Τα τραγούδια και η φωνή της χαρακτήρισαν και διαμόρφωσαν τα μουσικά μας ακούσματα στη δεκαετία του 1980. Με αφορμή την επιστροφή της στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο με την παράσταση των Μιχάλη Ρέππα & Θανάση Παπαθανασίου Πάμε Κοπέλες –η οποία έκανε πρεμιέρα την Πέμπτη που μας πέρασε και θα συνεχιστεί ως και τις 7 Ιανουαρίου– η Αφροδίτη Μάνου μας μίλησε για το μικρόβιο της τραγουδοποιίας, για την αισθητική που χάνουμε και για την επιστροφή της στη σκηνή, η οποία είναι μόνο η αρχή των όσων ονειρεύεται...
Πείτε μας δυο λόγια για την παράσταση Πάμε Κοπέλες, που ξεκίνησε την Πέμπτη στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο...
Το κίνητρο ήταν να ξανατραγουδήσω, βγαίνοντας από τον «Τάφο του Ινδού» μετά από τόσα χρόνια. Ζήτησα τη βοήθεια των φίλων μου Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου και αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα χαρούμενο, εορταστικό, κόντρα σε ό,τι μας περιβάλλει –μιας και μας έριξε η μοίρα να παίξουμε μέσα στις γιορτές. Βέβαια αυτό το πρόγραμμα δεν θα μπορούσε παρά να στηριχτεί στα δικά μου τραγούδια, τα οποία δεν είναι πάντα πολύ χαρούμενα (γελάει). Έτσι κρίναμε αναγκαίο να υπάρξουν και άλλα χρώματα, οπωσδήποτε να συμμετάσχουν και άλλα πρόσωπα. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα να είμαστε γυναίκες σε αυτό το πρόγραμμα. Έχουμε έτσι μία ακόμη τραγουδίστρια, την Ηρώ Σαΐα, και μία ηθοποιό, την Ευαγγελία Μουμούρη, για να περιγράψει με κείμενα και με σκετσάκια διάφορες ιστορίες που συμβαίνουν στα δικά μου τραγούδια ή εμπνέονται από αυτά.
Γιατί μόνο γυναίκες;
Δεν ξέρω να σου πω ακριβώς... Ίσως επειδή τα τραγούδια μου είναι γραμμένα από μένα. Εγώ πάντα κοιτάζω καχύποπτα όταν μου μιλούν για γυναικείους λόγους και λοιπά, γιατί δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες. Υπάρχει όμως κάτι γυναικείο, ένα άρωμα γυναίκας –κι αποφασίσαμε έτσι να υπάρχουν μόνο γυναίκες στο σχήμα. Εκείνο που τελικά δεν υπολογίζαμε είναι ότι η Ηρώ δεν είναι αμιγώς τραγουδίστρια. Είναι κι εκείνη σπουδάστρια δραματικής σχολής. Εκτός έτσι από τη σπουδαία φωνή την οποία διαθέτει, καταπιάνεται και με το θέμα της ερμηνείας και έχει άποψη για το πώς τραγουδιούνται τα τραγούδια. Νομίζω λοιπόν πως αυτό που υπάρχει στο πρόγραμμά μας είναι οι ερμηνείες μας: μπορεί να πούμε διαφορετικά ακόμη και το πιο τετριμμένο τραγούδι. Πιο θεατρικά. Το πρόγραμμα τώρα αυτό είναι για εμένα ένα καινούργιο ξεκίνημα. Αν πάει καλά και αν με θέλουν οι άνθρωποι, θα συνεχίσω να τραγουδάω και να γράφω τραγούδια.
