Το Avopolis συνάντησε τον Χαράλαμπο Γωγιό, έναν συνθέτη ο οποίος γίνεται ολοένα και πιο γνωστός ευρύτερα, με αφορμή το επικείμενο ανέβασμα της όπεράς του Πληγή: Όπερα Σε Επτά Γεύματα στις 21 και 22 Ιουλίου στο Φεστιβάλ Αθηνών...
Αν δεν κάνω λάθος, ασχολείσαι κυρίως με το θέατρο και την όπερα...
«Δεν αισθάνομαι μουσικός επί της ουσίας, αλλά άνθρωπος του θεάτρου. Θέλω να ανεβάζω έργα. Χρησιμοποιώ τη μουσική ως μέσο για τη δραματουργία. Θαυμάζω απεριόριστα τους μουσικούς που γράφουν απόλυτη μουσική, αλλά δεν κάνω εγώ αυτή τη δουλειά προς το παρόν».
Τελικά τι είσαι; Σκηνοθέτης, συγγραφέας ή συνθέτης;
«Ο Νικόλας Τζώρτζης, φίλος συνθέτης που ζει στο Παρίσι, με είχε χαρακτηρίσει σκηνοσυνθέτη! Αισθάνομαι ότι επιτελώ τη δουλειά του θεατρικού συγγραφέα, ο οποίος, για να γράψει το έργο του, στηρίζεται σε μια σκηνοθετική αντίληψη. Στο μουσικό θέατρο, αντίθετα με το θέατρο πρόζας, γράφοντας μουσική επιβάλλεις και έναν τρόπο ανάγνωσης του κειμένου, συγκεκριμένους δηλαδή ρυθμούς και τονισμούς».
Πώς θα έβλεπες αυτό που ονομάζουμε γενικότερα κλασική μουσική;
«Υπάρχει το ζήτημα της παρακμής. Η βιομηχανία αυτού που ονομάζουμε κλασική μουσική είναι κορεσμένη και λειτουργεί με την επανάληψη της ερμηνείας λίγων έργων παλαιότερων συνθετών. Για αυτό και οι εκτελεστές έχουν μεγαλύτερη αναγνώριση και αμοιβές από τους συνθέτες. Το ζήτημα της σύνθεσης είναι να ανταποκριθούμε σε μια υπάρχουσα ζήτηση και να φτιάξουμε μια μουσική που να είναι άμεσα καταναλώσιμη. Δεν με ενδιαφέρει η παραγωγή ενός προϊόντος το οποίο δεν θα καταναλωθεί σε αυτή τη ζωή. Δεν γράφω μουσική για την αιωνιότητα, αλλά για το σήμερα. Το να συνθέτει κάποιος για την αιωνιότητα είναι επισφαλές και ναρκισσιστικό. Εγώ προσπαθώ να ανταποκριθώ στις ανάγκες των συγχρόνων μου».
Πού βασίζεται η υπόθεση της νέας σου όπερας;
«Η υπόθεση της όπερας βασίζεται στο μυθιστόρημα Μοιραίο Πάθος της Τζόσεφιν Χαρτ. Είναι το ίδιο μυθιστόρημα που είχε προσαρμόσει στο κινηματογράφο ο Λουί Μαλ, με πρωταγωνιστές τους Άιρονς και Μπινός. Την παράστασή μας σκηνοθετεί η Μαριάννα Κάλμπαρη, με την οποία έχουμε ξανασυνεργαστεί στο δεύτερο ανέβασμα της παράστασής μου Η Κοκκινοσκουφίτσα Και Ο Καλός Λύκος (2005). Φέτος σκηνοθέτησε και το έργο του Χαίντελ Ιούλιος Καίσαρας στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος και παίζει η ορχήστρα dissonArt. Τους ρόλους θα τους μοιραστούν 11 τραγουδιστές και 1 ηθοποιός-χορευτής».
Ποια η πρόθεσή σου σε αυτό το έργο;
«Μερικά πράγματα τα ερωτεύεσαι. Έτυχε να διαβάσω το βιβλίο, όταν ήμουν στο σχολείο. Σύντομα κατάλαβα ότι περιείχε ένα υλικό που ήταν κατάλληλο για μια όπερα. Η προσαρμογή του κειμένου έγινε από μένα και το Γιάννη Φίλια, όσον αφορά τους διαλόγους, ενώ ο Γιώργος Παπάζογλου έγραψε τους στίχους των τραγουδιών. Σημαντικό είναι να αναφέρω ότι σε όλο τα έργο θα ακούγονται κείμενα όλων των ειδών (αφήγηση, διάλογοι, στίχοι σοβαροφανείς, στίχοι περιπαικτικοί, μικρές αγγελίες, κατάλογοι εστιατορίων, λατινικοί ύμνοι)».
Ποια είναι η υπόθεση του έργου;
«Είναι η ιστορία ενός συντηρητικού υπουργού της αγγλικής κυβέρνησης που ερωτεύεται την αρραβωνιαστικιά του γιου του. Η ιστορία έχει τραγική κατάληξη. Στο κείμενο της Χαρτ μου κάνει εντύπωση η ακόλουθη φράση: «Το ουρλιαχτό του μοναχικού άνδρα που έχει φοβηθεί την αιώνια εξορία». Το αναφέρω αυτό, γιατί πιστεύω ότι, όταν ένας άνθρωπος φτάνει στα όρια του λόγου του και της λογικής του, ή ουρλιάζει, ή τραγουδάει. Η ίδια η όπερα ασχολείται με αυτές τις ακραίες καταστάσεις που οδηγούν τον άνθρωπο στο ουρλιαχτό και στο τραγούδι».
Τι είναι οι όπερες των ζητιάνων;
«Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης, η Γαβριέλλα Τριανταφύλλη και εγώ έχουμε συστήσει την εταιρεία “Οι Όπερες Των Ζητιάνων”, με στόχο το ανέβασμα παραστάσεων όπερας και μουσικού θεάτρου χαμηλού προϋπολογισμού, σύγχρονης αισθητικής και σε χώρους μη συνηθισμένους».
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συνθέτες;
«Ο Βέρντι, ο Μότσαρτ και ο Μπρίττεν. Γενικότερα όμως μου αρέσει η αγγλική μουσική, από τον Πέρσελ έως τον Τόμας Άντες. Επίσης μου αρέσει ο Έλληνας συνθέτης Μηνάς Μπορμπουδάκης, που ζει στο Μόναχο».
Για ποιο λόγο δεν βρίσκεσαι και εσύ στο εξωτερικό;
«Ίσως είμαι δειλός ή τεμπέλης. Δεν έχει προκύψει η αληθινή ανάγκη μέχρι τώρα. Επίσης μου αρέσει η ελληνική γλώσσα και με ενδιαφέρει να ανεβάζω σε αυτήν τα έργα μου. Μέχρι τώρα ένιωθα ότι υπήρχαν πράγματα να κατακτήσω στην Αθήνα. Επίσης το ιδεολογικό κλίμα εδώ είναι πιο υγιές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι σύγχρονοι αστοί Έλληνες δεν πάσχουν από σοβαρές ιδεολογικές νόσους, όπως από ξενοφοβία και ρατσισμό. Έχουμε ένα επαρκές επίπεδο ανεκτικότητας και συλλεκτικότητας. Υπάρχει μια πολιτιστική δίψα η οποία ανοίγει πολλές δυνατότητες. Το πρόβλημα είναι πως, ως συνολικός πληθυσμός αλλά και ως ποσοστό ανθρώπων που ασχολούνται με τον πολιτισμό, είμαστε αριθμητικά λίγοι, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κλειστές παρέες. Όλοι γνωρίζουν τους πάντες και οι ζυμώσεις περιορίζονται, αν και η τεχνολογία μας επιτρέπει να έχουμε τα μάτια μας πολύ πιο ανοιχτά από ό,τι παλαιότερα. Τα ταξίδια έχουν καταστεί λιγότερο απαραίτητα από ποτέ. Παρόλα αυτά αντιπαθώ τρομερά τον διάχυτο μισελληνισμό που κυκλοφορεί στον ελληνικό πολιτιστικό χώρο και θεωρώ ότι αυτός είναι το χειρότερο σύμπτωμα επαρχιωτισμού που διαθέτουμε».