Και όμως η ουσία και η ποιότητα μπορούν να επιβιώνουν και να ξεχωρίζουν ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Απτή απόδειξη ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης και η Μαρία Παπαγεωργίου, που με το φετινό άλμπουμ τους Όμορφοι & Ηττημένοι έχουν καταφέρει τους τελευταίους μήνες να γίνουν το κοινό μυστικό της πόλης –και μάλιστα με ελάχιστη έως καθόλου διαφημιστική και μιντιακή προώθηση. Όσοι δεν το έχετε πάρει ακόμα μυρωδιά, μετά και από την παρούσα συνέντευξη, δεν θα έχετε καμία δικαιολογία εάν δεν γνωρίσετε αυτά τα δύο ταλαντούχα παιδιά και δεν ακούσετε έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς…
Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο του νέου σας άλμπουμ: σε ποιους αναφέρεστε με τη φράση Όμορφοι & Ηττημένοι; Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης: Σε όλους όσους αισθάνονται όμορφα να νικιούνται από τα πάθη τους, αλλά και σε αυτούς που βλέπουν την κάθε ήττα ως ένα ξεκίνημα για κάτι καλύτερο και μεγαλύτερο. Πώς προέκυψε η μεταξύ σας συνεργασία; Μαρία Παπαγεωργίου: Η συνεργασία μας προέκυψε περίπου τρία χρόνια πριν. Τότε ο Αλέξανδρος ετοίμαζε τον πρώτο του δίσκο και έψαχνε τραγουδίστρια για τις ζωντανές εμφανίσεις του. Ο κιθαρίστας του και κοινός μας φίλος, ο Γιάννης ο Μπούρας, μας έφερε σε επαφή και με τον καιρό άρχισε να αναπτύσσεται μεγάλη χημεία και θαυμασμός μεταξύ μας. Ύστερα και από την παρότρυνση του τότε παραγωγού του Αλέξανδρου, του Παρασκευά Καρασούλου, ο Αλέξανδρος μου πρότεινε τα τραγουδήσω το επόμενο υλικό του. Έτσι και ξεκινήσαμε αυτόν τον δίσκο. Δουλεύοντας μαζί υπήρξε εμπλοκή του ενός στο δημιουργικό κομμάτι του άλλου; Μ.Π.: Η αλήθεια είναι πως κατά την παραγωγή του δίσκου δεν είχαμε σαφείς ρόλους. Τραγουδούσαμε και οι δύο, γράφαμε, παίζαμε και ενορχηστρώναμε τα κομμάτια παρέα. Όντας και διαφορετικοί χαρακτήρες είχαμε πολλές εντάσεις. Εγώ ήμουν συνήθως η πιο απαιτητική, ο Αλέξανδρος ήταν πάντα πιο διαλλακτικός και σταθερός και στο τέλος όλα λύνονταν με τρόπο ο οποίος μας άφηνε και τους δύο ευχαριστημένους. Παρατήρησα ότι, αν και το άλμπουμ κινείται σε αυτό που λέμε «έντεχνο» ήχο, εντούτοις έχει έντονες επιρροές από μουσικά ήδη όπως το trip hop, το swing, η jazz και το rock. Πώς προέκυψε αυτή η πολυμορφία; Μ.Π.: Αυτό πρωτίστως οφείλεται στη διαφορετικότητά μας. Εγώ είχα κυρίως Δυτικά ακούσματα. Ο Αλέξανδρος, από την άλλη, ήξερε καλά τους ελληνικούς «δρόμους». Θέλησε ωστόσο να γράψει τραγούδια που θα έβγαζαν στην επιφάνεια όλες τις πτυχές μου. Προσπαθήσαμε εξάλλου να μπούμε και στη θέση του ακροατή. Θέλω να ακούω δίσκους που δεν είναι στατικοί, να νιώθω ότι οι συντελεστές του έχουν πολλές πλευρές, τις οποίες θέλουν να ξεδιπλώσουν. Γι’ αυτό επιλέξατε ακόμα και το πιο λαϊκό τραγούδι (“Έρωτες”) να ενορχηστρωθεί Δυτικότροπα; Μ.Π.: Μάλλον για όλους τους λόγους που εξήγησα παραπάνω… Έτσι ενορχηστρωμένο το ένιωσα καλύτερα «πάνω» μου. Δεν έγινε για να δείξουμε ότι πρωτοτυπούμε. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου λαϊκή τραγουδίστρια, δεν είναι στο στυλ μου τα καθαρά ζεϊμπέκικα. Ήταν ένα πάντρεμα που ταίριαζε και σε μένα και στον Αλέξανδρο. Α.Ε.: Εκτός αυτού, ακόμα και τα ζεϊμπέκικα, κάποια στιγμή μέσα από τις αλλαγές στην καθημερινότητά μας, θα άλλαζαν κι αυτά. Δεν μπορούμε για μια ζωή να παίζουμε τα ζεϊμπέκικα όπως τα μάθαμε από τον Τσιτσάνη ή από τον Μάρκο. Και αυτοί ακόμα, μέσα στη δεκαετία του 1970, βάλανε στα σχήματά τους drums, τα οποία ήρθανε από το εξωτερικό με τη rock σκηνή. Επίσης μελοποιήσατε το “Θεατρίνοι Μ.Α.” του Γιώργου Σεφέρη. Η κίνηση αυτή κρύβει επιθυμία για περισσότερες μελοποιήσεις ποιημάτων ή είναι απλά περιπτωσιολογική; Α.Ε.: Η βασική επιθυμία είναι να καταπιάνομαι με οτιδήποτε μου δημιουργεί πολύ έντονα συναισθήματα. Είτε αυτό είναι ένα ποίημα ενός μεγάλου ποιητή, είτε οι στίχοι ενός ανθρώπου που ίσως να μην τον ξέρει κανείς. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που έχουν φάει την ποίηση με το κουτάλι, αλλά το συγκεκριμένο ποίημα ήθελα οπωσδήποτε να το μελοποιήσω. Ακριβώς γιατί μου γέννησε τέτοια συναισθήματα. Στιχουργικά η δουλειά καταπιάνεται με ποικιλία θεμάτων (ερωτικά, κοινωνικά, υπαρξιακά) με έναν άμεσο, σουρεαλιστικό και χιουμοριστικό τρόπο, χωρίς όμως να φτάνει σε σημείο υπερβολής ή ψευτοεντυπωσιασμού. Πόσο εύκολο είναι να κρατηθεί μια τέτοια ισορροπία; Α.Ε.: Φαντάζομαι θα είναι πολύ δύσκολό αν κάποιος το προσπαθήσει. Αν γενικά δεν είσαι άνθρωπος του ψευτοεντυπωσιασμού, τότε απλά σου βγαίνει φυσικά. Η ποικιλία της θεματολογίας είναι η ίδια η ποικιλία της ζωής. Όλα τα θέματα με τα οποία έχω καταπιαστεί με έχουν απασχολήσει στην καθημερινότητά μου. Εκτός από ζωντανές εμφανίσεις –πρόσφατα σας είδαμε στο Γκάζι με τη Νατάσσα Μποφίλιου– έχετε σκοπό να συνεχίσετε αυτή τη συνεργασία; Μ.Π.: Φυσικά! Τώρα η συνεργασία μας έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Έχουμε τους ίδιους στόχους, τις ίδιες επιθυμίες. Θέλουμε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας και στην Αθήνα και στην επαρχία και σιγά-σιγά να ετοιμάσουμε και την επόμενη δισκογραφική κίνησή μας. Έχουμε νομίζω πολλά ακόμα να δώσουμε μαζί, μα παράλληλα προσβλέπουμε και σε άλλες συνεργασίες με ανθρώπους του χώρου μας. Και οι δύο ξεκινήσατε από την επαρχία –Σέρρες και Γρεβενά αν δεν κάνω λάθος. Πιστεύετε ότι για κάποιον νέο καλλιτέχνη η Αθήνα είναι μονόδρομος για να πραγματοποιήσει το όνειρό του; Μ.Π.: Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειοψηφία των καλλιτεχνών έρχονται στην Αθήνα για να δουλέψουνε. Ούτε το γεγονός πως ό,τι καινούργιο βγαίνει πρέπει πρώτα να δοκιμαστεί στην Αθήνα. Στην Αθήνα τα ερεθίσματα είναι πολλά, οι ευκαιρίες πολλές, ο ανταγωνισμός σκληρός. Δεν νομίζω όμως πως αποτελεί μονόδρομο, σήμερα ιδίως που η πληροφορία κινείται εύκολα. Α.Ε.: Εγώ πιστεύω ότι είναι μονόδρομος για όποιον θέλει να ασκεί αποκλειστικά την τέχνη του και να δει κάποια αποτελέσματα σχετικά άμεσα. Για παράδειγμα, μπορεί να είσαι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος συνθέτης τραγουδιών, να ζεις στην Κέρκυρα, να έχεις και μια δουλειά άσχετη. Αν δεν έχεις την κάψα να γίνεις άμεσα γνωστός και να δώσεις τραγούδια σε πρώτα ονόματα μπορείς, χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο, κάποια στιγμή να βρεις τον χώρο σου και στην Αθήνα και να κάνεις σπουδαία πράγματα. Μπορεί όμως να χρειαστεί να περιμένεις και δεκαπέντε χρόνια γι’ αυτό! Σας έχει ενοχλήσει το γεγονός ότι υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες οι οποίοι απολαμβάνουν από την πρώτη στιγμή πράγματα (δισκογραφία, συναυλίες, δημοσιότητα) που για εσάς χρειάστηκε πολύ περισσότερος χρόνος και κόπος να αποκτήσετε; Μ.Π.: Με τους αξιόλογους καλλιτέχνες δεν με ενοχλεί. Ζηλεύω και προσπαθώ να μάθω από αυτούς. Με τους υπόλοιπους θλίβομαι… Δεν τους φθονώ, αυτοί καλά κάνουν. Με την παιδεία μας και με το σύστημα που επιτάσσει κάθε φορά την φθήνια, με αυτό θυμώνω. Αλλά μετά ηρεμώ, γιατί μέσα μου πιστεύω πως στο τέλος όλοι θα πάρουμε ό,τι αξίζουμε. Και έτσι επικεντρώνομαι στον εαυτό μου και στη μουσική μου. Με ποιους ανθρώπους του χώρου αισθάνεστε συνοδοιπόροι; Α.Ε.: Με όλους εκείνους που κάνουν αυτή τη δουλειά από πραγματική ανάγκη έκφρασης και εξωτερίκευσης, όσους έχουν την επιθυμία να πάνε ένα βήμα μπροστά τα πράγματα, χωρίς τους ψευτοεντυπωσιασμούς που λέγαμε και παραπάνω. Αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κοινού –όπως τις έζησα στην πρόσφατη εμφάνισή σας στο Γκάζι– θα πρέπει να είστε ευχαριστημένοι από την πορεία της δουλειάς σας… Α.Ε.: Ναι, είμαστε και οι δυο πολύ ευχαριστημένοι γιατί βλέπουμε σιγά-σιγά τον κόσμο μας να πολλαπλασιάζεται, χωρίς να του βάζουμε το μαχαίρι στον λαιμό. Απλά επειδή, με πολύ φυσιολογικούς ρυθμούς, ανακαλύπτει ένα υλικό που του αρέσει πραγματικά. Ζώντας σε τόσο δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, είναι τελικά πιο δύσκολο για τους νέους ανθρώπους να δημιουργούν ή οι συνθήκες προσφέρουν περισσότερα ερεθίσματα; Μ.Π.: Ερεθίσματα σίγουρα υπάρχουν πολλά, όμως κάποια στιγμή πρέπει να βρεθεί και το έδαφος να μπορέσουμε να τα εξωτερικεύουμε… Α.Ε.: Η έμπνευση έρχεται πιο εύκολα, αλλά μέχρι να βρεις τρόπο να εκδόσεις τον δίσκο σου, κινδυνεύεις να θεωρηθείς παλαιομοδίτης! Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα απαισιοδοξίας το οποίο μας περιβάλλει, από πού αντλείτε αισιοδοξία; Μ.Π.: Από τους φίλους μου! Νιώθω πως, ό,τι και να γίνει, θα το αντιμετωπίσουμε παρέα. Α.Ε.: Αισιοδοξώ ότι από την πολύ απαισιοδοξία θα βαρεθούμε και θα αρχίσουμε να αισιοδοξούμε!- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ - ΕΛΛΗΝΕΣ