Τα λεγόμενα Factory novels του Derek Raymond συγκροτούν ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης βρετανικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο όρος Factory (Εργοστάσιο) αποτελεί μετωνυμία της Scotland Yard, που δεν είναι σκωτσέζικη, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά τοπωνύμιο στην οδό 4 Whitehall Place, όπου είχε αρχικά την έδρα της η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου. Ο ανώνυμος, αντισυμβατικός ντετέκτιβ, που εμφανίζεται ως κεντρικός ήρωας στα βιβλία του συγγραφέα, υπηρετεί στο Τμήμα Ανεξιχνίαστων Υποθέσεων. Στην ενότητα ανήκουν πέντε συνολικά μυθιστορήματα: “He Died with His Eyes Open” (1976), “The Devil's Home on Leave” (1984), “How the Dead Live” (1986), “I Was Dora Suarez” (1990) και “Dead Man Upright” (1993).
Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο μυθιστορήματα του Derek Raymond, από τις εκδόσεις Έρμα.
Στο “Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά” (2022, μτφ. Βίκυ Λιακοπούλου), η υπόθεση εκτυλίσσεται στο δυτικό Λονδίνο, το 1984, στη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας της Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι πολιτικές της λιτότητας οδηγούν στην εξαθλίωση ολοένα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Η βία, η εγκληματικότητα και ο ρατσισμός αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ένας μεσήλικας αλκοολικός και αποτυχημένος συγγραφέας βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στην άκρη ενός δρόμου. Αιτία θανάτου: εξαιρετικά βίαιος ομαδικός ξυλοδαρμός. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο ανώνυμος ντετέκτιβ.
Στο “Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ” η πλοκή μεταφέρεται σε μια μεσοαστική περιοχή του Λονδίνου. Η αστυνομία ανακαλύπτει σε κάποιο διαμέρισμα δύο γυναίκες φρικτά δολοφονημένες: τη νεαρή πόρνη Ντόρα Σουάρεζ και τη σπιτονοικοκυρά της, την ηλικιωμένη Μπέτι Κάρστερς. Το θέαμα είναι αποκρουστικό. Το ίδιο βράδυ, λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο Φίλιξ Ροάτα, συνιδιοκτήτης του κακόφημου Parallel Club, πυροβολείται στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο. Οι δύο υποθέσεις ενδεχομένως συνδέονται.
Ο ανώνυμος ντετέκτιβ, ο οποίος είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα, λόγω περιφρόνησης προς την ιεραρχία, ανακαλείται στο Εργοστάσιο. Προσπαθώντας να ξετυλίξει το νήμα από το σημειωματάριο της Σουάρεζ, ο ντετέκτιβ συγκλονίζεται από τις αναπάντεχες διαστάσεις του εγκλήματος και τον κυριεύουν βασανιστικές σκέψεις και εμμονές. Γιατί να σκοτώσει κανείς μια γυναίκα που ούτως ή άλλως πέθαινε; Και γιατί να το κάνει με έναν τόσο κτηνώδη τρόπο; Η δολοφονία του Φίλιξ Ροάτα σχετίζεται με αυτές των δύο γυναικών ή πρόκειται για τυχαίο γεγονός; Τι συμβαίνει στον επάνω όροφο του Parallel Club;
Το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο του βιβλίου προσφέρουν στον συγγραφέα την ευκαιρία για να ασκήσει αμείλικτη κριτική στις πολιτικές της Θάτσερ και των επιγόνων της που οδήγησαν μεγάλο τμήμα του βρετανικού πληθυσμού στην οικονομική και ηθική εξαθλίωση, που διασάλευσαν τους συνεκτικούς κοινωνικούς ιστούς και που ευθύνονται για την παρακμή των ίδιων των θεσμών – όπως η λειτουργία της αστυνομίας. Η τελευταία αδιαφορεί για τον υπόκοσμo και το ποινικό έγκλημα και επιτελεί τον ρόλο του διώκτη της πολιτικής διαμαρτυρίας, των απεργών, των φοιτητών κλπ. Ο Raymond δεν υποστηρίζει την ενίσχυση των νόμων αστυνόμευσης και καταστολής∙ θεωρεί αρκετό το υπάρχων νομικό πλαίσιο∙ επιθυμεί απλώς μια αστυνομία που να κάνει καλά αυτό που πρέπει να κάνει. Ο ανώνυμος ντετέκτιβ δεν είναι αυτόκλητος εκδικητής, δεν παίρνει τον νόμο στα χέρια του, όπως συμβαίνει σε πλείστα, αμερικανικά κυρίως, αστυνομικά μυθιστορήματα. Δεν επικαλείται κάποιον προσωπικό ηθικό κώδικα τιμής, προσπαθεί να επιβάλλει ακριβώς αυτά που ορίζει ο νόμος. Προσφεύγει σε αντισυμβατικές μεθόδους, όχι τόσο για να αποφύγει τη γραφειοκρατία, αλλά περισσότερο για να μπορεί να ελλιχθεί, καθώς δρα στο εσωτερικό ενός διεφθαρμένου Σώματος, όπου υψηλόβαθμοι και χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί χρηματίζονται με την ίδια ευκολία από τον υπόκοσμο.
Για να ξεδιπλώσει την πλοκή του, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις τεχνικές της επιστολογραφίας (στην περίπτωση του θύματος), του εσωτερικού μονολόγου (σε αυτή του ντετέκτιβ) και της συνειδησιακής ροής (stream of consciousness). Στην περίπτωση του δολοφόνου, ο Raymond δεν επιχειρεί απλώς να σκιαγραφήσει το προφίλ του – όπως κάνουν οι αστυνομικές λογοτεχνικές μετριότητες, κυρίως σκανδιναβικής προέλευσης, που αντιγράφουν το CSI. Επιχειρεί μια τολμηρή καταβύθιση στον ψυχισμό του, ακολουθώντας φροϋδικές μεθόδους. Ο δολοφόνος παρουσιάζεται ως σεξουαλικά ανίκανος∙ νεαρός είχε γνωρίσει τον χλευασμό για την ανεπάρκεια του. Δεν σκοτώνει όμως από εκδίκηση. Βασανίζει τα θύματά του, αλλά και το ίδιο το κορμί του, ως μια μορφή αυτοτιμωρίας και εξαγνισμού για την ανικανότητά του και επειδή μόνο έτσι φτάνει σε οργασμό. Τα θύματα είναι κορίτσια που έγιναν πόρνες εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας. Κάποιες εξαναγκάζονται να υπηρετήσουν αποτρόπαια και εξευτελιστικά καπρίτσια, κάποιες έχουν κολλήσει Aids. Ο συγγραφέας τις περιβάλλει με ενσυναίσθηση. Διαβάζουμε την εξομολόγηση στο ημερολόγιο της Σουάρεζ:
«Είμαι η Ντόρα Σουάρεζ, αλλά ακόμα και πριν πεθάνω, δεν ήμουν πια εκείνη. Έχω γίνει απλώς κάτι αποκρουστικό. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου γυμνό στον καθρέφτη, βλέπω ότι έχω χάσει πια το δικαίωμα να με αποκαλώ άνθρωπο. Ό,τι έχει απομείνει από τον εαυτό μου, δεν είναι ανθρώπινο».
Ο ανώνυμος ντετέκτιβ με τη σειρά του μονολογεί:
«Όλοι οι θάνατοι που συναντώ στη δουλειά μου –σε μπαρ, στην άκρη του δρόμου, σε βρώμικα δωμάτια, αυτοκτονίες, βουτιές από ψηλά κτίρια και πάνω σε αυτοκίνητα, σε λεωφορεία ή στο μετρό- είναι για μένα παράπλευρες απώλειες σε ένα και μόνο μέτωπο. Όλοι οι άνθρωποι για μένα, ακόμα και κάποιοι δολοφόνοι, υπήρξαν άντρες ή γυναίκες, ακόμα και παιδιά κάποιες φορές, που τους στερήθηκε κάθε λόγος για να συνεχίσουν να ζουν. Μια ωραία απελπισμένη πρωία ξύπνησαν και είπαν στον εαυτό τους: “Τώρα θα βάλω ένα τέλος”».
