Το Avopolis συνάντησε τη σολίστ της κλασικής κιθάρας Κορίνα Βουγιούκα με την ευκαιρία της έκδοσης του πρώτου album της, με τίτλο Laceworks. Η ίδια η συνομιλία απεκάλυψε, πέρα από μια ικανή μουσικό, έναν ώριμο άνθρωπο με ενδιαφέροντα ευρύτερα της ίδιας της μουσικής, ικανό να αναλύει και να ερμηνεύει την ίδια την πραγματικότητα…

 

 

 

Διδάσκεις στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, είσαι καλλιτεχνική διευθύντρια του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας και του φεστιβάλ Γ.Α. Παπαϊωάννου της ίδιας πόλης, σολίστ της κιθάρας και υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Λέυντεν της Ολλανδίας. Πώς συνδυάζονται όλες οι παραπάνω ιδιότητες και ασχολίες;

 

«Το διδακτορικό είναι ο μεγάλος βραχνάς, καθώς μοιάζει με εργασία πλήρους απασχόλησης».

 

Ποιο είναι το θέμα του διδακτορικού σου;

 

«Η μουσική του 19ου αιώνα για κιθάρα, σε σχέση με το φωνητικό ρεπερτόριο της εποχής. Ουσιαστικά η σχέση της ίδιας της κιθάρας με τον υπόλοιπο μουσικό κόσμο της εποχής».

 

Οπότε υπάρχει σύνδεση του ίδιου του CD με το θέμα της διατριβής σου.

 

«Κατά μια έννοια. Το μελετώ τόσο ακαδημαϊκά όσο και σολιστικά, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά».

 

Το ίδιο το Laceworks, και αυτό είναι το ενδιαφέρον του, μοιάζει με μια ηχητική μουσική έρευνα. Δε θα μπορούσε όμως να υπάρχει και κάποιο κομμάτι διαφορετικού μουσικού στυλ;

 

«Κατά πρώτον, με τον τρόπο που παίζω, αντιβαίνω τους ακαδημαϊκούς κανόνες, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα ηχητικό αποτέλεσμα αντίθετο από το τυπικά αναμενόμενο. Χρησιμοποιώ έναν ήχο «σκληρό», με μεγαλύτερο όγκο, πιο βαρύ για μια μουσική που θεωρείται κάπως εύθραυστη. Επειδή τον 19ο αιώνα δεν υπάρχει εργογραφία των σημαντικών συνθετών για κιθάρα, π.χ. Μπετόβεν, αλλά των ελασσόνων συνθετών, παίζω αυτή τη μουσική για να γευθώ το μουσικό κλίμα της εποχής. Μιας εποχής έντονων επαναστατικών αλλαγών στην Ευρώπη, με κοινωνικές και εθνικές συγκρούσεις, προσπαθώντας έτσι να εντάξω τη μουσική σε αυτό το ιστορικό κλίμα. Ο τυπικός ακαδημαϊσμός θέλει μια αποστασιοποίηση του ερμηνευτή από το έργο που ερμηνεύει, απόσταση που προσωπικά δεν τηρώ. Κατά δεύτερον, τα 2/3 του CD είναι μεταγραφές του Τάσου Ρωσόπουλου, ενός συνθέτη που δεν ανήκει στον ακαδημαϊκό κύκλο. Επίσης η ίδια η μεταγραφή από ένα συνθέτη της εποχής μας μιας μουσικής του 19ου αιώνα, έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την παραδοσιακή αντίληψη περί μεταγραμμένης μουσικής».

 

Επισκέπτεσαι συχνά την κεντρική Ευρώπη; Ποιο το μουσικό κλίμα εκεί;

 

«Επισκέπτομαι κυρίως την Ολλανδία, όπου γίνονται πολλές, μικρές και μεγάλες, συναυλίες κλασικής μουσικής. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι εκεί ό,τι συμβαίνει στην κλασική μουσική τους αφορά πολύ περισσότερο σε σχέση με εδώ. Όταν ήμουν στη Χάγη, όταν άλλαξε ο μαέστρος της ορχήστρας της πόλης, η είδηση υπήρχε σε κάθε στάση λεωφορείου, ενώ στην Ελλάδα αν αλλάξει ο μαέστρος της ΚΟΑ, δεν θα το μάθει κανείς. Επίσης ερμηνευτές κλασικής μουσικής μπορούν να προσκαλεστούν να παίξουν σε πάρτυ γενεθλίων, σε συνεστιάσεις και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχει συμβεί πολλές φορές μεγαλοαστοί της χώρας να δίνουν άτυπες υποτροφίες σε ικανούς μουσικούς ανεξαρτήτως καταγωγής».

 

Τι θετικό βρίσκεις στην Ελλάδα;

 

«Εδώ είναι το φυσικό μου περιβάλλον και μοιράζομαι έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Υπάρχουν πλέον πολλοί άνθρωποι που αγαπούν αυτό τον χώρο και κάνουν αυτή τη δουλειά με πολύ μεγάλο υλικό και ψυχικό κόστος. Παρόλες τις αντιξοότητες μπορούν να μελετούν, να είναι επαρκείς σολίστες και όλα αυτά να τα συνδυάζουν με το βιοπορισμό. Πιο αξιοθαύμαστοι από τους ερμηνευτές είναι οι ίδιοι οι συνθέτες, γιατί οι παραγγελίες που τους δίνονται επί πληρωμή είναι ελάχιστες, με αποτέλεσμα να γράφουν μουσική ανταποκρινόμενοι σε δικά τους εσωτερικά κίνητρα».

 

Πιστεύεις ότι το Κράτος θα όφειλε να στηρίζει τους ερμηνευτές και τους συνθέτες;

 

«Το βασικό ζήτημα σε αυτό είναι να θέσεις τα κριτήρια της επιλογής αυτών που θα στηρίξεις. Πρώτα πρέπει να ξεκινάμε από αυτό».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured