Στυλιανός Τζιρίτας

Οι δίσκοι των ΜΚ-Ο έχουν τη δική τους ιδιάζουσα πορεία στην ελληνική δισκογραφία. Το σχήμα, κρατώντας μια καθ’ όλα καλλιτεχνική στάση, έχει επιλέξει να μιλήσει κυριολεκτικά μόνο με τη μουσική του και όχι με επιφάσεις rock ‘n’ roll lifestyle –προσθέστε δε σ’ αυτό την αδιαμφισβήτητη ικανότητα του Σωκράτη Παπαχατζή στις ενορχηστρώσεις και τη –βασισμένη σε ακλόνητες αξίες– εκτελεστική δεινότητα της Μαρίνας Καναβάκη. Κάπως έτσι, οι MK-O χειρίζονται πλήκτρα και σιτοβολώνες ήχου με μια περίσσια άνεση, η οποία όμως, εν τέλει, διαθέτει άποψη και δεν στέκει ως στείρος εξιμπισιονισμός. Έχοντας απορίες πάντως για τη θέση τους πάνω σε ζητήματα αισθητικά και μουσικολογικά, το Avopolis τους κάλεσε να απαντήσουν σε μερικά ανάλογα ζητήματα –δεδομένης της πρόσφατης κυκλοφορίας τους, Blues For The White Nigger...

Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των συνθέσεων των MK-O είναι οι επιστρώσεις ηχοπεδίων. Αυτό γίνεται από κάποια προσωπική πίστη απέναντι σε ανάλογες ηχοδομές; Ή κάθε φορά αναπροσαρμόζετε τη λογική σας ανάλογα με τη σύνθεση;

Υπάρχει σήμερα ένα είδος «πολυσυλλεκτικής» αντίληψης που θέτει το αίτημα της πολυμορφίας ως θέσφατο. Οι άνθρωποι που τονίζουν την αφθονία των «ποικίλων και ετερόκλητων επιρροών μας», ξαφνιάζονται όταν τους λέμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε κάτι τέτοιο αναγκαστικά ως προτέρημα. Αν ήταν έτσι, η μουσική ανθρώπων όπως οι  Ramones ή ο Μάρκος Βαμβακάρης θα ακυρωνόταν ως …μονοδιάστατη. Η «πολυσυλλεκτική» αντίληψη, λειτουργώντας περισότερο ως ιδεολογία παρά ως αισθητική, παράγει συχνά ευτράπελα αποτελέσματα. Γιατί ντε και καλά πρέπει να βάλω μια ποντιακή λύρα σε ένα reggae τραγούδι; Γιατί πρέπει να ραπάρω πάνω σε ενα ζεϊμπέκικο; Γιατί πρέπει να γεφυρώνω συνεχώς τα πάντα με τα πάντα; Αν προκύπτει κάτι αισθητικά ενδιαφέρον και ερεθιστικό, έχει καλώς. Αν όχι, όπως συμβαίνει συνήθως με διάφορους εξ’ επιτούτου πειραματισμούς της πλάκας, εμείς προτιμάμε κάποια «συμβατικά» ακούσματα. Ούτως ή άλλως, όλα τα γνωστά μουσικά είδη αποτελούν από καταβολής επιμειξίες. Ως προς την ουσία της ερωτήσεώς σας τώρα, τόσο οι νότες, όσο και τα ηχοχρώματα τα οποία επιλέγονται για να τις ντύσουν, προκύπτουν μέσα από διαδικασίες ενστικτώδεις.

Οι κλασικές καταβολές (γνωστές αλλά και διακρινόμενες) στο παίξιμο και στη σύνθεση αμφότερων των μελών του σχήματος, σε ποιο επίπεδο έχουν επηρεάσει την αρχιτεκτονική των συνθέσεων;

Επ’ αυτού θα σας γελάσουμε, καθότι μέθοδοι μετρήσεως τέτοιων διεργασιών δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη. Ελπίζουμε όχι πολύ πάντως. Δεν αισθανόμαστε τόσο κοντά στην τάση που προκρίνει την αυστηρότητα της «στέρεας δομής» [άποψη που χονδρικά χρεώνεται στην βορειοευρωπαΪκή μουσική παράδοση], όσο σ’ εκείνην που δίνει έμφαση στην αυθορμησία, στο τραγούδι και στη μελωδικότητα, δηλαδή στο «αυτοσχεδιαστκό» στοιχείο. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στο καινούργιο μας άλμπουμ.