Πάμε πίσω στο 1984. Όταν κυκλοφόρησε η Νυχτερινή Εκπομπή, γεννιόνταν οι άνθρωποι που σήμερα βρίσκονται στο κέντρο των εξελίξεων. Από εσάς τι γεννήθηκε μ’ εκείνον τον δίσκο;
Από εμένα γεννήθηκε ο άλλος μου εαυτός, μια εξέλιξη αυτού που ήμουν πριν, κάτι πιο ολοκληρωμένο, θα έλεγα κάτι πιο συνολικό. Είναι αυτό που λένε ότι περνάς τα 30. Δεν είναι τυχαία όσα λέγονται για τον Χριστό, τον Μέγα Αλέξανδρο και λοιπούς, συμβαίνει και στις γυναίκες: υπάρχει κάτι σαν ωριμότητα, ένα καταστάλαγμα. Αν υπάρχει λοιπόν και ταλέντο... Εγώ εκείνη την περίοδο άρχισα να γράφω, γιατί δεν είχα και τι να τραγουδήσω, ομολογώ. Κι έτσι βγήκε αυτό που είναι πολύ κοντά στη σημερινή μου υπόσταση, η τραγουδοποιός Αφροδίτη Μάνου.
Από τότε που ξεκινήσατε ως τραγουδοποιός, ο κόσμος είναι πιο αυστηρός μαζί σας; Περιμένει δηλαδή άλλα πράγματα ο κόσμος από έναν τραγουδοποιό;
Ο κόσμος όχι. Τότε δεν υπήρχε ακόμη το ιδιωτικό ραδιόφωνο και οι ραδιοσταθμοί έπαιζαν όλη μέρα τα τραγούδια μου, άρεσαν πάρα πολύ στον κόσμο. Η σύγχυση δημιουργήθηκε σε άλλους χώρους, σε εκείνους των περιοδικών και των λεγόμενων opinion makers, καθώς ήταν η εποχή που υπήρξε μια έκρηξη στη νεοελληνική ποπ. Και νόμιζαν ότι είχα κι εγώ να κάνω με εκείνη, επειδή το “Volkswagen” είχε έναν χαρακτήρα ποπ, ενορχηστρωτικά και αν θες και ερμηνευτικά. Η πρόθεσή μου όμως ήταν απλώς να συμπλεύσω λίγο με το πνεύμα της εποχής. Δεν έχω τίποτε ενάντια στην ποπ –ούτως ή άλλως ακούω κάθε είδος μουσικής. Αλλά δεν υπήρξα ποπ τραγουδίστρια κι ούτε ήθελα να την παραστήσω. Μπερδεύτηκαν ωστόσο κάποιοι άνθρωποι, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και έχθρες και επιφυλάξεις απέναντί μου. Έχω την εντύπωση ότι μετά τις ξεπέρασαν.
Και φάνηκε τελικά αυτό που εσείς είχατε ως αισθητική; Αυτό που εσείς θέλατε από την αρχή, όταν γράφατε εκείνα τα τραγούδια;
Δεν πολυφάνηκε, γιατί πάντα ήμουν μια μειοψηφία... Όλα όσα πήγαιναν παρέα με την κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα –η μόδα, το lifestyle– άρχισαν να εκρήγνυνται εκείνη την εποχή. Άρχισε ο κόσμος να βγάζει λεφτά που δεν είχε, να χαλάνε χαρακτήρες και γούστα, μπούκαρε και η τηλεόραση η οποία τα σάρωσε όλα – δεν έχω τίποτε με το μέσο, αλλά, σαν αισθητική, υπήρξε η πιο ακραία μαζική έκφραση κουλτούρας με περιτύλιγμα και όχι ουσία. Με αυτήν την έννοια, τα δικά μου τραγούδια βρίσκονταν πάντα στην άκρη, σαν παρατράγουδα. Δεν ήταν εκείνα που θα αγγίζανε και θα κολακεύανε τον πολύ κόσμο. Ήταν τραγούδια που και στην καλύτερη περίπτωση, όταν ήταν ερωτικά, μιλούσαν για δύσκολους έρωτες. Τίποτε απλό δεν υπήρχε. Βέβαια, αυτή ήταν και η πρόθεσή μου... Φύσει και θέσει, δεν θα μπορούσα να γράψω στίχους σαν της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου ή του Τσιτσάνη.
