Με την ευκαιρία της ζωντανής εμφάνισης του Διονύση Μπουκουβάλα στην αίθουσα τέχνης «Εστουδιαντίνα» στις 25/5, το Avopolis συνάντησε τον ίδιο τον μουσικοσυνθέτη και πιανίστα σε μια συζήτηση που πολλές φορές πήρε μια μη αναμενόμενη τροπή…
(Φωτογραφία: Γιάννης Φίλιας)
Στο δελτίο τύπου της συναυλίας σου αναφέρεις ότι οι μουσικές επιρροές σου σχετίζονται τόσο με τον Βιμ Μέρτενς όσο και με τον Κιθ Τζάρετ. Αυτοί οι δύο, όμως, δεν είναι κάπως αντίθετοι μουσικά; Ο Μέρτενς είναι πολύ επαναληπτικός και κάθετος, ενώ ο Τζάρετ απελευθερωτικός και αντιστικτικός…
«Προσπαθώ να αναπαράγω τη ρομαντική έκφραση που έχουν και οι δύο. Η δική μου οπτική είναι να γράφω μια μουσική η οποία προσεγγίζει περισσότερο την κλασική μουσική και μάλιστα τον ρομαντισμό. Μια μουσική με έντονη δηλαδή εκφραστικότητα και έντονο συναίσθημα».
Συνθέτεις; Αυτοσχεδιάζεις; Ή και τα δύο;
«Ο αυτοσχεδιασμός είναι συνδυασμός τόσο εκτέλεσης όσο και σύνθεσης.
Παρακολουθείς, παρόλα αυτά, κάποια συγκεκριμένη παρτιτούρα;
«Παρτιτούρα ποτέ. Υπάρχει κάποια ιδέα στην οποία βασίζομαι αλλά όχι κάτι συγκεκριμένο. Με συγκινεί η ελεύθερη ανάπτυξη που γεννιέται την κάθε διαφορετική στιγμή που παίζεις. Σαν ένα ταξίδι απρόβλεπτο και απροσχεδίαστο».
Η τραγουδίστρια Διαλεκτή Ταμπάκου συμμετέχει στον αυτοσχεδιασμό;
«Όχι. Τα τραγούδια είναι καταγεγραμμένες συνθέσεις, ενώ ο αυτοσχεδιασμός είναι το ελεύθερο κομμάτι της συναυλίας».
Βλέπω ότι έχεις μελοποιήσει Έλληνες και ξένους ποιητές. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για αυτό;
«Σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν τρεις κύκλοι που εξελίσσονται αυτόνομα. Ο πρώτος κύκλος είναι η μελοποίηση της ερωτικής ποίησης του Βασίλη Ρώτα, η οποία μάλιστα δεν βρίσκεται στο εμπόριο και έχει φτάσει στα χέρια μου μέσω της δασκάλας μου του πιάνου, Μαίρης Χάλαρη - προσωπικής φίλης του ίδιου του ποιητή. Ο δεύτερος κύκλος αφορά μελοποιήσεις ποιημάτων του Λάβκραφτ, του γνωστού συγγραφέα του υπερφυσικού τρόμου. Ο τρίτος κύκλος προήλθε από κάποιες συζητήσεις που έκανα με τον Ζακυνθινό φίλο και συνθέτη Παναγιώτη Μαρίνο, για τη διοργάνωση μια συναυλίας με μελοποιημένη ζακυνθινή ποίηση, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Παρόλα αυτά, μπήκα στη διαδικασία να γράψω έναν κύκλο τραγουδιών σε στίχους σύγχρονων Ζακυνθινών ποιητών. Συγκεκριμένα, των Σωκράτη Καψάσκη, Νίκου Σπάνια, Διονύση Σέρρα, Λούλας Βάλβη-Μυλωνά, Αθηνάς Βλαχιώτη και Ελένης Δημάκου. Αυτή η τελευταία δουλειά αποτελεί τον τρίτο κύκλο της συναυλίας. Η γενικότερη πρόθεσή μου, όταν μελοποιώ ένα ποίημα, είναι να επικοινωνήσω με το ίδιο το πνεύμα του λογοτέχνη».
Υπάρχει συγγένεια των τριών αυτών κύκλων;
«Πρώτα μου έρχονται οι διαφορές στο μυαλό μου. Έτσι, ξεκινώντας από τα μελοποιημένα ποιήματα του Ρώτα που μοιάζουν να είναι τα πιο έντεχνα, φτάνουμε στα τραγούδια του Λάβκραφτ που είναι «κλασικότροπα» και μάλιστα μοντέρνου στυλ».
Έχω παρατηρήσει ότι έργα νέων Ελλήνων συνθετών δεν εκδίδονται, δεν παίζονται δημοσίως και δεν ηχογραφούνται. Ποιο το μερίδιο ευθύνης του κοινού, των εταιρειών και των ίδιων των μουσικών για αυτή την κατάσταση;
«Ο κόσμος σήμερα πια δεν έχει την υπομονή να κρατήσει την προσοχή του αδιάσπαστη για 10 λεπτά μουσικής. Ακούμε πια μουσική που είναι συνοδευτική άλλων δραστηριοτήτων και σπανίως επικεντρώνοντας στο ίδιο το μουσικό έργο. Οι εταιρείες, από την πλευρά τους, κοιτούν το πράγμα καθαρά επαγγελματικά, στερώντας κάποιες ευγενείς καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες και βλέποντας τα πάντα ως εμπόριο. Η Λένα Πλάτωνος, για παράδειγμα, δεν έβρισκε εδώ και 10 χρόνια δισκογραφική εταιρεία να αναλάβει το έργο της. Επίσης, κάποιοι μουσικοί έχουν συμβιβαστεί με το σύστημα αυτό και δεν προσπαθούν να βρουν διέξοδο. Αποδέχονται τον έλεγχο που ασκείται πάνω τους και από τις εταιρείες και από την ίδια την κοινωνία. Όταν κάποιος συνθέτης τολμάει να πάρει μια πρωτοβουλία, κατακεραυνώνεται, δουλεύοντας μάλιστα τις περισσότερες φορές και χωρίς χρηματική αμοιβή».
Πιστεύεις ότι η ελληνική μουσική, που δεν στηρίζεται μονομερώς στο τραγούδι, αν της δινόταν η ευκαιρία, θα μπορούσε να αποκτήσει ένα ευρύτερο κοινό;
«Σαφώς. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα είχε πολύ καλά αποτελέσματα, ειδικότερα αν κατάφερνε να μπει στην καθημερινότητά μας».