Καλλιτέχνης ιδιαίτερος και ξεχωριστός, «μυστήριο τραίνο» για τις δισκογραφικές εταιρίες, ο Γιάννης Παλαμίδας έχει συνδεθεί με σπουδαίες στιγμές της ελληνικής μουσικής, άλλοτε παρέα με την αγαπημένη του Λένα Πλάτωνος, άλλοτε με νεότερους, όπως ο Κωνσταντίνος Βήτα. Κυρίως, όμως, έχει κρατήσει μια αντισυμβατική στάση απέναντι στο αδηφάγο σύστημα της μουσικής βιομηχανίας, δίνοντας το δημιουργικό του στίγμα μόνο όταν το επιθυμεί ο ίδιος γιατί έχει πραγματικά κάτι να πει. Μετά από δέκα χρόνια απουσίας, επιστρέφει, αναπάντεχα, ως Δωρητής Σώματος, κάνοντας ξανά αισθητή την παρουσία του και αποδεικνύοντας ότι έχει πολλά ακόμα να δώσει. Μοναδική ευκαιρία για μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης…
Μετά από 10 χρόνια απουσίας επιστρέφεις με τον Δωρητή Σώματος. Αποτελεί συνέχεια της προσωπικής σου πορείας ή σηματοδοτεί νέους τρόπους έκφρασης;
«Γενικά έχω αποφασίσει να επανέλθω στη δισκογραφία. Όλα αυτά τα χρόνια έφτιαξα πολλά κομμάτια, τραγούδια ή μουσικές χωρίς λόγια. Θέλω να τα κυκλοφορήσω στο μέλλον. Είναι πράγματα πολύ αγαπημένα μου και θέλω να τα μοιραστώ με τους φίλους μου. Ο Δωρητής Σώματος νομίζω ότι είναι μια νέα αφετηρία. Έχω στο μυαλό μου πολύ πιο «πειραματικά παιχνίδια» με τη μουσική, χωρίς αυτό να αποκλείει και τη σύνθεση τραγουδιών. Αισθάνομαι αρκετά ώριμος και έχω κατασταλάξει σχετικά με το τι θέλω να κάνω με τη μουσική».
Οι στίχοι σου είναι έντονα σουρεαλιστικοί, ενώ ταυτόχρονα εξωτερικεύουν ενδόμυχες σκέψεις – σε μια εποχή, μάλιστα, που επικρατεί η επιδερμικότητα στη στιχουργική. Πώς πιστεύεις ότι τους αντιλαμβάνονται οι ακροατές; Αναφέρω ενδεικτικά μια φράση από το ομώνυμο του δίσκου κομμάτι: «πριν αυτοκτονήσεις, πρέπει να γίνεις δωρητής σώματος, κεφαλή ασώματος ή ακέφαλο πτώμα».
«Το πώς αντιλαμβάνονται τους στίχους μου οι ακροατές, δεν μπορώ να το ξέρω. Γράφω τους στίχους αυτόματα, χωρίς να σκέφτομαι ότι θέλω να θίξω το τάδε θέμα ή ότι πρέπει να ασχοληθώ με πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα. Τις περισσότερες φορές είναι μια συνειρμική γραφή με πολλές εικόνες που συνδέονται μεταξύ τους, όπως στα όνειρα. Σε τραγούδια όπως "Εκφωνήτρια", "Σούπερμαν" και "Ταχυδρόμος", έγραφα τους στίχους ταυτόχρονα με τη μουσική. Στα ποιήματα του Κώστα Μουστρούφη "Άπτερες Νίκες", "Το Ταξίδι" και "Να Φεύγει Η Μέρα", έφτιαξα τη μουσική πάνω στα λόγια – με ενέπνευσε η σπουδαία στιχουργική του. Το τραγούδι "Δωρητής Σώματος" το έγραψα το 1987. Όταν το είχα παίξει τότε στο πιάνο στο σπίτι της Λένας Πλάτωνος, η Λένα μου είπε «τι είναι αυτό, αυτό είναι συμφωνικό punk» και γελάσαμε... Μπορεί και να είχε δίκιο. Ο "Δωρητής Σώματος" είναι ένα σκληρό τραγούδι, οι στίχοι του είναι άμεσοι και σαρκαστικοί. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου κλεισμένου στον εαυτό του, με ευαισθησίες και φοβίες. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί μέσα σ' ένα σύστημα που όλα τα παίρνει με το «έτσι θέλω», όλα τα εκμεταλλεύεται, εξωθώντας τον μέχρι και στην αυτοκτονία με διάφορους τρόπους – π.χ. ναρκωτικά – και του ζητάει ακόμη και το νεκρό του σώμα: «πριν αυτοκτονήσεις πρέπει να γίνεις δωρητής σώματος». Από την άλλη, «αυτοκτονία» μπορεί να σημαίνει και τους μεγάλους συμβιβασμούς που κάνουμε στη ζωή μας, «κεφαλή ασώματος», δηλαδή κεφάλι χωρίς σώμα, χωρίς αισθήσεις, χωρίς επαφή, « ή ακέφαλο πτώμα» δηλαδή ένα σώμα χωρίς κεφάλι, χωρίς σκέψη , χωρίς ιδεολογία, χωρίς συνείδηση...».
Γενικά υπάρχουν τραγούδια στο άλμπουμ με έντονη πολιτική χροιά, π.χ. το “Καταναλώστε”, γεγονός, επίσης, σπάνιο τα τελευταία χρόνια...
«Δεν ξέρω αν είναι πολιτικό αυτό το τραγούδι, το έφτιαξα πάντως πολύ θυμωμένος, και με τον εαυτό μου και με όλους. Μας πιάνει μια καταναλωτική μανία. Ό,τι δούμε και μας «γυαλίσει» κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να το αποκτήσουμε με οποιοδήποτε κόστος. Οι κάρτες υπερχρεωμένες, δάνεια που μας πνίγουν, αλλά εμείς εκεί «στον αγώνα». Κάποτε γίνονταν άλλοι αγώνες, για ελευθερία, για αξίες, για ζωή με ανθρώπινο πρόσωπο. Τώρα που τα έχουμε κατακτήσει(;) όλα αυτά, κάνουμε άλλου είδους «αγώνες», για την περίφημη «ποιότητα ζωής» η οποία έχει καταντήσει να σημαίνει καινούρια αυτοκίνητα, κινητά, τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας... Αυτό μου θυμίζει τις εποχές που οι λευκοί κατακτητές έπαιρναν το χρυσάφι από τους ιθαγενείς ανταλλάσσοντάς το με πολύχρωμες χάντρες και καθρεφτάκια. Μας έχει μείνει καθόλου χρυσάφι στην ψυχή ή το ξεπουλήσαμε όλο; Ο χρόνος τρέχει κι όλοι είμαστε στους δρόμους να προλάβουμε τι; Τη ζωή. Ποια ζωή;»
Ευνοεί, όμως, η εποχή τον πολιτικό στίχο;
«Γράφεται και σήμερα πολιτικός στίχος. Από παλιά γραφόταν και θα γράφεται και στο μέλλον. Και τι μ' αυτό; Όλοι έχουν πλέον σπόνσορες!!! Οποιοδήποτε πολιτιστικό γεγονός γίνεται «με την ευγενική χορηγία» της τάδε εταιρείας, του τάδε προϊόντος...χρήμα, χρήμα, χρήμα...όλα για το χρήμα...αλίμονό μας».
Από την αρχή της καριέρας σου έχεις υιοθετήσει μια πολύ ιδιαίτερη και προσωπική ερμηνεία, η οποία, ανάμεσα στα άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, διακρίνεται και για την ακραία αντισυμβατικότητά της. Τολμηρή και δύσκολη επιλογή για τα ελληνικά δεδομένα, ιδίως σε ότι αφορά στην ανδρική ερμηνεία.