Άλλες εποχές κι άλλα βιώματα...
Ακριβώς! Με αυτήν την έννοια λοιπόν, δεν μπορώ να πω ότι τα τραγούδια μου έτυχαν καμίας ιδιαίτερα μεγάλης αποδοχής. Γι’ αυτό και αποτελούν μια περιπέτεια, ένα ταξίδι το οποίο συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ταξίδι αποδοχής ή εκτίμησης;
Η εκτίμηση υπάρχει. Απλώς τα τραγούδια αυτά δεν είναι τόσο προβεβλημένα όσο άλλα, τα οποία βγήκαν την ίδια εποχή μ’ εκείνα. Έχω να βγάλω προσωπικό δίσκο από το 1994, κι όμως τα ραδιόφωνα παίζουν τα τραγούδια μου, ο κόσμος τα ακούει και μερικοί τα ανακαλύπτουν ακόμη και σήμερα.
Αν αρχίσει κανείς να γράφει τραγούδια, μπορεί αργότερα να σταματήσει και να αρκεστεί ξανά στην ερμηνεία; Ή η τραγουδοποιία είναι μικρόβιο που το κολλάς και τελείωσε;
Νομίζω πως το κολλάς! Η διαδικασία αυτή είναι περισσότερο καθαρτική σε σχέση με τον εαυτό σου. Είναι αυτοενδοσκόπηση η διαδικασία του γραψίματος, για εμένα τουλάχιστον. Γιατί δεν γράφω έτσι επιδερμικά, το ψάχνω πάρα πολύ –συνειδητά και υποσυνείδητα. Και τα όνειρά μου με ταλαιπωρούν τις εποχές που γράφω.
Γράφετε τραγούδια όταν δεν κυκλοφορείτε δίσκους; Τα μαζεύετε;
Γράφω πράγματα τα οποία δεν μπορώ να σου πω ότι τα μαζεύω... Γιατί δεν θέλω να παλιώνουν. Θέλω η σημερινή μου σκέψη να βγει σήμερα. Θα ήθελα η ημερομηνία έκδοσης αυτού που θέλω να πω να είναι η ώρα που τελείωσα και έβαλα την υπογραφή μου. Αλλά όταν γράφεις πρέπει έτσι κι αλλιώς να κρατήσεις μια απόσταση από το γεγονός το οποίο προκάλεσε την έμπνευση.
Να κρυώσει...
Ναι, να κρυώσει, γιατί εν θερμώ δεν μπορείς να δουλέψεις. Είσαι δέσμιος της κατάστασης που προκαλεί την έμπνευση.
Με την πρόσφατη επανεμφάνισή σας, ήρθατε πιο κοντά στο σημερινό νεανικό κοινό. Πώς σας φαίνεται και πώς σας φέρεται αυτό το κοινό;
Η λίγη επαφή που έχω με τα παιδιά αυτά είναι καλή. Υπάρχει μια πολύ καλή διάθεση στο να ακούσουν δικά μου τραγούδια, δεν το περίμενα. Στο πρόγραμμα του Ζυγού –όπου συμμετείχα πρόπερσι με τον Μαχαιρίτσα και τον Κότσιρα– υπήρχε μια γλυκιά ανοχή και παρατήρηση στον στίχο. Με κοιτούσαν λίγο σαν εντομολόγοι (γελάει), αλλά συμμετείχαν στο αποτέλεσμα!
Έχετε πει ότι παρακολουθείτε την πολιτική αλλά δεν εστιάζετε ποτέ στα πρόσωπα. Η προσωποποίηση των όσων συμβαίνουν στην πολιτική βοηθά, όντως, μόνο στην εκτόνωση του κόσμου;
Η ευθύνη, για εμένα, ήταν και είναι απολύτως προσωπική. Είναι ονομαστικά προσωπική.
Θα είχαν γίνει άλλα, δηλαδή, αν βρίσκονταν άλλοι στην εξουσία;
Όχι, αυτό δεν το πιστεύω... Γιατί κι αν ήταν άλλοι, θα προέρχονταν από τους ίδιους χώρους. Στην Ελλάδα είχαμε για χρόνια μια Δεξιά, η οποία αποτελούσε έκφραση της αστικής τάξης. Οργανωμένη σε όλα τα πόστα, με τα σχολεία και με τα κολέγιά της, πήρε ό,τι πήρε από την Ελλάδα. Μόλις βγήκαν οι περίφημοι «Δασύτριχοι πολίτες», που λέει και το τραγούδι του Σαββόπουλου, αποτελείωσαν τη χώρα και δεν άφησαν τίποτα. Κι αυτό είχε αρχίσει να φαίνεται πάρα πολύ νωρίς. Εκείνο που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί –ούτε κι εκείνοι οι ανεγκέφαλοι οι οποίοι είχαν τα πράγματα στα χέρια τους– ήταν ότι θα τους τελειώσουν τόσο γρήγορα τα προνόμια και τα λεφτά...
Και οι δικαιολογίες...
Και οι δικαιολογίες, δεν το συζητώ. Σαφέστατα η ευθύνη υπάρχει. Και του καθενός μας, αν θέλεις. Δεν μπορούμε σαν λαός να μην είμαστε υπεύθυνοι για αυτούς που είναι επάνω.
Η Μαίρη Παναγιωταρά είναι ένα σύμβολο, ένα μοντέλο γυναίκας. Τι άφησε στη μοίρα του η γυναίκα αυτή στη δεκαετία του 1980 και φτάσαμε εδώ σήμερα;
Το κυριότερο που ίσως παραμέλησε ήταν ο εαυτός της, η παιδικότητά της. Και είναι κρίμα, γιατί αυτό δεν ξαναέρχεται... Ωστόσο, έγινε ίσως πιο σοφή –έγινε μάνα, έγινε πιο ολοκληρωμένη σαν άνθρωπος και όχι σαν παιδί.
Είχε αισθητική αυτή η γυναίκα το ’80;
Ναι, είχε ακόμα τα ψήγματα των περασμένων μεγαλείων. Είναι αυτό που λέω σήμερα... Μα πού πήγανε όλοι εκείνοι που άκουγαν μελοποιημένο Σεφέρη, Ελύτη;
Εδώ βρίσκονται, πάντως...
Και τι ακούνε, τι επιλέγουν; Τότε ήταν ακόμα πρόσφατα όλα αυτά, τώρα δεν είναι πια. Μερικοί λένε ότι με την κρίση θα ξαναγίνει προσέγγιση των πηγών τέτοιου τύπου. Θα δείξει...
Η ανέχεια, δηλαδή, είναι εκείνη που φέρνει την ανάγκη για το όποιο βάθος;
Όχι. Αντίθετα πιστεύω ότι «όπου φτώχεια και γκρίνια». Θα περάσουμε δύσκολες καταστάσεις σαν άνθρωποι και όλων ο χαρακτήρας θα αλλοιωθεί μέχρι να συνηθίσουμε στο ότι ξαναείμαστε φτωχοί. Αλλά δεν υπάρχει επιστροφή πια. Η ζωή μας είναι παγκοσμιοποιημένη, με τα θετικά και τα πάρα πολύ αρνητικά που έχει αυτό –ειδικά για λαούς με μακριά και υπέροχη ιστορία όπως η δική μας. Είμαστε πια αφομοιωμένοι μέσα στο ποτάμι της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί να αρχίσουμε να μιλάμε και Αγγλικά και τα greenglish να επικρατήσουν. Δεν το βλέπω απίθανό, ούτε αυτό. Την ανθρωπιά μας τουλάχιστον να μη χάσουμε...
Κι ας μιλάμε Αγγλικά, ε;
Κι ας μιλάμε Αγγλικά, ναι.
Πιστεύετε πως θα αντιδράσει ο κόσμος στη σημερινή κατάσταση;
Είμαι σίγουρη πως θα αντιδράσει! Με τις ταχύτητες ενημέρωσης και ανάπτυξης τα οποία υπάρχουν γύρω μας, τα μοντέλα είναι πάρα πολύ βραχύβια. Αυτό που θα δημιουργηθεί μέσα στην ανέχεια που πρόκειται να έρθει, μπορεί να μοιάζει λίγο μ’ εκείνο της Μεταπολίτευσης. Εμένα δεν μου αρέσει η επιστροφή, μου αρέσει η εξέλιξη. Μου φαίνεται μακάβριο να γίνουμε ίδια, όπως το 1975... Αλλά μια ενδοσκόπηση δεν βλάπτει. Ας ήτανε και ψέματα εκείνη την περίοδο. Βοηθά ακόμη και να κάνεις ότι σκέφτεσαι λίγο. Αν υπάρχει κάτι να πω σαν γυναίκα απέναντι σ’ αυτό που συμβαίνει, είναι ότι δεν πρέπει να τους αφήσουμε να συνεχίσουν σα να μην έχει συμβεί τίποτε: κάποιοι άνθρωποι να μείνουν έξω από τα επόμενα. Δεν κάνει να ξαναψηφίσουμε τους ίδιους ακριβώς. Θα πρέπει να έχουμε μια οργανωμένη, πολυφωνική αντιπολίτευση, μέσα και έξω από τη Βουλή και να διαβάσουμε, να γίνουμε άξιοι να τους ελέγχουμε πια. Γιατί αδιάβαστος ούτε το όνειρό του δεν μπορεί να στηρίξει κανείς, ούτε τα ένσημά του.
Πότε χάσαμε αλήθεια την αισθητική μας; Μπορείτε να το προσδιορίσετε;
Την αισθητική δεν τη χάνεις από τη μια μέρα στην άλλη. Τη χάνεις ιεραρχώντας άλλα πράγματα. Όταν σταματήσεις να διαβάζεις και να παρακολουθείς τα κοινά κι όταν ιεραρχείς την οικογένεια και τα προσωπικά σου έναντι των κοινών, αρχίζεις να απομακρύνεσαι πια από κάτι πιο οικουμενικό –όχι παγκόσμιο, με την έννοια που συζητήσαμε πριν.
Να σας πάω σε κάτι άλλο... “Ο Βασιλιάς Κι Εγώ” σε ενορχήστρωση Στέφανου Κορκολή, στον δίσκο Σαν Αφροδίτη και σε ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι στον Σείριο. Εδώ έχουμε ζήτημα αισθητικής;
Είναι διαφορετική οπτική του ίδιου πράγματος, από δυο διαφορετικούς ανθρώπους. Το κίνητρο όμως είναι το ίδιο: το κομμάτι άρεσε και στους δύο και έχει γίνει και από τις δυο μεριές εξαιρετική δουλειά.
Έχετε να βγάλετε προσωπικό δίσκο από το 1994, όπως είπατε και προηγουμένως. Στο ενδιάμεσο;
Από το 2000 και μετά γράφω για το θέατρο και το σινεμά. Είναι μαγεία για μένα και το θέατρο και το σινεμά. Να σου πω ότι, σχεδόν αποκλειστικά, ακούω soundtracks. Είναι κάτι ταινιούλες που δεν τις παίρνεις είδηση κι έχουν από πίσω μουσικάρες!
Για αιώνες γράφονται αριστουργήματα κατά παραγγελία. Η κατά παραγγελία σύνθεση έχει την ίδια μαγεία για τον δημιουργό;
Είναι κάτι άλλο... Το σημαντικό για μένα είναι ότι έχει σίγουρα λιγότερη ευθύνη κι έτσι είσαι πιο ευεπίφορος σε οτιδήποτε διασκεδαστικό περικλείει αυτή η δουλειά. Όταν γράφεις κάτι για σένα, ο πόνος του τοκετού είναι μεγαλύτερος. Εκεί είσαι εσύ και το τίποτε... Ένα άσπρο χαρτί ή μια άσπρη σελίδα στο word! (γελάει)