μας ηλικίες. Οπότε νομίζω ότι φεύγει αυτή η αίσθηση ότι η Μποφίλιου κάνει τραγούδια πιο κλαψιάρικα. Δεν είμαι άλλωστε τραγουδίστρια της κλάψας. Μπορώ να σπάσω το stand αν μου τη βιδώσει, δεν είμαι μονοδιάστατη. Ούτε και το υλικό μας άλλωστε. Η μελαγχολία που μας ακολουθεί σαν φιλολογία δεν αντιστοιχεί τόσο πολύ στην πραγματικότητα. Σαφώς, κάθε άνθρωπος που γνωρίζει λίγο παραπάνω τον εαυτό του, γνωρίζει κι ένα κομμάτι από τη θλίψη. Κι όταν ανακατεύεσαι με την τέχνη, δεν μπορείς να μείνεις μακριά από τη μελαγχολία. Υπ’ αυτή την έννοια μπορείς να πεις ότι είμαι και μελαγχολικό κορίτσι. Αλλά τη μελαγχολία μου μπορώ να την κάνω δράση και κίνηση.
Οπότε τι απαντάς;
Καταλαβαίνω αυτούς που το λένε, δεν διαφωνώ, αλλά τους λέω «ρε φίλε, έλα στο live μου και δεν θα πεθάνεις. Θα παραμείνεις ζωντανός». Όταν φεύγει κάποιος από το live, φεύγει με ένα συναίσθημα πληρότητας. Όπως κι εγώ. Με το συναίσθημα ότι η ζωή τα ’χει όλα. Και θα πονέσουμε, και θα κλάψουμε, και θα γελάσουμε. Αυτό που είμαστε. Και το καλό και το κακό.
Βέβαια, για να είμαι δίκαιος, υπάρχει και η πλευρά που λέει «Σκότωσε μας ρε Νατάσσα!».
(γέλια). Ναι, το γνωστό «δώσε πόνο»!
Τι σε ενοχλεί αφόρητα;
Με ενοχλούν οι ανακρίβειες. Όχι η κακή κριτική. Αλλά οι αναλήθειες.
Πώς είναι μια μέρα «του φωτός» σου;
Ξυπνάω το πρωί. Λέμε τώρα, 1 το μεσημέρι δηλαδή! Ανοίγω το ραδιόφωνο, φτιάχνω καφέ και για δύο ώρες είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη. Σκέφτομαι. Συλλογίζομαι το προηγούμενο βράδυ. Είναι οι πιο σημαντικές ώρες της μέρας μου, γιατί με βοηθούν να «ξυπνήσω». Όλες τις υπόλοιπες ώρες, στο αμάξι, πρόβες, συνεντεύξεις, ραντεβού και φίλοι. Και το βράδυ, συζήτηση με τις φίλες μου, που συγκατοικούμε, και τα λέμε. Κάνα CSI. Τέτοια.
Έχεις μουσικό alter ego;
Τον Θέμη νομίζω.
Από τη διεθνή σκηνή;
Την Adele. Θεωρώ ότι έχουμε πάρα πολλά στοιχεία, σκηνικά κυρίως. Δεν την αντιγράφω, γιατί αυτό που κάνω τώρα το ξεκίνησα εδώ και πολλά χρόνια. Και θεωρώ ότι μου ταιριάζει πάρα πολύ. Αν ποτέ συνεργαζόμασταν, θα μπορούσαμε να έχουμε ωραία χημεία.
Ζεις με βάση κάποια «σοφή» φράση;
Το να μη φοβάσαι τα όνειρά σου. Και δεύτερο, αυτό που μου ’λεγε η μάνα μου. Να μάθεις πάντα να προφυλάσσεις τον εαυτό σου. Να τον διατηρείς υγιή, για να μπορείς να αντεπεξέλθεις σε αυτά που στοχεύεις. Και να ξέρεις ποια είναι τα όριά σου. Να έχετε στο λεξιλόγιο σας τη λέξη «αρνούμαι». Να λες ότι κάτι δεν το θες, και να το αλλάζεις. Αν κάνω ποτέ ένα παιδί, θα ’θελα να του το περάσω. Χωρίς τις ιδέες και την ιδεολογία μας δεν είμαστε τίποτα. Και το πέρασμά μας δεν θα ’χει καμία σημασία για αυτόν τον κόσμο.
Κάτι τελευταίο;
Να ’ρθεις οπωσδήποτε στη συναυλία. Θα ’ναι πολύ ωραία!
{youtube}HRwXjNFF9hI{/youtube}