Με νέο υλικό επιστρέφει στη δισκογραφία η Κρίστη Στασινοπούλου και ήδη έχει ανακοινωθεί και μια εμφάνισή της στο Κύτταρο, για τις 8 Φεβρουαρίου. Ιδανική λοιπόν ευκαιρία για να τα πει επιτέλους το Avopolis μαζί της και με τον Στάθη Καλυβιώτη, με δυο δηλαδή Έλληνες μουσικούς με παγκόσμια ματιά, οι οποίοι επί χρόνια τροφοδοτούν την εγχώρια δισκογραφία με φρέσκιες ηχητικές προτάσεις σε πείσμα της όποιας «ταμπέλας»...
Η νέα σας δουλειά, το Ταξιδοσκόπιο, γράφτηκε σαν «ημερολόγιο ταξιδιού», κατά τη διάρκεια των ταξιδιών σας σε διάφορες γωνιές του πλανήτη όπου σας καλούσαν για συναυλίες. Έχετε ξαναγράψει τραγούδια με τον τρόπο αυτόν ή πρώτη φορά δοκιμάσατε μια τέτοια προσέγγιση;
Κρίστη: «Πιο πολύ οι στίχοι γράφτηκαν έτσι, και όχι ως στίχοι, αλλά σαν σημειώσεις που κρατάς όταν ταξιδεύεις. Και ο Στάθης αντιστοίχως συνηθίζει και μαζεύει samplings. Έχουμε ξαναδουλέψει έτσι - και τα Μυστικά Των Βράχων ας πούμε γράφτηκαν κατά τη διάρκεια μιας αντίστοιχα εμπειρικής κατάστασης. Εντωμεταξύ, υπήρχε ένας άλλος δίσκος σχεδόν έτοιμος πριν, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, φτιαγμένος σε μια φάση κατάθλιψης την οποία περνάγαμε με τον Στάθη μετά τον θάνατο της Θάλειας Ιακωβίδου. Όταν όμως γυρίσαμε από την περιοδεία στη Βραζιλία, δεν μπορούσαμε πια να προχωρήσουμε τα τραγούδια του. Μόνο τρία από αυτά χρησιμοποιήθηκαν τελικά στο Ταξιδόσκοπιο, γιατί δεν γινόταν να το ξεχάσουμε έτσι απότομα και να πάμε κάπου εντελώς αλλού. Αν είχαμε τη δυνατότητα της παραγωγής, θα προτιμούσαμε βέβαια να έχουμε κάνει έναν δίσκο και ένα χωριστό EP με τα τρία αυτά τραγούδια».
Η Θάλεια πρέπει να ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος σήμαινε πολλά για εσάς.
Κρίστη: «Η Θάλεια ήταν σαν αδερφή μας. Από τους ελάχιστους ανθρώπους που μπορείς να συνεργαστείς και μουσικά και σε επίπεδο προώθησης μιας δουλειάς, αλλά να μιλάς συνάμα και την ίδια γλώσσα. Καταλάβαινε ακριβώς τι κάναμε και το εκτιμούσε, δουλεύαμε στα πρακτικά ζητήματα σαν τρίο. Χωρίς να είμασταν φίλοι από πριν, γίναμε κολλητοί μέσα από τη δουλειά».
Μου κάνει μεγάλη εντύπωση, και όχι μόνο στην τωρινή σας δουλειά, πώς από έναν τόσο κοσμοπολίτικο ηχητικό καμβά προκύπτει τελικά μια πρόταση για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Ποιο θα λέγατε είναι το μυστικό της επιτυχίας;
Στάθης: «Πρώτα-πρώτα δεν γίνεται επί τούτου, ποτέ δεν λέμε ας πούμε θα μπλέξουμε αυτό με τούτο και με τ’ άλλο. Όλα αυτά τα ακούσματα που έχουμε, από τα σαράντα παρακλάδια της ελληνικής μουσικής και από τα σαράντα χιλιάδες παρακλάδια της ξένης μουσικής, βγαίνουν από μόνα τους. Αν υπάρχει κάποιο κόλπο, είναι το ότι δεν βάζουμε κάποιου είδους φίλτρο σε ό,τι βγαίνει, απαγορεύσεις δηλαδή στον εαυτό μας. Στόχος είναι πάντα να φτιάξουμε μια μουσική που να θέλουμε να την ακούμε κι οι ίδιοι, αλλά και να τη βάζουμε και στους φίλους μας».
Κρίστη: «Εγώ, αν και βρίσκω την ερώτησή σου πολύ φυσική, θα ήθελα να την ανατρέψω. Το βρίσκω τρομερό προσόν που έχουμε γεννηθεί σε μια χώρα η οποία πάντα στην ιστορία υπήρξε σταυροδρόμι και από τη μια είχες όλες αυτές τις μουσικές από την Ανατολή και από την άλλη την εισβολή της rock μουσικής, που όλους μας μάς μεγάλωσε εν τέλει. Η βιόλα των Velvet Underground σου δίνει την ίδια ψυχεδέλεια με τα πολυφωνικά της Ηπείρου, ενώ οι καρπαθιώτικες λύρες, που όταν παίζουν επί πέντε ώρες δημιουργούν ένα υπνωτικό και ταυτόχρονα χορευτικό κλίμα, δεν απέχουν τελικά από την ηλεκτρονική trance μουσική. Δεν το βρίσκω λοιπόν φυσιολογικό να βάζεις στεγανά και να λες ανήκω σε τούτο ή σε εκείνο το είδος. Αν έχεις τα αυτιά σου ανοιχτά σε όλα αυτά τα μουσικά ρεύματα, πώς μετά να μη βγούν στη μουσική σου;».
Έχετε μια σταθερή σχέση με το δημοτικό τραγούδι, εμφανή ήδη από τις μέρες της Λίμνης Με Τις Παπαρούνες. Συμμερίζεστε την άποψη ότι, ιδιαίτερα η νεολαία, έχει πια χάσει σχεδόν την επαφή μαζί του, με αποτέλεσμα να έχει και μια παρεξηγημένη πολλές φορές αντίληψη γι’ αυτό;
Στάθης: «Μια μεγάλη παρεξήγηση οφείλεται στη σύνδεση του με το Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια της χούντας».
Κρίστη: «Κι εμάς μας ενοχλεί αυτό το σκέλος, όμως δεν φταίει το δημοτικό τραγούδι γι’ αυτό».
Στάθης: «Φταίει όμως και το ότι, πλην της Κρήτης, το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι το οποίο δεν έχει εξελιχθεί. Τα δημοτικά τραγούδια μιλάνε για τη ζωή στο χωριό του 19ου αιώνα, τα καλύτερα δείγματά τους ανήκουν σε εκείνον τον κόσμο και από την άποψη αυτή αποτελούν κάτι το μουσειακό, χωρίς σύγχρονες κοινωνικές αναφορές. Οι παραδοσιακοί μουσικοί της Θράκης, της Πελοποννήσου ή της Θεσσαλίας συνεχίζουν να ζουν στον μικρόκοσμο του χωριού και του πανηγυριού, οπότε το νεοδημοτικό ανακυκλώνεται στο ίδιο πράγμα. Ακόμα και όταν τύχει να έρθουν στην Αθήνα θα πάνε πάλι στο ειδικό μαγαζί στην Ομόνοια όπου μαζεύονται οι συντοπίτες τους. Σε αντίθεση με την Κρήτη, όπου, βγάζοντας βέβαια εκτός το σκυλοπαραδοσιακό, έτυχε λίγο με το φεστιβάλ στα Ανώγεια που έκανε ο Χατζιδάκις τη δεκαετία του 1980, λίγο με την παρουσία του Ross Daly, να ανοιχτεί το πράγμα, να εξελιχθεί».