Το βιβλίο του Λουίς Μπουνιουέλ, που γράφτηκε λίγο πριν από τον θάνατό του το 1983, με τη βοήθεια του συγγραφέα, σεναριογράφου και στενού συνεργάτη του Ζαν-Κλοντ Καριέρ, δεν είναι ακριβώς μια τυπική αυτοβιογραφία ή ένα έργο αναμνήσεων ή μια πραγματεία για τον κινηματογράφο∙ είναι, όπως σημειώνει και ο ίδιος, ένα μυθιστόρημα με αφηγητή τον εαυτό του, που ξεστρατίζει σαν ήρωας σε πικαρέσκο μυθιστόρημα*, παραδιδόμενος στην ακαταμάχητη γοητεία αλλεπάλληλων, αναπάντεχων ιστοριών. Ο Μπουνιουέλ μιλά για τα μεγάλα πάθη και για τα όνειρά του, για τους αγαπημένους φίλους και τους πολέμιούς του, για τα έργα τα δικά του και για εκείνα που τον καθόρισαν. Όμως η αφήγησή του περιφρονεί τη γραμμικότητα.
Γράφει:
«Η παρέκβαση είναι ο φυσικός μου τρόπος να διηγηθώ μια ιστορία, όπως περίπου συμβαίνει και στο πικαρέσκο ισπανικό μυθιστόρημα. Παρόλα αυτά, με την αναπόφευκτη απίσχανση της άμεσης μνήμης, πρέπει να προσέχω. Αρχίζω μια ιστορία, την παρατάω στη μέση για να κάνω μια παρένθεση που μου φαίνεται δελεαστική, ύστερα ξεχνάω από πού είχα ξεκινήσει και χάνομαι».
Ο Λουίς Μπουνιουέλ γεννήθηκε στο λυκαυγές του εικοστού αιώνα σε μια μικρή πόλη της Αραγονίας – το λίκνο του ισπανικού αναρχισμού, ιδιαίτερη πατρίδα του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, για τον οποίο ο σκηνοθέτης μιλάει με μεγάλο σεβασμό. Προερχόμενος από μια αστική και μάλλον εύπορη οικογένεια, γρήγορα βρέθηκε σε αντίθεση με την υποκριτική και αυστηρή καθολική κοινωνία της εποχής του. Έγινε φίλος με τον Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, τον Νταλί και μερικούς άλλους που τάραξαν την ισπανική κουλτούρα. Περιγράφει την ισπανική κοινωνία στην οποία μεγάλωσε ως ακόμα κολλημένη σε έναν ατελείωτο Μεσαίωνα. Με τις κλίσεις του, ήταν αντάρτης, μάλλον αναρχικός, χωρίς να εμπλακεί πουθενά, αν και κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου τάχθηκε φυσικά στο πλευρό των Δημοκρατικών, κάτι που του κόστισε μια παρατεταμένη εξορία μέχρι το 1961.
Η θέση του, ωστόσο, απέναντι στον Ισπανικό Πόλεμο είναι σε σημεία προβληματική. Καταδικάζει τους αναρχικούς και το τροτσκιστικό POUM για την έλλειψη οργάνωσης και τα ενίοτε τυφλά χτυπήματά τους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το σταλινικό πραξικόπημα της 3ης Μαΐου 1937 που είχε ως στόχο τους αναρχικούς και τους τροτσκιστές, ενώ τα στρατεύματα των Φρανκιστών προχωρούσαν ήδη με μεγάλη ταχύτητα .
Στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920-30 ο Μπουνιουέλ συναναστράφηκε με τον κύκλο σουρεαλιστών. Ήταν λοιπόν μέλος της ομάδας του Μπρετόν, φίλος με τον Πωλ Ελυάρ, τον Μαξ Ερνστ, τον Λούί Αραγκόν. Αυτή η εμπειρία θα τον σημαδέψει για πάντα. Είναι ένας από τους σπάνιους γνωστούς κινηματογραφιστές που μπορούν αυτοδίκαια να χαρακτηριστούν σουρεαλιστές. Τουλάχιστον δύο πράγματα παρέμειναν μαζί του σε όλη του τη ζωή: πρώτα ένας μαχητικός αθεϊσμός, μετά ένα είδος πάθους για τα γραπτά του Θεϊκού Μαρκησίου, του Ντε Σαντ.
Στο σουρεαλισμό ο Μπουνιουέλ βρήκε την αγάπη για το παράλογο, το αμφίσημο, το βαθιά κρυμμένο, το επικίνδυνο, συνδυασμένη με την αυθάδικη διάθεση για πρόκληση, σκανδαλισμό, για βεβήλωση των ιερών και γκρέμισμα των παραδεδομένων αξιών, όπως η κοινωνική ειρήνη, η εργασία, η θρησκεία, η οικογένεια.
Έχοντας μεγαλώσει σε μια χώρα όπου η ακραία φτώχεια συνυπήρχε με τον ακραίο πλούτο, ο Μπουνιουέλ σημαδεύτηκε πολύ από τον παραλογισμό τέτοιων ταξικών σχέσεων και το γκροτέσκο που αναπόφευκτα τις συνόδευε. Αν μισούσε τόσο πολύ την Εκκλησία δεν ήταν μόνο για τις παράλογες πεποιθήσεις που προέβαλε, αλλά και γιατί στην Ισπανία ήταν ανοιχτά η υποστήριξη της αντίδρασης και των μεγαλοϊδιοκτητών. Ακόμα κι αν δεν εγκρίνει τις δολοφονίες ιερέων που διέπραξαν οι αναρχικοί κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο, τους κατανοεί.
Η φιλμογραφία του Μπουνιουέλ σίγουρα δεν περιορίζεται σε αυτή τη σφοδρή αντίθεση. Αφορά επίσης τα όνειρα, τις φαντασιώσεις, τον ερωτισμό και τον θάνατο. Άριστα αυτοδίδακτος, έμαθε λίγη τεχνική στο Παρίσι. Από αυτές τις απαρχές, σε αυτές τις δύο μικρού μήκους ταινίες, τον Ανδαλουσιανό Σκύλο και τη Χρυσή Εποχή, έσπασε τις καθιερωμένες δομές της αφήγησης. Μετά από μια χαοτική παράκαμψη στο Χόλιγουντ, εγκαταστάθηκε μόνιμα to 1946 στο Μεξικό, πήρε την εθνικότητα και γύρισε εκεί ορισμένες από τις ωραιότερες ταινίες του, 20 από τις συνολικά 32: Los olvidados, Το Κτήνος, Αυτός, Η Εγκληματική Ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρους, Ροβινσών Κρούσος, Ναζαρέν, Βιριδιάνα, Εξολοθρευτής Άγγελος…
Αν και αυτή η περίοδος είναι λιγότερο ομοιογενής από την επόμενη, όπου εργάστηκε κυρίως στο Παρίσι, ανέδειξε την πιο πρωτοποριακή πλευρά του Μπουνιουέλ. Συνάδει επίσης με το γεγονός ότι το Μεξικό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέπτυξε τη δική του κινηματογραφική βιομηχαία, με πολύ όμορφες ταινίες. Αυτή η περίοδος στέφθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1951 για το Los Olvidados, μετά με Χρυσό Φοίνικα για τη Βιριδιάνα το 1961. Αυτή η διεθνής αναγνώριση του επέτρεψε να έχει πρόσβαση σε πιο υψηλούς προϋπολογισμούς. Επέστρεψε λοιπόν στη Γαλλία για να γυρίσει το 1964 το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας, με τη Ζαν Μορώ σε έναν ανεπανάληπτα ερωτικό ρόλο. Θα ακολουθήσουν, πάντα στο Παρίσι, δύο άλλες κορυφαίες ταινίες με την Κατρίν Ντενέβ: Η ωραία της Ημέρας και η Τριστάνα. Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας και Το Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου θα συμπληρώσουν τις μεγάλες του στιγμές.
Το έργο του Μπουνιουέλ προφανώς εντοπίζει τη δέσμευση ενός σκηνοθέτη και ενός ανθρώπου της εποχής του. Αυτό αρκεί για να το κάνει ενδιαφέρον, αλλά σε όλες τις σελίδες βρίσκουμε και πολύ χιούμορ, αλλά και σε σημεία κριτική (ή και απορριπτική) στάση απέναντι σε άτομα που γνώριζε. Και πάλι όμως, ακόμα κι όταν είναι επικριτικός, δεν γίνεται κακοπροαίρετος. Είναι μάλλον καυστικός με τον φιλοχρήματο Σαλβαδόρ Νταλί (τον οποίο όμως σεβόταν ως δημιουργό), όχι πολύ επιεικής με το θεατρικό έργο του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα (τον οποίο όμως σεβόταν ως ποιητή και λάτρευε ως άνθρωπο), αδιάφορος για τον Πικάσο και πολύ επικριτικός με τον Τσάρλι Τσάπλιν.
Ορισμένες από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου αναφέρονται στο πάθος του Μπουνιουέλ για τα μπαρ, ειδικά για τα μεξικανικά και αυτά της Νέας Υόρκης - τα παρισινά καφέ είναι άλλη υπόθεση, πιο συλλογική, σύμφωνα με τον ίδιο.
«Μέσα στα μπαρ έχω περάσει ηδονικές στιγμές. Το μπαρ είναι για μένα ένα μέρος στοχασμού και περισυλλογής, χωρίς το οποίο η ζωή είναι αδιανόητη. Είναι μια πολύ παλιά μου συνήθεια, που με τα χρόνια ενισχύθηκε. Σαν τον άγιο Συμεών τον Στυλίτη που σκαρφαλωμένος στο στύλο του, συνομιλούσε με τον αόρατο θεό του, έτσι κι εγώ έχω περάσει στα μπαρ μακρές στιγμές ονειροπόλησης, μιλώντας σπάνια με τους σερβιτόρους και συχνότερα με τον εαυτό μου, κατακλυζόμενος από εικόνες που διαρκώς με καταπλήσσουν […] Το καφενείο προϋποθέτει τη συζήτηση, το μπες-βγες, την ενίοτε θορυβώδη φιλία. Το μπαρ, αντίθετα, είναι μια άσκηση στη μοναξιά».
Ο Λουίς Μπουνιουέλ γράφει για τη ζωή του με παιχνιδιάρικη ειρωνεία και με μια παράδοξη νηφαλιότητα, έχοντας επίγνωση ότι αυτή η ζωή υπήρξε χορταστική.
*Σημ: πικαρέσκο μυθιστόρημα (ισπανικά: picaresca, από το ουσιαστικό picaro = «απατεώνας») είναι ένα είδος πεζογραφίας, το οποίο περιγράφει τις συνεχόμενες περιπέτειες ενός αμοραλιστή και καπάτσου μικροκακοποιού ή αλητάκου, αλλά και συγχρόνως «ελκυστικού ήρωα». Συνήθως αυτός προέρχεται από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε μια διεφθαρμένη κοινωνία με το ζην επικινδύνως πνεύμα του. Τα πικαρέσκα μυθιστορήματα υιοθετούν συνήθως τη μορφή «μιας επεισοδιακής πεζογραφικής αφήγησης» με ρεαλιστικό ύφος, χωρίς γραμμική ενότητα. Απαντούν συχνά στοιχεία κωμωδίας και σάτιρας. Αν και ο όρος «πικαρέσκο μυθιστόρημα» επινοήθηκε το 1810, το είδος θεωρείται ότι εγκαινιάστηκε με το ισπανικό μυθιστόρημα Lazarillo de Tormes (1554), το οποίο δημοσιεύτηκε ανώνυμα -λόγω του αντικληρικού περιεχομένου του- κατά την Ισπανική Χρυσή Εποχή.
Luis Buñuel, Η τελευταία μου πνοή
Εκδόσεις Δώμα, 2024
Μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής
σελ: 391