Η παρέα των Χειμερινών Κολυμβητών γυρνάει στα λημέρια μας για δύο ακόμα live στο Κύτταρο και το Avopolis, που δεν χάνει τέτοιες ευκαιρίες, μίλησε με τον Αργύρη Μπακιρτζή εφ’ όλης της ύλης...
Από το Όλο λάθη, Πάντα Λάθη πέρασαν οχτώ χρόνια μέχρι την κυκλοφορία της Μαστοράντζας του Εντερμπίλ. Και σε λιγότερο από δύο χρόνια κυκλοφορείτε και Το πέρασμά Σου. Τι συνέβη και μας χαρίσατε δύο δίσκους σε μόλις δύο χρόνια;
«Είχαμε ξεχάσει πόσο ευχάριστο είναι να μπαίνεις στο στούντιο και μάλιστα να βγαίνουν τα κομμάτια σα νεράκι. Μαζεύτηκε και πολύ υλικό που κάποια στιγμή θέλεις να απαλλαγείς απ’ αυτό. Να του δώσεις μια μορφή να πάμε σ’ άλλα».
H συμμετοχή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη προέκυψε με γνώμονα τη γενικότερη εκτίμηση ή φιλία μεταξύ σας ή ως ανάγκη η συγκεκριμένη φωνή να υπηρετήσει τα συγκεκριμένα τραγούδια;
«Το πρώτο ήταν απαραίτητη προϋπόθεση. Και το ότι θεωρήσαμε ότι αποτελούσε και την καλύτερη επιλογή για τα τραγούδια ήταν ένα ευτυχές γεγονός».
Από τη βαλκανική πατριδογνωσία της Μαστοράντζας στη μελοποίηση Ελύτη, Σεφέρη, Σαίξπηρ. Πριν βγάλετε τους δίσκους προβληματιστήκατε για την αποδοχή που θα γνώριζαν, με δεδομένο ότι οι θεματικοί δίσκοι προϋποθέτουν και ένα πεπαιδευμένο κοινό;
«Καθόλου! Για τη Μαστοράντζα ήμουν πεπεισμένος ότι έπρεπε να βγει γιατί ήταν πολύ επίκαιρη. Όπως εμένα με έσπρωξε να προβληματιστώ, να διαβάσω, να ψάξω, να προσπαθήσω να καταλάβω, εκτίμησα ότι θα ενδιέφερε πολύ και θα είχε αντίστοιχη επίδραση και σε άλλους και γι’ αυτό άξιζε πολύ η προσπάθεια για την έκδοσή της. Επιπλέον, ορισμένα τραγούδια, όπως τα “Ποιος Είναι Ποιος”, “Κοράν” και “Μάρκο Κράλιεβιτς” (εξαιρετική διασκευή του Χάρη Παπαδόπουλου) μου άρεσαν πολύ και τα τραγουδούσα με μεγάλη ευχαρίστηση. Ξέχωρα οι ιστορίες. Βρήκα να λέω! Πρόκειται για έναν δίσκο με μελοποιήσεις οι οποίες έχουν γίνει σε ένα διάστημα τριάντα επτά χρόνων. Είναι τραγούδια που τα αγαπώ πολύ και το ότι εκδόθηκαν με κάνει ευτυχή. Ίσως από μια άποψη να είναι θεματικός δίσκος, όμως το θέμα είναι πάρα πολύ γενικό και επιπλέον θεωρώ το περιεχόμενό του πολυποίκιλο. Πιστεύω ακόμη ότι, εκδίδοντας έναν δίσκο, παίρνοντας υπόψη μόνον τον εαυτό σου, υπάρχει περίπτωση να αγγίξεις και κάποιον άλλον. Όταν ψάχνεις για αποδέκτες προσβάλλεις τους αποδέκτες και εκθέτεις τον εαυτό σου. Νομίζω ότι η κατάντια της δισκογραφίας σήμερα οφείλεται και στο ότι μερικοί παραγωγοί έφτιαχναν δίσκους προσαρμοσμένους στο, κατά τη γνώμη τους, μέσο αισθητήριο του κοινού».
Αναπόφευκτα φέρατε ανθρώπους που δεν είχαν διαβάσει ποτέ Σαίξπηρ σε επαφή με τα κείμενα του μεγάλου Άγγλου ποιητή. Υπό αυτό το πρίσμα πιστεύετε ότι η Τέχνη πρέπει να έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα;
«Δεν υπήρξε καμιά τέτοια πρόθεση. Ο Βασίλης Ρώτας γράφει κάπου ότι τα λυρικά αυτά τραγούδια τα οποία παρεμβάλλονται στα έργα του Σαίξπηρ «έχουν την απλότητα και χάρη των λαϊκών τραγουδιών, τόσο που μερικοί φιλόλογοι βεβαιώνουν πως μερικά απ’ αυτά είναι τραγούδια λαϊκά της εποχής του». Για να σας πω την αλήθεια, σαν τέτοια τα αγάπησα και τα μελοποίησα. Σήμερα δεν έχουμε την ικανότητα να απολαμβάνουμε, οι περισσότεροι, τα έργα του Σαίξπηρ με άμεσο τρόπο και συμμετοχή, όπως οι άνθρωποι της εποχής του. Θα έχετε δει το πολύ ωραίο φιλμ «Ερωτευμένος Σαίξπηρ». Παρακολουθούμε τα έργα του υποταγμένοι στην αυθεντία του και στο πόσο μεγάλος μας έχουν πει ότι είναι. Κάποιος σπουδαιοφανής κριτικός έγραφε πρόσφατα πως ο Σαίξπηρ πρέπει να μελοποιείται με μουσική ισάξια των κειμένων του! Όταν κάναμε πρόβες για το ανέβασμα του έργου «Ιστορία Του Στρατιώτη» του Στραβίνσκυ, όπου είχα το ρόλο του αφηγητή, δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω στο ρόλο μου, έχοντας στο βάθρο του «δύσκολου» και του «μεγάλου» τον Στραβίνσκυ, μέχρις ότου κατάλαβα πως ο σπουδαίος αυτός συνθέτης έγραφε έργα λαϊκά, για να παίζονται στις πλατείες και τις γειτονιές. Κι έτσι, παίζοντας κάπως σαν Καραγκιόζης, και το ευχαριστήθηκα πολύ και νομίζω ότι ανταπεξήλθα στις απαιτήσεις του ρόλου και της παράστασης ικανοποιητικά».
O Διγενής και ο Κιόρογλου είναι προφανώς το ίδιο πρόσωπο. Τελικά τα πρόσωπα-σύμβολα είναι κοινά ανεξαρτήτως θρησκείας και πολιτισμού, ειδικά σε μια μικρή γειτονιά όπως τα Βαλκάνια;
«Παρότι συμφωνώ μαζί σας, δεν θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό επί του θέματος και ως εκ τούτου ρωτήστε καλύτερα τον κ. Ζάχο ή άλλους σχετικούς επιστήμονες».
Στο «κυρά μου που γυρίζεις μόνη» λέει ο ποιητής (Σαίξπηρ): «Λοιπόν φιλί, φιλί και πάλι/η νιότη ειν΄ ύφασμα που δεν κρατά». Εσείς πάλι λέτε ότι από τα 19 νιώθατε ήδη γέρος. Η νιότη είναι τελικά συνυφασμένη με την έννοια της ματαιότητας;
«Νομίζω πως όλοι οι νέοι νιώθουν κάποιες στιγμές στα 19 τους γέροι, πλημμυρισμένοι από αισθήματα ματαιότητας. Κι εσείς νέα είστε για να μου κάνετε τέτοια ερώτηση. Μη στενοχωριέστε: «Λοιπόν, φιλί, φιλί και πάλι». Και κάτι ακόμη, του Ομάρ Καγιάμ: «Σύγνεφο της κακοκεφιάς/ να μην αφήνεις να σε σκιάζει/κι ας μη χαθούν οι μέρες σου σ’ αναίτιας λύπης την ομίχλη/μην απαρνιέσαι το λιβάδι, το φιλί, το ερωτικό τραγούδι/μέχρι μες στον πηλό να ζυμωθεί μια μέρα ο πηλός σου».
