Με ένα ντεμπούτο-έκπληξη, οι Θεσσαλονικείς Boomstate έστρεψαν πάνω τους την προσοχή ακόμα και όσων δεν αρέσκονται συνήθως σε τέτοιους rock ήχους. Το Avopolis σκέφτηκε έτσι πως καλό θα ήταν να τα έλεγε λίγο μαζί τους…

 

 

Να ξεκινήσουμε με κάποια βιογραφικά στοιχεία του συγκροτήματος; Υπάρχετε πολλά χρόνια σαν σχήμα, αλλά μόλις τώρα βγάλατε ένα πρώτο album

«Οι Boomstate δημιουργήθηκαν το 1996 από τους Harry Elektron (κιθάρες, sequencers) & Jim Lau (φωνητικά, sequencers), οι οποίοι είχαν ήδη συνεργαστεί στη δισκογραφική δουλειά του Elektron Ιερόδουλος Σοβαρή Στη Δίκη (Lyra, 1998). Γρήγορα προσχώρησε στο σχήμα και ο H. P. Marksman (μπάσο) και άρχισαν να εμφανίζονται σε live χώρους της Θεσσαλονίκης, με δικές τους συνθέσεις. Από τη σύνθεση της μπάντας πέρασαν επίσης η Δάφνη Τραγάκη (πλήκτρα) και ο Denny Κωνσταντινιδής (τύμπανα), για να φτάσει το 2003 η μπάντα να αριθμεί 7 μέλη [Θοδωρής Χυτήρης (τύμπανα), Μιχάλης Βρέττας-Φώτης Σιώτας (βιολιά) & Χρήστος Μέγας (κιθάρες)]. Διάφορες συγκυρίες οδήγησαν στην αποχώρηση τεσσάρων εκ των επτά μελών (Elektron, Σιώτας, Βρέττας & Μέγας). Έτσι το 2006 βρίσκει το συγκρότημα με τρία μέλη να γράφει καινούρια τραγούδια και να ξαναβρίσκει τον ήχο του και τον δρόμο του… Και έτσι, 11 χρόνια μετά, καταφέρνει να κυκλοφορήσει το πρώτο κανονικό album Waiting Out There (είχαν προηγηθεί 4 EPs ηχογραφημένα στο στούντιο μας). Στην ηχογράφηση σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Ηarry Elektron, Γεώργιος Bandoek Αποστολάκης, Δημήτρης Μπασλάμ και Νικόδημος Τριαρίδης (ο τελευταίος έμελλε να είναι και ο παραγωγός και χρηματοδότης του όλου εγχειρήματος!).

 

11 χρόνια, 5 μήνες και 13 ημέρες για την κυκλοφορία του παρθενικού σας studio album! Δοθέντος ότι συνθετικά και συναυλιακά απέχετε από το να χαρακτηριστείτε άεργοι, γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος να αποτυπωθεί δισκογραφικά η δουλειά σας;

«Ξεκινήσαμε σε μια περίοδο όπου από τις δισκογραφικές εταιρίες προωθούνταν μόνον ελληνόφωνες μπάντες, το ίντερνετ δεν υπήρχε και επίσης συναυλιακοί χώροι δεν υπήρχαν στην Θεσσαλονίκη (ιδιαίτερα για μπάντα που δεν έπαιζε διασκευές). ‘Eτσι, μόνο μετά από το 2004 άρχισαν να εμφανίζονται προτάσεις από εταιρίες για συνεργασία (ή ακόμη και η ιδέα να κυκλοφορήσει η μπάντα μια δουλειά «ιδιοίς αναλώμασιν», με δικά μας δηλαδή έξοδα). Σε αυτό το πλαίσιο ηχογραφήθηκε στο στούντιο «Αγροτικόν» με την ανοχή-συμμετοχή-βοήθεια πολλών φίλων, ένα album που, αν και δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει, μας έμαθε πώς είναι να φτιάχνεις έναν δίσκο. Ακολούθησε το 2005 η αποχώρηση αρκετών μελών με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν όλες οι διαδικασίες από την αρχή. Πράγμα το οποίο μας έφερε στο Waiting Out There».

 

Στη φροντισμένη χάρτινη συσκευασία του cd υπάρχει ένα υπέροχο σκίτσο μιας κιβωτού με τρία άτομα στην πλώρη. Υπάρχει κάποιος συμβολισμός; Βλέπετε τους εαυτούς σας ως ταξιδευτές με πλοηγό τη μουσική;

«Τα τρία άτομα είμαστε όντως εμείς (φωτογραφίες επεξεργασμένες σε τέτοιο σημείο που να είναι μη αναγνωρίσιμες!!!). Έχουν υπάρξει πολλές στιγμές, μέσα στο στούντιο, όπου αισθανθήκαμε να μεταφερόμαστε σε άλλα μέρη του κόσμου με τη βοήθεια της μουσικής μας (μετριοφροσύνη!!). Εκτός αυτού, υπήρξαν πολλές φορές που επεξεργαστήκαμε τραγούδια τα οποία δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Έτσι μπορούμε να δούμε τη μπάντα μας σαν ένα μέσο που μπορεί να διασώσει διάφορα ηχητικά τοπία μέσα από τους σύγχρονους ψηφιακούς-μικροκυμματικούς κατακλυσμούς. Τέλος. είναι και ένας φόρος τιμής στην προηγούμενη (extended) version των Boomstate (7 άτομα), της οποίας ένα από τα τραγούδια ονομαζόταν “Noah’s Ark”».