«Ποτέ δεν υιοθέτησα συνειδητά αντισυμβατικούς τρόπους στην ερμηνεία μου. Τραγουδάω όπως μου αρέσει κι όπως αντιλαμβάνομαι τη μουσική και τους στίχους. Μου αρέσει να παίζω με το ηχόχρωμα της φωνής μου και να κάνω φωνητικά «ακροβατικά», όταν αυτό χρειάζεται. Νομίζω ότι έχω μάθει αρκετά πράγματα στο τραγούδι, είχα κάνει και σπουδές στο κλασικό τραγούδι για κάποια χρόνια με την σοπράνο Ντίνα Γουδιώτη. Η τεχνική του κλασικού τραγουδιού είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τον τραγουδιστή. Χωρίς αυτήν η φωνή μικραίνει και χάνεται. Τα μαθήματα κλασικού τραγουδιού δρούσαν πάνω μου θεραπευτικά, μου έδιωχναν το στρες, χαλάρωνα και αποκτούσα μεγάλη ενέργεια. Η φωνή θέλει εξάσκηση και, όπως λέει και η δασκάλα μου «χωρίς εξάσκηση η φωνή κοιμάται», κι εγώ συμπληρώνω «και τα μεσάνυχτα ξυπνάει και γαβγίζει»... Ο ρόλος του τραγουδιστή-ερμηνευτή, είναι να μεταφέρει με τη φωνή του το νόημα των στίχων στο κοινό. Το ίδιο το τραγούδι σε κατευθύνει στο πώς πρέπει να το ερμηνεύσεις. Όταν το τραγούδι είναι «μετριοτάτου και ανεμπνεύστου γωνία», κι ο ίδιος ο Παβαρότι δεν θα μπορούσε να το «ανεβάσει». Εμένα πάντα μου άρεσαν ασυνήθιστα τραγούδια με στίχους παράξενους και θεατρικούς. Ο δίσκος Σαμποτάζ ήταν σαν θεατρική παράσταση, πώς αλλιώς να τραγουδούσε κανείς σ' αυτό το έργο παρά ακραία κι αντισυμβατικά... Το υπαγόρευε η μουσική και ο στίχος».
3 προσωπικοί δίσκοι σε 30 χρόνια παρουσίας στη μουσική. Για ποιο λόγο αυτές οι παύσεις;
«Όλα αυτά τα 30 χρόνια, η επαφή μου με τη μουσική ήταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Πειραματιζόμουν με τα συνθεσάιζερ, με τη φωνή μου, προσπαθούσα να εκφραστώ με διάφορους τρόπους, ακόμη και με τη ζωγραφική, τον λόγο, το θέατρο... Μου άρεσε πάντα ο συνδυασμός διαφόρων μορφών τέχνης με προεξέχουσα την μουσική, που είναι η τέχνη την οποία αγαπώ περισσότερο. Βέβαια το ότι έκανα μόνο τρεις προσωπικούς δίσκους, έχει να κάνει με το ότι οι δισκογραφικές εταιρείες με θεωρούσαν περιθωριακό και «μυστήριο τραίνο». Εγώ θεωρώ ότι η μουσική πρέπει να εξελίσσεται, γι' αυτό κάποια στιγμή άφησα τα ωδεία και ακολούθησα έναν προσωπικό δρόμο αναζήτησης. Έχω κατηγορηθεί για πολυπλοκότητα στην μουσική μου, από ανθρώπους που πιστεύουν ότι με τρία ακόρντα και ψυχή στην ερμηνεία, είναι πιο αληθινοί και πιο ουσιαστικοί. Δεν διαφωνώ. Πολλές φορές η απλότητα έχει μεγαλείο όταν είναι εμπνευσμένη, αλλά δυστυχώς αυτή η «απλότητα» συχνά γίνεται πρόσχημα και κάλυψη της μουσικής φτώχειας. Άρα το παν για μένα είναι η έμπνευση που υπάρχει τόσο μέσα σε απλές, όσο και σε πιο πολύπλοκες μουσικές φόρμες. Το κριτήριο πρέπει να είναι η αμεσότητα του αποτελέσματος. Όταν εγώ έχω να πω κάτι μέσω της μουσικής, το λέω και το καταθέτω. Σήμερα βλέπουμε κάθε μήνα καινούργιο δίσκο. Αυτό δεν είναι μουσική, είναι μουσική βιομηχανία. Πολλοί συνθέτες δουλεύουν «φασόν» και ξεπετάνε τα τραγούδια «με το κιλό», τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Βάζεις ραδιόφωνο και νομίζεις ότι ακούς όλη την ημέρα το ίδιο τραγούδι. Εφτά νότες είναι οι καημένες, πόσες χιλιάδες συνδυασμούς μπορούν να επινοήσουν οι «κοπτοραπτούδες» της μουσικής κατασκευάζοντας τα περίφημα σουξέ τους;».
Ας πάμε λίγο στην αρχή της πορείας σου και στους Apocalypsis. Θα ήθελες λίγο να μας περιγράψεις τόσο το γενικότερο κλίμα της εποχής όσο και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η εμφάνισή σας – και σε σχέση με τη μουσική και σε σχέση με την αισθητική του group;
«Ήταν στο τέλος της εφηβείας μου οι Apocalypsis, γύρω στο 1978. Υπήρχαν τότε αρκετά συγκροτήματα τα οποία έπαιζαν μουσική που έμοιαζε με τη δική μας, το λεγόμενο «τεχνορόκ», δηλαδή rock με στοιχεία από την κλασική μουσική και την ψυχεδέλεια. Οι Apocalypsis όμως είχαν μια σημαντική διαφορά, οι ζωντανές εμφανίσεις μας ήταν ένα είδος rock θεάτρου. Κάθε τραγούδι ήταν και μια ξεχωριστή ιστορία. Εγώ έγραφα τους στίχους των Apocalypsis και έφτιαχνα τα σκηνικά των παραστάσεων. Σε κάθε τραγούδι ενσάρκωνα στη σκηνή έναν διαφορετικό ήρωα, φορώντας ευφάνταστα κοστούμια, σχετικά με το περιεχόμενο των στίχων των τραγουδιών. Τα κοστούμια μου τα έραβε η μάνα μου, απίθανη προχωρημένη Υδροχόος – εγώ είμαι Ταύρος και λένε ότι δεν ταιριάζουμε, αυτά όμως είναι κακοήθειες του «αστρολογικού κατεστημένου»! Οι extreme εμφανίσεις μας, κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν προκαλούσαν αρνητικές αντιδράσεις στο κοινό. Μας είχαν αποδεχτεί και μας θαύμαζαν πολύ. Το κλίμα άλλαξε γρήγορα βέβαια, μόλις ήρθε το new wave στην Ελλάδα. Η εταιρεία απαίτησε να συντονιστούμε με την νέα μόδα κι εγώ αποφάσισα να αποχωρήσω από το σχήμα».
Ποιες διαφορές εντοπίζεις με το σήμερα;
«Δεν ξέρω τι αντιδράσεις θα προκαλούσε σήμερα στο κοινό, μια τέτοια «οπερατική» αισθητική ενός rock συγκροτήματος. Πάντως ο καινούργιος μου δίσκος, έχει αρκετά στοιχεία από αυτό το μουσικό είδος, με θεατρικότητα στην ερμηνεία και με στίχο πολλές φορές σουρεαλιστικό. Σε άλλους αρέσει αυτό και σε άλλους όχι – και είναι φυσικό».
Και μετά ήρθε η Λένα Πλάτωνος και το Σαμποτάζ το 1981. Τι θυμάσαι από εκείνες τις τόσο καθοριστικές για την ελληνική μουσική μέρες;
«Τη Λένα Πλάτωνος την γνώρισα μέσω της Σαβίνας Γιαννάτου, η οποία είχε παίξει στο πρώτο μέρος της συναυλίας των Apocalypsis. Μου είχε πει τότε η Σαβίνα ότι μια φίλη της συνθέτρια, η Λένα Πλάτωνος, έψαχνε αντρική φωνή για έναν δίσκο που ετοίμαζε. Εκείνο το βράδυ, στο θέατρο Μινώα της Πατησίων, μετά τη συναυλία, γνωρίστηκα με τη Λένα, η οποία ενθουσιασμένη μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Η Λένα είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στη μουσική. Ενέπνευσε και εμένα αλλά και πολλούς άλλους μουσικούς, όπως οι Στέρεο Νόβα, καθώς και μια μεγάλη μερίδα της ηλεκτρονικής και alternative μουσικής σκηνής στην Ελλάδα».
Έτσι, ξεκίνησε και μια σχέση ζωής, όπως απέδειξε η συνέχεια...
«Με τη Λένα μας συνδέει μια πολύ βαθιά φιλία από την εποχή του Σαμποτάζ μέχρι σήμερα. Είμαστε σαν οικογένεια. Αισθάνομαι σιγουριά όταν ξέρω ότι υπάρχει η Λένα».
Υπήρξε και μια περίοδος τη δεκαετία του 1990 συνεργασιών με καλλιτέχνες τελείως διαφορετικού ύφους. Πώς ήταν αυτή σου η εμπειρία;
«Είναι αλήθεια ότι συνεργάστηκα με καλλιτέχνες διαφορετικού «ύφους» τη δεκαετία του 1990, για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα, τότε είχα συμμετάσχει στον δίσκο του Παναγιώτη Μάργαρη Στης Νύχτας Το Φως, μια σπουδαία δουλειά έντεχνου ύφους. Σ' αυτόν τον δίσκο είχα γράψει και στίχους σε δύο τραγούδια και τον μοιραστήκαμε ερμηνευτικά με την Αθηνά Καρανταράκη. Επίσης, το 1993 φοίτησα για ένα χρόνο στη σχολή βυζαντινής μουσικής του Σίμωνα Καρά. Το 1994 συνεργάστηκα με την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε συναυλίες, τραγουδώντας για πρώτη φορά έντεχνα λαϊκά. Το 1995 αρχίζω μαθήματα μπουζουκιού, με τον σπουδαίο δάσκαλο Θέμη Παπαβασιλείου, που διαρκούν δύο χρόνια. Το 1998 βγάζω τον δίσκο Το Παιχνίδι Της Σιωπής με το συγκρότημα ΝΕ, σε στίχους και μουσική δική μου. Το 2001, πια, ερμηνεύω το πολύ αγαπημένο μου "Τυχερό Μου Αστέρι" του Κ Βήτα. Κάπως έτσι, φτάνουμε και στο σήμερα...».
Αλήθεια, το ευτυχές γεγονός της δισκογραφική παρουσίας με διαφορά σχεδόν ενός χρόνου με τη Λένα Πλάτωνος, μετά από πολλά χρόνια σιωπής και των δυο σας, ήταν τελείως συμπτωματικό;
«Θα έλεγα καθόλου συμπτωματικά, γιατί, με αφορμή τη συμμετοχή μου στον δίσκο της Λένας Ημερολόγια, κάτι κινητοποιήθηκε μέσα μου. Ένα βράδυ της τηλεφωνώ και της λέω ότι θέλω να τραγουδήσω στον καινούργιο της δίσκο. Ενθουσιάστηκε και την άλλη κιόλας μέρα πήγα στο σπίτι της. Είχαμε να ειδωθούμε πολύ καιρό και η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Διάβασα τα λόγια απ' το "Αλίμονο", ένα πολύ σπουδαίο ποίημα. Η Λένα κάθισε στο πιάνο και το μελοποίησε μέσα σε λίγη ώρα. Μετά το ηχογραφήσαμε στο σπίτι της και μπήκε στα Ημερολόγια της. Όταν τραγούδησα αυτό το καταπληκτικό τραγούδι ξεσηκώθηκα για τα καλά. Αποφάσισα, λοιπόν, να βγάλω τον Δωρητή Σώματος πιστεύοντας ότι έχει έρθει η ώρα».
Με ποιους άλλους ανθρώπους από το χώρο της μουσικής αισθάνεσαι καλλιτεχνική συγγένεια;
«Πέρα από τη Λένα Πλάτωνος, η οποία ήταν η «δασκάλα» μου στη μουσική μου διαδρομή, αισθάνομαι επίσης «συγγενής» με τον Κωνσταντίνο Βήτα, καθώς και με τους Verbal Dellirium, ένα νέο progressive rock σχήμα με πολύ σπουδαίες συνθέσεις. Έχω επηρεαστεί από συγκροτήματα όπως οι Pink Floyd, οι Genesis, ο Alan Parsons, οι Queen, αλλά και από την κλασική μουσική. Τέλος, από τη σπουδαία Diamanda Galas, την οποία και θεωρώ μεγάλο κεφάλαιο στην σύγχρονη μουσική».
Μετά το θρίαμβο το καλοκαίρι στο Ηρώδειο, ισχύει ότι έπονται και νέες εμφανίσεις με τη Λένα Πλάτωνος;
«Ναι, μετά τη μαγευτική βραδιά του Ηρωδείου τον Ιούλιο του 2008, έρχονται κι άλλες εμφανίσεις με τη Λένα. Στις 29 Απριλίου αρχίζουμε παραστάσεις στο Κύτταρο: κάθε Τετάρτη και Πέμπτη για δέκα παραστάσεις. Και βέβαια το καλοκαίρι συναυλίες».