Θυμάμαι πριν από χρόνια, σε μια ζωντανή σας εμφάνιση στην Αθήνα, είχατε πει ότι οι Αθηναίες φοράνε πολύ πιο ωραία παπούτσια απ΄ ότι οι γυναίκες στην επαρχία, που φοράνε πολύ φανταχτερά. Επίσης έχω διαβάσει ότι συμμερίζεστε την άποψη ενός φίλου σας: «μικρές πόλεις, μικρά μυαλά». Είναι τελικά πιο απλά και πιο ανθρώπινα τα πράγματα στα αστικά κέντρα;
«Νομίζω πως ναι. Στην επαρχία οι άνθρωποι έχουν συχνά κόμπλεξ απέναντι στις μεγαλύτερες πόλεις, θέλουν να αποδείξουν πως είναι κάποιοι, είναι υποταγμένοι στην κυριαρχία και την επίδειξη των ρούχων και του χρήματος, και επιπλέον νιώθουν και είναι συνέχεια εκτεθειμένοι στην κοινή θέα. Ακόμη μισούν ό,τι πάει να ξεχωρίσει και το καταδιώκουν αλύπητα. Αναφέρομαι στον αστικό και τον «υπό αστικοποίησιν» πληθυσμό. Στα χωριά δεν συνέβαινε αυτό παλαιότερα, αλλά όσο αστικοποιούνται και μιμούνται τις επιβαλλόμενες απ’ τα ΜΜΕ συμπεριφορές συμβαίνει και εκεί. Στα μεγάλα κέντρα οι άνθρωποι δεν έχουν την πολυτέλεια να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, το κυνήγιο της καθημερινότητας είναι πολύ σκληρό. Και στο κάτω-κάτω δε σε βλέπει και κανείς, οπότε μπορείς να φτιάξεις τις δικές σου οάσεις μακριά απ’ τα μάτια των «κακών»...
Σας είδα στο διάλλειμα των τελευταίων σας εμφανίσεων να συνομιλείτε με τον κόσμο, να κερνάτε σοκολατάκια, δίχως ίχνος άγχους ή διάθεσης να περιφρουρήσετε τη δημόσια εικόνα σας. Την ίδια διάθεση πιστεύετε θα είχατε και αν ζούσατε αποκλειστικά από τη μουσική; Ή τότε τα πράγματα θα έμπαιναν σε πιο συγκεκριμένους δρόμους;
«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, αφού όπως λένε γίνεσαι σκλάβος αυτού που υπολογίζεις. Πώς απ’ την άλλη περιφρουρεί κανείς τη δημόσια εικόνα του; Όταν μάλιστα είμαι συχνά πολύ εκτεθειμένος στις παρορμήσεις της στιγμής και μπορεί τη μια να κυλάν τέλεια τα πράγματα κι απ’ την άλλη να κολλώ και να παγώνω και να μην ξεκολλώ και να μην ξεπαγώνω με τίποτα. Πάντως έχω δει τον κ. Πανούση - κι αυτόν είχε ομοτράπεζο ο Μάνος Χατζιδάκις κι όχι άλλους κι άλλους - να κάθεται στην έξοδο του μαγαζιού όπου εμφανιζόταν και να χαιρετάει έναν-έναν τους πελάτες, μια φορά μάλιστα ξαπλωμένος σε φορείο γιατί μόλις είχε υποβληθεί σε μια επέμβαση. Τον κ. Δεληβοριά να συμπεριφέρεται το ίδιο στο πάλκο, μετά από τη συναυλία, στο τραπέζι του φαγητού, στο πέταγμα του αετού, ως πωλητής σε πολυκατάστημα κι ας φαίνεται ανάλογα πολύ ή καθόλου εκρηκτικός. Ο ψεύτικος ψεύτικος είναι παντού κι ο αληθινός αληθινός».
Ο καθένας από τα μέλη του συγκροτήματος έχει και την προσωπική επαγγελματική του πορεία. Πόσο εύκολο είναι να συγχρωτίζεστε κάθε φορά που ξαναβρίσκεστε; Ξανακουρδίζεστε εύκολα σαν σύνολο μετά από τόσα χρόνια;
«Ξανακουρδιζόμαστε αμέσως!».
Και κάτι τελευταίο: εξακολουθούν να κλαίνε οι όμορφες; Ή από τον Σαίξπηρ μέχρι σήμερα άλλαξαν τα πράγματα;
«Για τους λόγους που αναφέρονται στο τραγούδι; Γιατί «έτσι ήταν πάντα των αντρών το ψέμα κι η απιστιά»; Μπα, δε νομίζω. Και το τραγούδι μάλλον πρέπει να το κατατάξουμε στα ιστορικά»...