Ο τίτλος του νέου σας δίσκου είναι διττός; Τουτέστιν, πέραν της ενασχόλησης του σχήματος με τις παρακαταθήκες της μαύρης κουλτούρας όπως αυτές εμφιαλώνονται μέσα στη λευκή αστική, μήπως, υπό τον ζόφο των ημερών, υπονοεί και τον λευκό νεόδουλο των μητροπόλεων μας;

Έχουμε τη συνήθεια, ενώ ακόμα εξελίσσεται η ηχογράφηση ενός άλμπουμ, να σκεφτόμαστε για το επόμενο. Το κόνσεπτ λοιπόν (και ο τίτλος) του Blues For The White Nigger υπήρχαν πριν ξεσπάσει καν η παγκόσμια χρηματιστηριακή κρίση. Σε μια πρώτη συζήτηση με τον Χρήστο (σ.σ.: Αλεξόπουλο, της Puzzlemusic) ο τίτλος είχε πέσει στο τραπέζι και είχε θεωρηθεί κάπως υπερβολικός. Η ιδέα αφορά στην εθελούσια έξοδο από την κοινωνία, στο πέρασμα στη σκοτεινή πλευρά μέσα από μια εμπειρία «φώτισης», η οποία γίνεται με τους κώδικες του νέγρικου lifestyle. Η διείσδυσή του νέγρικου lifestyle στα λευκά ακροατήρια, σήμα κατατεθέν (εδώ και έναν αιώνα σχεδόν) της «νεανικής κουλτούρας», είναι βολική για μια εξουσία που συμφέρον έχει να μεταχειρίζεται όλο και περισσότερους ανθρώπους –ανεξαρτήτως χρώματος– με τον αισχρό τρόπο που μεταχειρίσθηκε πάντοτε τους νέγρους, μετατρέποντάς τους σε παρίες, περιθωριακούς, αμέτοχους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Σ’ αυτό έχει παίξει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται τη δύναμη και την αλήθεια της μαύρης μουσικής οι έμποροι και  οι τεχνικοί της εξουσίας. Το τελευταίο που περιμέναμε ήταν ότι οι κοινωνικές «εξελίξεις» θα αποκάλυπταν τόσο έντονα το φαινόμενο με όρους αγώνα για την επιβίωση. Με άλλα λόγια, με τη διαφαινόμενη μετατροπή μας σε σκλάβους, οι οποίοι θα εργάζονται για τα προς το ζην παίρνοντας ρυθμό από το αέναο beat των σύγχρονων, βιομηχανικής κατασκευής, work songs. Τα τελευταία ακούγονται ακατάπαυστα από ηχεία που βρίσκονται παντού. Όπως οι κάμερες...

Η ζωντανή εμφάνιση των συνθέσεων του Blues For The White Nigger ποιες δυσκολίες παρουσιάζει; Είναι αρκετές ώστε να ενδυναμώσουν τη χρόνια τάση για αποχή σας από τις live εμφανίσεις;

Αντιθέτως, είναι ένα άλμπουμ αρκετά πιο εύκολο στην παρουσίασή του από τα προηγούμενα. Το τελευταίο ιδίως αν θυμάστε, το Unreel, ήταν διπλό. Είχε διάρκεια 103 λεπτά και για την παρουσίασή του απαιτούντο 11 άτομα επί σκηνής τουλάχιστον. Εκ των πραγμάτων, πρόκειται για πικρό σενάριο: πρέπει να οργανώσεις/πληρώσεις όλους αυτούς τους ανθρώπους για...5-6 εμφανίσεις μέσα σε έναν χρόνο –και με την προσέλευση του κόσμου, ιδίως σε μέρες κρίσης, κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη... Με το Blues For The White Nigger, επειδή είναι πιο χαλαρό ενορχηστρωτικά και βασίζεται (ως έναν βαθμό) σε αυτοσχεδιαστικό παίξιμο, τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Τρεις-τέσσερεις καλοί συνεργάτες αρκούν για την παρουσίασή του, οπότε το σκεφτόμαστε σοβαρά για την επόμενη σεζόν. Ιδίως αν αισθανθούμε ότι υπάρχει «ζήτηση» για κάτι τέτοιο...