 

 

Στο παταγώδες ντεμπούτο τους, οι Arctic Monkeys τραγουδούν τον εξής στίχο: «There's only music, so that there's new ringtones». Με αφορμή το παραπάνω, πώς στέκονται οι Boomstate απέναντι στην εγχώρια - και όχι μόνο - κονσερβοποίηση της μουσικής;

«Θα αναφερθώ μόνο στην εγχώρια (στο εξωτερικό η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική, κυρίως λόγω γλώσσας). Στην Ελλάδα υπάρχει ένα θέμα: η πλειοψηφία του κόσμου θέλει να ακούει μουσική με ελληνικό στίχο και γενικότερα ελληνικό στυλ (λαϊκό ή έντεχνο ή pop). Με αυτό το δεδομένο, καταλαβαίνουμε ότι το κοινό στο οποίο απευθύνεται μια μπάντα που ξεκινάει σε ξενόγλωσσο ύφος έχει αυτόματα περιοριστεί στο 10-20% του πληθυσμού που «ασχολείται» με τα μουσικά πράγματα. Αν τώρα προσπαθήσουμε να τμηματοποιήσουμε αυτό το ποσοστό στα υπάρχοντα είδη μουσικής (κυρίως από θέμα εμπορικότητας), καταλαβαίνουμε ότι τα διαθέσιμα ποσοστά μειώνονται δραματικά. Επομένως, θεωρώ ότι το γεγονός ότι π.χ. σε μια συναυλία ενός μικρού ελληνικού indie συγκροτήματος θα παραστούν 80-100 άτομα μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία, αφού δεν υπάρχει κόσμος που να ενδιαφέρεται…».

 

Πέντε κομμάτια του album φέρουν τα ονόματα γνωστών και αγαπητών προορισμών: Berlin, Istanbul, Paris, Vancouver, Rome. Για κάθε πόλη ξεχωριστά, τι ήταν εκείνο που ερέθισε το μουσικό σας αισθητήριο;

«Για αρχή θα ήθελα να προσθέσω και την Tuzla - όχι βέβαια το γνωστό παραθαλάσσιο θέρετρο, αλλά την πόλη της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, όπου είχε λάβει μέρος μία από τις ουκ ολίγες σφαγές του γειτονικού εμφυλίου πολέμου. Και επιμένω να θυμίσω αυτό το τραγούδι, γιατί είναι το μόνο που μεταφέρει (στιχουργικά) τον ακροατή σε μια «δύσκολη» περιοχή, όπως αυτή που περιέγραψα. Στα υπόλοιπα τραγούδια η ονομασία προέκυψε κατόπιν «ωρίμου σκέψεως» και «συγκροτημένης επιχειρηματολογίας» (sic!) όλων των μελών του συγκροτήματος!!! Ουσιαστικά μένει στην φαντασία των ακροατών να κάνουν τις όποιες συνδέσεις (ας μας στείλουν τις ιδέες τους και μας!!!)».

 

Μουσικά κυοφορείται κάτι φρέσκο στη Θεσσαλονίκη ή το κιτς του Ψωμιάδη-Ζορό έχει μιάνει τα πάντα;

«Αυτή η κουβέντα μπορεί να τραβήξει πολύ μακριά… Το κιτς καλά κρατεί στην πόλη μας, αλλά, από την άλλη, υπάρχει πάρα πολύς κόσμος ο οποίος ασχολείται ενεργά με τη μουσική, ηχογραφεί και προσπαθεί να την προωθήσει. Αν λάβουμε όμως υπόψη μας το πόσο έχει προχωρήσει η τεχνολογία και πόσο μπορεί να βοηθήσει το ίντερνετ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι (αναλογικά) είμαστε στα ίδια επίπεδα με πριν από 10 χρόνια».

 

Ποια είναι τα άμεσα σχέδια σας; Θα έχουμε την τύχη να σας απολαύσουμε σε κάποιο αθηναϊκό venue;

«Από τον Ιανουάριο έχουμε ξεκινήσει μια πιο ενεργή πορεία και εκτός και εντός Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα είχαμε την τύχη να παίξουμε τρεις φορές ως τώρα: μία σε ένα πάρτυ της ΑΣΚΤ, μία σαν opening act στους Tuxedomoon (2004) και μία φορά στο Μικρό Μουσικό Θέατρο. Προς το παρόν δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά πριν το καλοκαίρι σίγουρα θα γίνουν κάποιες ακόμα συναυλίες».

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured