Είναι μία από τις ελάχιστες φωνές του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού που κάνει σάτιρα με φρεσκάδα και με εύστοχη ματιά. Ο χρόνος όμως δεν μετέτρεψε τα Ημισκούμπρια σε αναγνωρισμένους καλλιτέχνες, αλλά σε cult φιγούρες των 1990s –ίσως λόγω της υπερπροβολής που δέχτηκαν στο ξεκίνημά τους. Κατά συνέπεια, μια συνέντευξη μαζί τους, με αφορμή το live τους στο PassPort αυτό το Σάββατο, στις 2 Απριλίου, υπήρξε πρόκληση. Τους συνάντησα στο στούντιό τους στη Νέα Φιλαδέλφεια, τρεις τελείως διαφορετικούς ανθρώπους: ο Δημήτρης Μεντζέλος είχε στ’ αλήθεια όρεξη να μιλήσει και, όπως θα διαπιστώσετε, είχε και πολλά ενδιαφέροντα να πει. Ο Μιθριδάτης, μολονότι παρών, θέλησε να απέχει από τη συνέντευξη όντας αντίθετος στον επικριτικό τόνο κάποιων ερωτήσεων –τουλάχιστον όπως αυτές εστάλησαν γραπτά λίγες μέρες πριν τη συνάντηση. Τέλος, ο Πρύτανης, υιοθετώντας μια πιο ουδέτερη στάση, συμμετείχε κατά διαστήματα…
Σε τι φάση σας πετυχαίνω;
Δημήτρης Μεντζέλος: Στη φάση που βρίσκονται όλοι οι μουσικοί στην Ελλάδα. Κάνουμε όλοι μια προσπάθεια να κρατήσουμε τη μουσική ζωντανή, μιας και οι δισκογραφικές δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για νέες δουλειές.
Πρύτανης: Και για δουλειές που δείχνουν ενδιαφέρον, απλά τις χρηματοδοτούν, τις κυκλοφορούν και τελειώνει εκεί το θέμα…
Δ.Μ.: Το μοναδικό πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να φτιάχνεις κομμάτια και να τα βάζεις στο ίντερνετ, είτε free, είτε στο iTunes με αντάλλαγμα λίγα σεντ. Ελάχιστοι άνθρωποι πλέον ζουν αποκλειστικά από τη μουσική, αν δεν τραγουδούν στα μπουζούκια. Εμείς τα καταφέρνουμε μέχρι στιγμής, γιατί κάνουμε live και γεμίζουμε ακόμα μαγαζιά, μετά από 15 χρόνια.
Πέρυσι κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ ο Μιθριδάτης (Αιρετικά Ερωτικός) και φέτος ο Δημήτρης Μεντζέλος (Ο Ράπερ Της Χρονιάς). Γιατί δεν συγκεντρώσατε το υλικό για κοινό άλμπουμ;
Δ.Μ.: Είναι κάτι το οποίο συνηθίζεται στη μουσική που ακούμε. Αφού είχαμε στο ενεργητικό μας 7 δίσκους Ημισκουμπρίων πετυχημένους, αποφασίσαμε να κάνει ο καθένας το κέφι του. Γιατί, όταν δεν πουλάνε οι δίσκοι, απλά κάνεις το κέφι σου. Αρκετός κόσμος θεώρησε πως τα Ημισκούμπρια διαλύθηκαν, αλλά δεν είναι έτσι. Και στους δίσκους μας με το γκρουπ είχαμε σόλο κομμάτια, απλά αυτή τη φορά κάναμε κάτι ολοκληρωμένο. Μέχρι στιγμής έχουμε καλά vibes, που λένε και οι νέοι!
Πίσω στο 1995, όταν ξεκινούσατε, ποια hip hop γκρουπ είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή σε εσάς;
Δ.Μ.: Πατήσαμε στο στυλ των Beastie Βoys, των Black Sheep, των De La Soul και πολλών άλλων εναλλακτικών αμερικάνικων συγκροτημάτων και ύστερα προσπαθήσαμε να το συνδέσουμε με την καθημερινότητά μας. Γράφαμε για τις σχέσεις μας, για όσα συνέβαιναν γύρω μας και για οτιδήποτε μας κατέβαινε στο κεφάλι.
Πάντως στιχουργικά είστε ένα σατιρικό γκρουπ, οπότε μια σαφής επιρροή μοιάζει αυτή του Τζίμη Πανούση…
Δ.Μ.: Σωστά! Αλλά όχι μόνο ο Πανούσης, κι άλλοι ροκάδες της δεκαετίας του 1980 όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Γιάννης Μηλιώκας, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης… Όλη αυτή η παρέα εκείνης της εποχής έφερε κάτι καινούργιο στην Ελλάδα.
Πρύτανης: Στιχουργικά πάντως εγώ δεν νομίζω πως υπήρξε κάποια φοβερή επιρροή από αυτή τη σχολή…
Δ.Μ.: Ναι, ίσως όχι ως προς τον τρόπο με τον οποίον έγραφαν, αλλά ως προς τη σάτιρα που έκαναν μέσα από το ροκ. Απέδειξαν δηλαδή πως δεν χρειάζεται να είσαι ένας σαχλός κωμικός για να κάνεις σάτιρα και το έκαναν με τρόπο προχωρημένο και ιδιαίτερο. Πάντως και στα blues και στη soul ή στο ρεμπέτικο (για να κάνουμε μια αντιστοιχία με την Ελλάδα), ο στίχος που ακούγαμε ήταν ιδιαίτερος. Μιλούσε για την καθημερινότητα, είτε ήταν σκληρή είτε πλακατζίδικη. Ξαφνικά λοιπόν εμείς στη δεκαετία του 1990 βρεθήκαμε μέσα σε έναν κυκεώνα κομματιών που έλεγαν «αγάπη μου που έχεις φύγει» ή «αγάπη μου πάμε στ’ αστέρια», τα σκυλάδικα δηλαδή. Και, από την άλλη, τα έντεχνα, όπου οι στίχοι δεν ήταν καλύτεροι –εκτός από κάτι σκληροπυρηνικούς, οι οποίοι συνέχισαν να γράφουν στίχο σοβαρό, όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Ε, εμείς τότε επηρεαστήκαμε από τους παλιούς και θέλαμε να γράψουμε πρωτότυπους στίχους. Ο Ζαμπέτας, για παράδειγμα, έγραφε άλλα πράγματα, μίλαγε για το σαραβαλάκι του.
Πολύς κόσμος ωστόσο είδε από τότε τα Ημισκούμπρια σαν ένα γκρουπ με στόχο τον χαβαλέ, χωρίς κανένα βάθος. Σας χαρακτήρισαν μάλιστα, ατυχώς ίσως, «χαβαλέ hop». Αισθανθήκατε ποτέ πως κάτι τέτοιο διαστρέβλωνε την εικόνα σας και το μήνυμα που θέλατε να στείλετε;
Δ.Μ.: Δεν μας ανησύχησαν ιδιαίτερα αυτά, όχι. «Χαβαλέ hop» μας χαρακτήρισαν λίγοι άνθρωποι. Το παράξενο είναι ότι ήταν προοδευτικοί, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν και, παρ’ ολ’ αυτά, αποδείχτηκαν πιο χούντα κι από τη χούντα. Κάθε καλλιτέχνης –ειδικά στο hip hop που είναι ελεύθερη μουσική– έχει το δικαίωμα της προσωπικής του έκφρασης.
Πρύτανης: Πολλοί έχουν παρεξηγηθεί για το στυλ που επιφανειακά έχουν. Τον Πανούση ας πούμε τον βλέπει κάποιος και τον θεωρεί αλήτη. Αν κάτσεις και ακούσεις αυτά που λέει, τον προσκυνάς τον άνθρωπο. Αλλά και χάλια στίχους να γράφεις, το θέμα είναι πως, όταν ο κόσμος διασκεδάζει, τότε γιατί να το κατακρίνουμε;
Δ.Μ.: Ακριβώς! Εμείς γράφουμε τα τραγούδια μας και χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας διασκεδαστές. Αν κάποιος αντιληφθεί ότι υπάρχει και κάτι βαθύτερο, που υπάρχει, τόσο το καλύτερο. Ως επί το πλείστον, αυτό που ακούμε χρόνια τώρα είναι «εγώ δεν ακούω hip hop, όμως ακούω Ημισκούμπρια». Δεν μας χαλάει, γιατί θεωρούμε πως είμαστε το εναλλακτικό του εναλλακτικού.