Ένα δίδυμο στη ζωή και στη μουσική, ποιες παρηχήσεις συναντά αλλά και ποιους γόρδιους δεσμούς λύνει κάτω από αυτή τη συνθήκη;

Ίσως ακουστεί εξωραϊστικό, είναι όμως η αλήθεια: λειτουργούμε σε ένα επίπεδο διαισθητικής σύμπνοιας, που κάποιες στιγμές ξαφνιάζει κι εμάς. Και να πεις ότι πριν από από τη γνωριμία μας είμασταν τίποτα εύκολοι και προσηνείς άνθρωποι…
Ένα περίεργο πράμα…

Το παιχνίδισμα με τη disco ρυθμολογία προέκυψε (εκτός της εξεταζόμενης στον δίσκο ιστορικότητάς του μέσα στη μαύρη κουλτούρα) και από κάποια πρόκληση να αναμετρηθείτε ως σχήμα με κάτι που, σε επίπεδο καλλιτεχνικής αποδοχής, έχει (κακώς) δεχθεί μομφές από κοινό και κριτικούς;

Από ένα κοινό που η συμπεριφορά του ορίζεται από ένα είδος επαναστατικού καθωσπρεπισμού και από αγκυλωμένους κριτικούς, να συμπληρώσουμε. Η disco είναι συν-υπεύθυνη για ένα σωρό πράγματα τα οποία σχετίζονται με το new wave (οι Talking Heads –φαν των KC & The Sunshine Band– αποτελούν το πιο κραυγαλέο παράδειγμα), ενώ ο Bowie είχε ήδη αφεθεί να επηρεαστεί από αυτήν σε άλμπουμ όπως τα Diamond Dogs, Young Americans, Let’s Dance (σε παραγωγή των Chic) κ.ο.κ. Για να μη μιλήσουμε για τα θεμέλια που η disco έθεσε για τη μετέπειτα ηλεκτρονκή κουλτούρα των ύστερων 1980s-1990s. Τι άλλο ήταν το techno στην πρωτόλεια μορφή του, αν όχι η επαν-υποχώρηση της disco στο underground από όπου είχε ξεπηδήσει, σε μια back-to-basics, πλήρως ηλεκτρονική πλέον μορφή; Παρεμπιπτόντως, το φινάλε του άλμπουμ μας, “Disco Utopia”, παρά τον τίτλο και το «disco» hi-hat που χαρακτηρίζει το beat του, ανήκει –αν πρέπει να το κατατάξουμε κάπου– περισσότερο στον χώρο του kraut electro.

Με ποια διαδικασία ενσωματώνετε ότι νεότερο ακούτε ή ανακαλύπτετε μέσα στο παίξιμο, σύνθεση, ενορχήστρωση, ηχογράφηση;

Το σχέδιο διαμορφώνεται με διεργασίες ασυνείδητες, έως ότου γίνεται κάποια στιγμή ορατό. Η δημιουργική διαδικασία ολοκληρώνεται, από κει και πέρα, «μετά λόγου γνώσεως». Από τη στιγμή που έρχεται στο φως, το σχέδιο καθορίζει εν είδει άξονα τις επί μέρους επιλογές, «αιχμαλωτίζοντας» και διαμορφώνοντας στοιχεία που το εξυπηρετούν, εξελισσόμενο ταυτόχρονα το ίδιο υπό τη δική τους επίδραση.   

Είσαστε από αυτούς που θα ήθελαν να ηχογραφήσουν με αναλογικά μέσα αποζητώντας την ζεστασιά της λυχνίας και της αρχετυπικής καλωδίωσης;

Να υποθέσουμε ότι η ερώτησή σας εμπεριέχει κάποιου είδους επιφύλαξη για τα ηλεκτρονικά μέσα εκτέλεσης και ηχογράφησης, τα οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποιούμε; 

Κάθε άλλο! Απλώς θα μου φαινόταν ενδιαφέρον να έχω την εμπειρία του συγκεκριμένου groove [παραπεμπτικού κάποιες στιγμές στα 1970s και τα 1980s] μέσα από αναλογικά μέσα...

Θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρον. Ακόμα περισσότερο ίσως θα ήταν το να είχαμε στη διάθεσή μας μια μικτή μπάντα μουσικών, που θα έδινε έναν πιο έντονο soul-jazz αέρα στα κομμάτια. Ίσως και να το προσπαθήσουμε κάποια στιγμή, σαν εναλλακτική όμως πάντα. Ο  ήχος του άλμπουμ μας ικανοποιεί απόλυτα.

Συμφωνώ και σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας.

Εμείς, για τις πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.    

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured