Το Avopolis έχει την τιμή να παρουσιάζει τον Γιώργο Δεμερτζή, έναν από τους σημαντικότερους βιολονίστες, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και παγκοσμίως, ιδρυτικό μέλος του περίφημου Νέου Ελληνικού Κουαρτέτου, το κορυφαίο συγκρότημα μουσικής δωματίου της Ελλάδας αλλά και σύμφωνα με το “The Strad”, ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα μουσικής δωματίου στον κόσμο. Ο ίδιος ο Γιώργος Δεμερτζής δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Λώρενς στο Έιπλιτον των ΗΠΑ (1976-2001), έχει ηχογραφήσει για τη σουηδική εταιρεία BIS το σύνολο των συνθέσεων για βιολί του Νίκου Σκαλκώτα, του Καρλ Νήλσεν, καθώς και τα κουαρτέτα του Ρεσπίγκι και τα πρώιμα κουαρτέτα του Νήλσεν. Επίσης, τους δύο πρώτους τόμους των έργων μουσικής δωματίου του Γιώργου Σισιλιάνου για την Ποικίλη Στοά. Για τη Legend Classics το ΝΕΚ έχει ξεκινήσει την ηχογράφηση των απάντων της μουσικής δωματίου του Μίκη Θεοδωράκη, με αποτέλεσμα να έχουν ήδη κυκλοφορήσει στην αγορά τα πρώτα δύο CD του κύκλου. Η συνέντευξη που ακολουθεί γίνεται με αφορμή τη συναυλία του ΝΕΚ που θα πραγματοποιηθεί στις 20 Ιουνίου, στο Μέγαρο Μουσικής, με έργα των Σκαλκώτα, Μπρίττεν και Μπάρτοκ…

 

 

 

Έχω παρατηρήσει ότι τόσο οι συναυλίες σας όσο και οι ηχογραφήσεις σας αφιερώνουν ένα μεγάλο μέρος τους σε έργα Ελλήνων συνθετών.

 

«Δεν είδα ποτέ αντιθετικά το ζήτημα Ελλήνων και ξένων συνθετών και δεν επέλεξα τους Έλληνες συνθέτες μέσα από ένα ευρύ φάσμα. Δεν υπήρξε κριτήριο εθνικότητας ή εθνικισμού, ούτε ωφελιμιστικό. Το κριτήριο, κατά μια έννοια, υπήρξε ιδεολογικό. Είμαι από τους ελάχιστους Έλληνες που κατοικούν στην Ελλάδα, που πιστεύει ότι οι μουσικοί και η μουσική της χώρας μας δεν είναι αντίστοιχα κακοί και κακή, όπως πιστεύει ένα μεγάλο ποσοστό κρατούντων στην ελληνική κοινωνία. Η ελληνική λόγια μουσική είναι υψηλότατης ποιότητας και είναι θέμα γνώσης να το αντιληφθεί κάποιος. Επίσης, μόνο σε αυτή τη χώρα ο Έλληνας μουσικός θεωρείται εξ ορισμού χειρότερος από τον ξένο μουσικό, ο οποίος θεωρείται μάλιστα a priori καλός. Αυτή την αρνητική προδιάθεση που έχουμε απέναντι σε έναν Έλληνα μουσικό δεν τη βλέπουμε, για παράδειγμα, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ ή στη Γερμανία. Ο Γερμανός μουσικός είχε πάντα την προτεραιότητα εντός της πατρίδας του».

 

Μήπως, όμως, για αυτήν την ανυποληψία της ελληνικής μουσικής και του Έλληνα μουσικού ευθύνεται και το επίπεδο της εγχώριας μουσικής εκπαίδευσης;

 

«Η εκπαίδευση είναι ένα αίτημα. Ένας εκπαιδευτικός μηχανισμός όμως δεν δρα αυθύπαρκτα αλλά είναι προϊόν της ευρύτερης πολιτικής. Για να γίνω κατανοητός, δεν θα αναφερθώ σε κάποια ισχυρή χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ παρά μόνο στην Αλβανία. Η Αλβανία, επί Χότζα, είχε 7 όπερες και 17 συμφωνικές ορχήστρες. Και δεν είναι τυχαίο ότι Αλβανοί μουσικοί έχουν επανδρώσει ελληνικές ορχήστρες, τόσο εδώ, όσο και στην Ευρώπη. Σε σχέση, λοιπόν, με τη «φτωχή» Αλβανία, η ελληνική πολιτεία πόσες ορχήστρες και πόσα λυρικά θέατρα έχει δημιουργήσει; Πέρα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η οποία μάλιστα ιδρύθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές το 1942,  την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και την Εθνική Λυρική Σκηνή, προκαλώ κάποιον να μου πει τι έχει κάνει συνολικά η ελληνική πολιτεία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα».

 

Είστε ιδρυτικό μέλος του Νέου Ελληνικού Κουαρτέτου. Η ονομασία του από πού προήλθε και τι σημαίνει συμβολικά για τη σχέση σας με την ελληνική μουσική;

 

«Μας είχαν καλέσει σε ένα φεστιβάλ στο Βελιγράδι και όταν μας ρώτησαν τηλεφωνικώς να τους δώσουμε ένα όνομα του ανσάμπλ, τότε σκεφτήκαμε να τους δώσουμε την ονομασία «Ελληνικό Κουαρτέτο». Σκεφτόμενοι όμως ότι με αυτό το όνομα είχε υπάρξει το ιστορικό κουαρτέτο του Αποστολίδη, τότε προσθέσαμε το επίθετο «Νέο». Με το όνομα επίσης δηλώνεται σαφώς η στενή σύνδεσή μας με την ελληνική μουσική, από τη στιγμή μάλιστα που είμαστε φορείς της ιστορικής, αλλά και της ζωντανής της πλευράς. Πέρα από το γεγονός ότι έχουμε παίξει πολλά έργα Ελλήνων συνθετών, συγχρόνως έχουμε συλλέξει σε μουσικό κείμενο περίπου 500 ελληνικά κουαρτέτα, πολλά από τα οποία έχουν γραφτεί ειδικά για εμάς. Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο που δεχόμαστε παραγγελίες περισσότερο, παρά δίνουμε παραγγελίες για τη σύνθεση νέων έργων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παίζουμε ξένο ρεπερτόριο, το αντίθετο μάλιστα. Η BIS, η σουηδική εταιρεία, μας θεωρεί ένα από τα καλύτερα ανσάμπλ τα οποία διαθέτει και μας έχει αναθέσει στο παρελθόν την ηχογράφηση έργων των Ρεσπίγκι και Νήλσεν, ενώ στις ζωντανές μας συναυλίες φυσικά, έχουμε παίξει από τα κουαρτέτα του Μπετόβεν έως κουαρτέτα του Μπάρτοκ και του Σνίτκε, για να αναφέρω αυτά ενδεικτικά».

 

Έχετε ως ΝΕΚ κάποια βοήθεια από το ελληνικό κράτος;

 

«Η βοήθεια από το κράτος είναι ανεπαρκέστατη. Δουλεύουμε τελείως ανεξάρτητα και πιστεύω ότι μετά από 20 χρόνια δόκιμης παρουσίας θα έπρεπε να είχαμε τη στήριξή του. Δεν επιχορηγούμαστε από κανέναν σε σχέση με την αντίστοιχη υποστήριξη που απολαμβάνουν σχήματα του εξωτερικού».

 

Για να αναφερθώ και σε κάποια ζητήματα εκτέλεσης, μου έκανε εξαιρετική εντύπωση ότι σε κάποια σημεία των έργων μουσικής δωματίου του Θεοδωράκη, και ειδικότερα στο 4ο μέρος της σονατίνας Ν. 2 για βιολί και πιάνο, κάνετε το βιολί σας να ηχεί σαν δημοτικό όργανο. Θυμίζει μάλιστα άλλες φορές δημοτικό βιολί, άλλες φορές ποντιακή ή κρητική λύρα. Πώς το καταφέρνετε αυτό;

 

«Η μουσική είναι έτσι γραμμένη. Δεν έκανα κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, πέρα από το να ακολουθώ πιστά την παρτιτούρα. Πέρα από το γεγονός ότι λατρεύω αυτό το έργο, θέλω να σημειώσω ότι δεν έχω παίξει ποτέ δημοτικό βιολί, ηλεκτρικό ή τζαζ. Εγώ, για να υπηρετήσω κάτι, χρειάζεται να έχω απόλυτη ταύτιση και πίστη με αυτό και σε αυτό που κάνω. Υπάρχει, για παράδειγμα, ο Παντελής Δεσποτίδης, ο οποίος και λόγω της αμοργιανής του καταγωγής, μπορεί να παίζει με επιτυχία τόσο κλασικό, όσο και δημοτικό βιολί. Θεωρώ όμως ότι είναι δύσκολο να μεταπηδάς από το ένα επίπεδο στο άλλο».            