Πρύτανης: Nα κάνω μια παρομοίωση: Στη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα κανείς δεν άκουγε country. Όλοι όμως άκουγαν Κηλαηδόνη. Επίσης, στη δεκαετία του 1980 πολλοί άκουγαν Χάρρυ Κλυνν, λίγοι όμως τον καταλάβαιναν. Και όσα έλεγε ισχύουν και σήμερα, 20 χρόνια μετά. Επιφανειακά ήταν κάτι αστείο, από κάτω όμως έκρυβε πολύ πράμα. Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές και συμβαίνει και με μας.
Έχετε πέντε χρόνια να βγάλετε δίσκο. Στο PassPort γιατί να έρθει κάποιος να σας δει ξανά;
Δ.Μ.: Για τον ίδιο λόγο που πηγαίνουν στον Πανούση, ενώ έχει να βγάλει είκοσι χρόνια δίσκο! Αλλά, πέρα από τα παλιά μας τραγούδια που τα θέλει ο κόσμος, παίζουμε και νέα, από τα δύο σόλο άλμπουμ μας. Επίσης, πρόσφατα κυκλοφορήσαμε δύο καινούργια κομμάτια στο iΤunes, το “Πώς Να Σου Το Πω”, με θέμα την οικονομική κρίση και το “Μια Ιθαγενή”, ουσιαστικά τη συνέχεια του πρώτου, το οποίο λέει ότι θέλουμε να τα μαζέψουμε και να πάμε στο Περού: καλύτερα με τους ιθαγενείς της ζούγκλας παρά στη ζούγκλα της πόλης. Πάντως πρέπει να σου πω ότι ο κόσμος στην Αθήνα δεν μας έχει χορτάσει. Δεν παίζουμε συχνά.
Έχετε σταθερούς φαν σήμερα; Υπάρχουν πρόσωπα που βλέπετε σε κάθε live σας;
Δ.Μ.: Ναι, υπάρχει κόσμος που ακούει δεκαπέντε χρόνια Ημισκούμπρια, ξεκίνησαν από 11-12 χρονών και έχουν μεγαλώσει μαζί μας. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι και φίλοι μας πλέον, δεν είναι οπαδοί. Τώρα με το Facebook ανταλλάζουμε και απόψεις.
Μεταξύ σας οι τρεις του γκρουπ κάνετε στενή παρέα;
Δ.Μ.: Όσο μπορούμε, ναι. Εγώ και ο Πρύτανης είμαστε παντρεμένοι και έχουμε και από ένα παιδί ο καθένας, οπότε τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Συνήθως, όταν φεύγουμε από τη βάση μας και πάμε στην επαρχία, περνάμε πολύ καλά. Κάνουμε ένα ταξιδάκι, οργανώνουμε κάποια πράγματα και βέβαια παίζουμε μαζί live –το ωραιότερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας μουσικός!
Να φύγουμε λίγο από το γκρουπ. Σύντομα θα δούμε στη Eurovision ένα ελληνικό κομμάτι με στοιχεία hip hop. Πώς σας φάνηκε η προσπάθεια του Stereo Mike;
Δ.Μ.: Το hip hop, είτε με μέσα τα οποία μας βρίσκουν σύμφωνους είτε όχι, έχει γίνει πια τεράστια μόδα στην Ελλάδα, οπότε το περιμέναμε πως θα συνέβαινε και αυτό. Δεν είναι ακριβώς hip hop το κομμάτι, πάντως. Είναι τσιφτετελο-ζεϊμπέκικο-κάτι. Απλώς έχει ένα rap σημείο ο καλός μας φίλος ο Stereo Mike. Πάντως είναι πολύ σημαντικό για μας που μια κρατική οργάνωση αποφάσισε να στείλει στη Eurovision έναν hip-hop καλλιτέχνη. Αποτελεί νίκη. Άσχετα αν το τραγούδι θα το φτιάχναμε αλλιώς εμείς απ’ ότι αυτοί που το φτιάξανε.
Ο Εminem έκανε πέρυσι ένα μεγάλο hit με τη Rihanna (“Love The Way You Lie”). Έχετε κάνεις κι εσείς πολλές επιτυχημένες συνεργασίες στο παρελθόν. Σήμερα με ποιον καλλιτέχνη θα θέλατε να συνεργαστείτε;
Δ.Μ.: Κατ’ αρχήν να σου πω για τον Eminem. Είμαστε μεγάλοι του φαν γιατί γράφει εξαιρετικούς στίχους και σαν rapper τεχνικά είναι πολύ καλός. Απλά θεωρώ πως οι δύο τελευταίοι δίσκοι του δεν είναι καλοί… Και μιλάς σε ένα φαν ο οποίος έχει τα πάντα, από ειδικές εκδόσεις μέχρι όλα τα singles! Ειδικά το συγκεκριμένο κομμάτι του Eminem που ανέφερες, το θεωρώ μεγάλη μάπα, έναν απελπισμένο τρόπο να μπει στα clubs. Tώρα, όσον αφορά εμάς, θεωρώ πως η διαφορά μας με άλλους Έλληνες rappers είναι ότι γράφουμε καλύτερο στίχο και δεν διαλέγουμε έναν τραγουδιστή που γνωρίζει επιτυχία, αλλά έναν που αρέσει σε εμάς. Όταν π.χ. κάναμε το “Στη Ντισκοτέκ” με την Ελπίδα, εκείνη είχε κάποια χρόνια να βγάλει δίσκο. Κι όμως, κάναμε μαζί της ένα κομμάτι της δεκαετίας του 1970 (του Τουρνά) και το κάναμε επιτυχία. Θα μπορούσαμε να είχαμε διαλέξει τη Γαρμπή π.χ., η οποία τότε ήταν hot.
Πώς σας έκατσε αλήθεια η ιδέα να διασκευάσετε τη “Ντισκοτέκ”;
Δ.Μ.: Έχουμε μια αγάπη στη δεκαετία του 1980, στη disco και σε όλα αυτά τα πράγματα, οπότε θέλαμε να φτιάξουμε ένα τραγούδι που να μιλάει για εκείνα. Μετά από πολύ ψάξιμο λοιπόν, γιατί στην Ελλάδα υπάρχουν και πολλά σαχλά disco κομμάτια (ακόμα και η Μαρινέλλα έχει τραγουδήσει disco με το “Και Καλύτερα”), βρήκαμε ένα τραγούδι που ταίριαζε με όσα θέλαμε να πούμε. Η Ελπίδα ήρθε στο στούντιο λίγο μαγκωμένη. Ήταν φαν μας τα παιδιά της και της είπαν να το κάνει. Το τόλμησε και τελικά αυτό το κομμάτι συνεχίζει να ακούγεται μέχρι σήμερα, 14 χρόνια μετά.
Τη διασκευή του Δεληβοριά την ακούσατε;
Δ.Μ.: Ναι, και χαρήκαμε πολύ. Το έλεγε στα live του. Είμαστε φίλοι με τον Φοίβο, είμαστε κοντά ηλικιακά και έχουμε ρίξει πολλά γέλια μαζί. Όταν του είχαμε προτείνει να πούμε μαζί ένα τραγούδι, ήρθε το επόμενο λεπτό και μάλιστα δέχτηκε να ραπάρει, χωρίς να φοβηθεί μη τυχόν τσαλακώσει το προφίλ του. Ήταν το “Je Suis Bossu”. Όποτε του λέμε ότι είναι έντεχνος, μας λέει μην το ξαναπείτε αυτό, τίποτα δεν είμαι, κάνω μουσική. Αυτό λέμε κι εμείς. Θα θέλαμε κάποια στιγμή στο μέλλον να ξανακάναμε κάτι αντίστοιχο με τον Φοίβο, τον αγαπάμε πολύ.
Μιλήσαμε πριν για τον Eminem. Για πείτε μου τη γνώμη σας για το δίδυμο Jay-Z και Kanye West…
Πρύτανης: Ο Jay-Z έχει κάνει απίστευτα πράγματα. Άλλωστε εμπορικά είναι No2 στον πλανήτη μετά τους Beatles και ζει ο άνθρωπος ακόμα.
Δ.Μ.: Εγώ δεν είμαι φαν του Jay-Z… Ίσως επειδή είμαι πιο μεγάλος σε ηλικία και είμαι ακόμα κολλημένος στους παλιούς. Οι παραγωγές του είναι υπερμοντέρνες για τα γούστα μου.
Πρύτανης: Ο Kanye West για μένα είναι πολύ τέχνη, λίγο παραπάνω απ’ ότι μπορώ ν’ αντέξω. Αλλά τον προσκυνώ, οι μουσικές του και τα βίντεο είναι καταπληκτικά.
Δ.Μ.: Ούτε και ο Kanye West μ’ αρέσει σαν rapper. O Πρύτανης φτιάχνει και μουσική, οπότε τα βλέπει αλλιώς. Εγώ προτιμώ τους παλιούς που συνεχίζουν μέχρι σήμερα, όπως ο LL Cool J, ο Ice Cube… Δεν μπορείς να ξεχάσεις τους ανθρώπους οι οποίοι σε μεγαλώσανε. Αλλά δεν είμαι κολλημένος, ακούω και καινούργια μουσική. Τώρα τελευταία μου την έχει βαρέσει και ακούω heavy metal. Πηγαίνω σε όλες τις συναυλίες των μεταλλάδων που έρχονται στην Ελλάδα και διαπιστώνω πως το κοινό είναι πολύ καλύτερο από αυτό του hip hop.
Πρύτανης: Είναι εκπαιδευμένοι οι Έλληνες μεταλλάδες… Έχουν τρόπο, αντιδρούν σωστά.
Όπως όλα σχεδόν τα μουσικά είδη έτσι και το hip hop συνοδεύεται από έναν ενδυματολογικό κώδικα. Σκεφτήκατε ποτέ να πάτε κόντρα σ’ αυτό;
Δ.Μ.: Δεν υπάρχει αυστηρός κώδικας, γιατί αλλάζει με τα χρόνια. Τα φαρδιά παντελόνια έχουν σχέση με τις φυλακές. Τους έπαιρναν τις ζώνες για να μην κρεμαστούν και το παντελόνι έπεφτε. Σήμερα στο hip hop είναι της μόδας τα καπέλα με το επίπεδο γείσο, ενώ παλιά τον σπάγαμε για να είναι στρογγυλός. Πρέπει να φοράς αυτό που σου πάει. Εγώ, επειδή είμαι πιο κοντός από τους άλλους, όταν φοράω καπέλο με πλατύ γείσο αισθάνομαι πως είμαι ένα καπέλο το οποίο κυκλοφορεί μόνο του (γέλια!). Από εκεί και πέρα, ένας καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή είναι λογικό να έχει τα αξεσουάρ του. Πρέπει να είσαι όμορφος και εντυπωσιακός!
Όταν φεύγεις από τη σκηνή;
Δ.Μ.: Αναλόγως. Τα Ημισκούμπρια δεν ακολούθησαν ποτέ τους κώδικες του hip-hop ντυσίματος. Αν θέλουμε να βγούμε με μια μπλούζα Anthrax, βγαίνουμε. Κάποια ρούχα τα φοράμε στην καθημερινότητά μας, δεν τα βάζουμε για να βγούμε φωτογραφία.
Πρύτανης: Α εγώ νόμιζα πως θα βγούμε φωτογραφία σήμερα, γι’ αυτό ντύθηκα έτσι (γέλια).
Ας γυρίσουμε στη μουσική. Ποιο είναι το καλύτερο τραγούδι των Ημισκουμπρίων;
Δ.Μ.: Είναι όλα τους παιδιά μας, που λένε! Για μένα είναι το “Je Suis Bossu”. Ήταν ωραία ιδέα, έχει και τη λούπα του Σπανού που μας έδωσε αμέσως την άδεια, ενώ βλέπεις κάτι καινούργιους που είναι ξινοί… Kαι έχει και ωραίο βιντεοκλίπ!
Πρύτανης: Εμένα μου αρέσει πολύ το beat που είχαμε φτιάξει για το “Αθήνα-Σαλονίκη Με Μια Παπουτσοθήκη”, στον τρίτο μας δίσκο. Το ’χα λατρέψει.
Ένα άλλο κομμάτι σας, το “Νωρίς”, περιγράφει τον βίο και τις σκέψεις του σύγχρονου Έλληνα. Αν το γράφατε σήμερα, 12 χρόνια μετά, τι θα προσθέτατε;
Δ.Μ.: Λίγα πράγματα… Βλέπουμε νέα πρόσωπα, νέα μέσα, αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Δηλαδή μπορεί σε μερικά χρόνια να έχουμε μικρά διαστημόπλοια να μας πηγαίνουν στη δουλειά μας αλλά ο Έλληνας θα είναι ίδιος. Μέσα στο διαστημόπλοιο θα θέλει να ανάψει τσιγάρο…