Και λίγο πιο κάτω:
«Καθώς εβλεπα τον Στίβενσον να απομακρύνεται και προετοιμαζόμουν να αναμετρηθώ με τον..., αναρωτιόμουν αν ακόμα και αυτοί που έχουν βρει το άλλο τους μισό και είναι καλά πια στη ζωή τους μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει η καταστροφή και το τέλος μιας ζωής με έναν τόσο φρικαλέο τρόπο ή αν έχουν ξεχάσει μάλλον τι πραγματικά σημαίνει αυτή η θανατηφόρα ασθένεια που λέγεται απελπισία [...] Τη Ντόρα την αγάπησα όχι μόνο επειδή την έβρισκα όμορφη, αλλά και επειδή αισθανόμουν μεγάλη ντροπή που την είχαμε αφήσει να πέσει τόσο χαμηλά. Ένιωθα πεπεισμένος σύμφωνα με το δίκαιο των ανθρώπων ότι, πηγαίνοντας τώρα να συναντήσω τον..., γινόμουν κατά κάποιο τρόπο η ασπίδα που θα έπρεπε να είχε στη ζωή της. Ένιωθα μάλιστα ότι ίσως έκανα ένα βήμα προς την εποχή που άνθρωποι σαν εκείνοι θα προστατεύονταν επιτέλους από το είδος θανάτου που είχε βρει εκείνη και την Μπέτι Κράρστερς. Κρίνοντας από τα χρόνια που μου απέμεναν για να ζήσω, μάλλον δεν θα προλάβαινα να δω την εποχή αυτή, αλλά ένιωθα ότι ήταν ανάγκη να προσπαθώ να βλέπω ένα μέλλον όπου όλα θα έχουν αλλάξει, όπου δεν θα χρειάζεται πια να αποδίδουμε δικαιοσύνη στους ανθρώπους αποκλειστικά μετά τον θάνατο. Ξέρω ότι, αν ποτέ είχα την ευκαιρία να διοικήσω, θα είχα ένα κέντρο όπου θα μπορούσαν να πηγαίνουν όλοι οι άνθρωποι που φοβούνται για τη ζωή τους και να τους παίρνουν στα σοβαρά, να εξετάζουν τους φόβους τους, να τους αναλύουν και να ενεργούν σύμφωνα με αυτά που τους λένε και όχι απλώς να τους λένε να πάνε να γαμηθούν...»
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα: Ο Derek Raymond (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Robin Cook) γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1931. Παρότι γόνος εύπορης, αστικής οικογένειας, ήταν αντικομφορμιστής και εγκατέλειψε τις σπουδές του στο περίφημο Kολέγιο του Eaton στην ηλικία των δεκαεπτά ετών. Τυχοδιώκτης και μποέμ, μεταξύ άλλων, εργάστηκε ως διοργανωτής παράνομων παιχνιδιών, δόλωμα για τη μαφία, παράνομος διακινητής έργων τέχνης, σεναριογράφος πορνογραφικών ταινιών και οδηγός ταξί.
Το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο “The Crust on Its Uppers” εκδόθηκε το 1962. Δημοσίευσε περίπου είκοσι μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων και τα πέντε Factory novels που τον έκαναν γνωστό. Απεβίωσε από καρκίνο το 1994.
Με δεδομένο ότι πολλά από τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, εντοπίζονται εκλεκτικές συγγένεις ανάμεσα στην κινηματογραφική γραφή του και στη θεματολογία και τους χαρακτήρες του βρετανικού crime cinema, που άκμασε κυρίως στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ίσως όχι τόσο έντονες με το “Get Carter” (1971) του Mike Hodges με πρωταγωνιστή τον Michael Caine ή με το “The Long Good Friday” (1980) του John Mackenzie με τον Bob Hoskins, όσο με το “Gangster No.1” του Paul McGuigan με τον Malcolm McDowell στον ρόλο του παρανοϊκού εγκληματία, αντάξιο με εκείνον του Alex στο Κουρδιστό Πορτοκάλι.
Derek Raymond, Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ
Εκδόσεις Έρμα, 2023
Σελ. 272, μετάφραση: Όλγα Καρυώτη