 

Τι μουσική ακούτε;

 

«Δεν ακούω πια μουσική. Ειδικότερα δεν ακούω έργα που πρόκειται να παίξω εγώ, γιατί επηρεάζομαι. Μου αρέσει να παίζω πράγματα τα οποία δεν τα έχει παίξει άλλος. Μου αρέσει να ψαρεύω σε ανεξερεύνητα νερά. Δεν έχω αγαπημένους συνθέτες. Αγαπημένοι συνθέτες είναι αυτοί με τους οποίους ασχολούμαι τη συγκεκριμένη στιγμή και με το έργο των οποίων ταυτίζομαι. Αν δεν μπορώ να ταυτιστώ με ένα έργο, απλά δεν το παίζω. Αν δεν μου αρέσει, δεν ασχολούμαι μαζί του. Μπορώ ωστόσο να υπερασπιστώ συνθέτες όπως είναι ενδεικτικά ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο ταξιτζής Σπύρος Γκάτσης, ο Σίμος Παπάνας, ο Φίλιππος Τσαλαχούρης και ο Μίκης Θεοδωράκης. Μάλιστα στον ίδιο τον Θεοδωράκη έχω πει ότι το να παίζω τα έργα του είναι το πιο επαναστατικό και πρωτοποριακό πράγμα που έχω κάνει ποτέ. Αυτό το λέω γιατί έχω παρατηρήσει ότι πολλοί ενοχλούνται, όταν ερμηνεύω έργα του».

 

Ποια η σχέση σας με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη;

 

«Στον Χατζιδάκι οφείλεται ο πρώτος μου δίσκος. Ο Θάνος Μικρούτσικος μου σύστησε τον Θεοδωράκη και τότε ανακάλυψα τη μουσική δωματίου του. Η μουσική του Θεοδωράκη αποτελεί το τελευταίο και το σημαντικότερο στοιχείο ενασχόλησής μου με την ελληνική μουσική. Ο ίδιος ο συνθέτης είναι η τελευταία πηγή γνήσιας επαφής με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής μουσικής. Ποιος άνθρωπος μπορεί να μεταφέρει τους προβληματισμούς της ελληνικής μουσικής δημιουργίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ο Θεοδωράκης, ο οποίος έγραψε το 1945 το τρίο για πιάνο, τσέλο και βιολί, είναι εν ζωή και το κυριότερο, μιλάει».

 

Τι θα μπορούσατε να πείτε σε ένα νέο άνθρωπο, για να τον πείσετε να έρθει στη συναυλία σας στο Μέγαρο Μουσικής;

 

«Μια συναυλία με ένα τέτοιο πρόγραμμα θα έπρεπε να την επαναλάβω 500 φορές. Κανένας άνθρωπος, νέος ή γέρος, που θα ακούσει αυτή τη συναυλία δεν θα πει ότι δεν του άρεσε. Επίσης είναι σημαντικό οι αίθουσες να γεμίζουν και από ανθρώπους οι οποίοι σπουδάζουν ή εργάζονται ως μουσικοί. Αν και αυτοί οι ίδιοι δεν παρουσιάζονται στις αίθουσες των συναυλιών, τότε τείνω να πιστέψω ότι ακολουθούν την περιρρέουσα άποψη ότι η ελληνική μουσική είναι κακή και ανυπόληπτη. Μια άποψη που συμμερίζεται η ελληνική πολιτεία και αποδέχεται η ελληνική κοινωνία».

 

Ετοιμάζετε κάτι αυτό τον καιρό πέρα από τις συναυλίες;

 

«Ηχογραφούμε το 3ο CD με έργα μουσικής δωματίου του Θεοδωράκη. Συγκεκριμένα τα έργα “Σεξτέτο”, “Ελικών” και 11 σπουδές για σόλο τσέλο με τον τίτλο “Aσίκικος Χορός”. Επίσης, στις 5 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζεται το νέο CD της BIS με έργα του Σκαλκώτα, με την πρώτη σύμπραξη ελληνικής ορχήστρας (ΚΟΘ) σε διεθνή παραγωγή. Συγκεκριμένα τα “Διπλό Κοντσέρτο”, στο οποίο παίζουμε εγώ και ο Σίμος Παπάνας (επίσης βιολονίστας), “Κοντσερτίνο Για 2 Πιάνα”, “Διασκεδαστική Μουσική Για Ξυλόφωνο Και Ορχήστρα”».  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured