Move On Up
Είναι σκληρή η καθημερινότητα στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο. Πέκαμ, Γούλγουιτς, Ντάλγουιτς, Κρίσταλ Πάλας, Μπρίξτον... Ειδικά αν είσαι μαύρος, απόγονος μεταναστών από την Αφρική, στην περίπτωσή μας από την πολύπαθη αλλά και τιμημένη Γκάνα (το άλλοτε επίκεντρο του δουλεμπορίου, αλλά και η πρώτη χώρα της υποσαχάριας Αφρικής που απέκτησε την ανεξαρτησία της υπό την καθοδήγηση του «κόκκινου» Κβάμε Νκρούμαχ) ή από την Τζαμάικα και την Καραϊβική. Στο δρόμο οι λευκοί νοικοκυραίοι σε κοιτάνε με μισό μάτι, οι ευκαιρίες για εργασία που σου προσφέρονται είναι β’ διαλογής, οι μπάτσοι σε σταματάνε για εξακρίβωση, ως πιθανό ύποπτο για κάτι αδιευκρίνιστο, χωρίς λόγο.
Αυτή την καθημερινότητα περιγράφει ρεαλιστικά στο πρώτο του μυθιστόρημα ο Caleb Azumah Nelson, ο οποίος σημειώνει:
σελ. 109: «Το σπίτι του φίλου σου φαίνεται. Σκέφτεσαι μια βραδιά μ’ένα ποτήρι κρασί κι έναν δίσκο να παίζει στο πικάπ. Σκέφτεσαι καλό φαγητό και ακόμη καλύτερη παρέα. Υπάρχει σε μια ανάμνηση από κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμα, όταν σε σταματάνε, σαν ένα κινούμενο όχημα που το διατάζουν να κάνει δεξιά. Σου λένε πως υπάρχει έξαρση κλοπών στην περιοχή. Λένε ότι πολλοί κάτοικοι περιγράφουν έναν άντρα που ταιριάζει με την περιγραφή σου. Σε ρωτάνε πού πηγαίνεις κι από πού έρχεσαι. Λένε ότι εμφανίστηκες από το πουθενά. Σχεδόν ως διά μαγείας. Δεν ακούνε τις διαμαρτυρίες σου. Δεν ακούνε τη φωνή σου. Δεν σε ακούνε. Δεν σε βλέπουν. Βλέπουν κάποιον, αλλά αυτό το άτομο δεν είσαι εσύ. Θέλουν να δουν τι έχεις μέσα στο σακίδιό σου. Τα πράγματά σου είναι σκόρπια στο έδαφος μπροστά σου. Λένε ότι τώρα είσαι ελεύθερος να φύγεις...».
Ο Caleb Azumah Nelson γεννήθηκε στην Αγγλία το 1993. Η καταγωγή του είναι από την Γκάνα. Ζει στο Λονδίνο. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο Litro, ενώ ήταν στη βραχεία λίστα για το BBC National Short Story Award 2020 με το διήγημα Pray και επελέγη ως ένας από τους 10 καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους μυθιστοριογράφους του 2021 από τον Observer. Η Ανοιχτή θάλασσα κέρδισε το βραβείο Costa 2021 και το Dylan Thomas Prize. Ήταν ένας από τους «5 under 35» συγγραφείς του National Book Award.
Ο Nelson αφηγείται την ιστορίας μιας ερωτικής σχέσης που συντρίβεται από την ομοφοβία και τον ρατσισμό. Δυο νέοι μαύροι γνωρίζονται σε μια πολύβουη λονδρέζικη παμπ. Και οι δύο είναι καλλιτέχνες -φωτογράφος εκείνος, χορεύτρια εκείνη-, και οι δύο προσπαθούν να αφήσουν το ίχνος τους σε μια πόλη που πότε τους τιμά και πότε τους απορρίπτει. Διστακτικά, τρυφερά, ερωτεύονται. Μα δυο άνθρωποι, ακόμα κι αν φαίνονται προορισμένοι να είναι μαζί, μπορεί να χωριστούν από τον φόβο και τη βία.
Κεντρικός αφηγητής είναι ο φωτογράφος, Γκανέζος στην καταγωγή όπως και ο συγγραφέας, ο οποίος υφίσταται την ασφυκτική πίεση των ταξικών και φυλετικών διαχωρισμών. Γράφει ο Nelson (σελ. 136): «Μαύροι άνθρωποι, πάντα ορατοί και αόρατοι, πάντα να ακούγεστε βουβοί» - σε μια προφανή διακειμενική αναφορά στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα με θέμα τις φυλετικές διακρίσεις, Αόρατος άνθρωπος του Ραλφ Έλισον (Κέδρος, 2017, μτφ. Αγορίτσα Μπακοδήμου).
Ο λόγος του Nelson είναι μακροπερίοδος, η γραφή του χειμαρρώδης, με έντονη προφορικότητα, απότοκο της αφρικανικής παράδοσης. Η διακειμενικότητα είναι έντονη: βασικά σημεία αναφοράς είναι η Zadie Smith, ειδικά το μυθιστόρημά της Στην καρδιά της πόλης (Μεταίχμιο, 2013, μτφ. Ιωάννα Ιλιάδη), αλλά και ο James Baldwin του Δεν είμαι ο νέγρος σου (Εκδόσεις Πόλις, 2019, μτφ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου) και του Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει (Εκδόσεις Πόλις, 2020, μτφ. Άλκηστις Τριμπέρη). Πλάι σ’ αυτά, ο συγγραφέας ανατρέχει και σε σπουδαία δοκιμιακά έργα, με θέμα την αφρικανική ιστορία, το δουλεμπόριο και τον ρατσισμό, όπως το Black Atlantic του James Gillroy ή το The Destruction of Black Civilization του Chancellor Williams (αμφότερα αμετάφραστα στα ελληνικά), καθώς και σε ταινίες που πραγματεύουνται τη ζωή στο γκέτο και την αστυνομική βία, όπως το Boyz in the Hood του John Sigleton (1991) και το Moonlight του Barry Jenkins (2016).
σελ. 194: «Οι έλεγχοι στο δρόμο είναι ρουτίνα. Οι αστυνομικοί, ένας μαύρος, ένας λευκός, λένε στον Τρε και τον φίλο του να βγουν από το αυτοκίνητο. Τους βάζουν να σκύψουν πάνω στο καπό, ενώ ο Τρε, ο πιο φωνακλάς από τους δύο, επιμένει ότι δεν έκαναν τίποτα κακό. Με την ίδια επιμονή, ο Τρε ρωτάει τον μαύρο αστυνομικό που τον ψάχνει, Γιατί το κάνεις αυτό; Η ερώτηση πυροδοτεί ένα φιτίλι που σιγοκαίει τα πάντα. Ο αστυνομικός βγάζει το όπλο του και το καρφώνει στον λαιμό του Τρε. Τα δάκρυα κυλάνε στα μάγουλα του Τρε και σμίγουν στο πηγούνι του. Ο αστυνομικός δεν απαντά ευθέως, αλλά με τις πράξεις του λέει, Το κάνω επειδή μπορώ».
Η μουσική και ο χορός έχουν οργανικό ρόλο στην αφήγηση του Nelson. Δεν πρόκειται απλώς για αναφορές «προς χάρην ατμόσφαιρας». Ο Nelson αναφέρεται διαρκώς στην σωματικότητα, στην μεγάλη έμφαση που αποδίδουν στο σώμα οι μαύροι πληθυσμοί ως μέσο έκφρασης, στις κινήσεις του κορμιού, που ανάλογα με τον ρυθμό, εκφέρουν χαρά, λύπη, τρυφερότητα, θρήνο, αγανακτηση, οργή. Στα μπαρ και στα λοιπά στέκια όπου συχνάζουν (και χορεύουν) οι βασικοί χαρακτήρες ακούγεται μαχητικό funk (το “Move On Up” του Curtis Mayfield, το “Fight the Power” των Isley Brothers, James Broen), μαζί με εκλεκτικό αφροαμερικανικό (OutKast, Kendrick Lamar, A Tribe Called Quest) και βρετανικό (Dizzee Rascal, J Dilla, Busta Rhymes) hip hop,αλλά και dub-reggae (το κλασικό “I’m Still in Love” του Alton Ellis κ.ά.). Απαντούν επίσης εξαιρετικές περιγραφές των υπαίθριων τζαμαϊκανών sound system στη λα ϊκή αγορά του Μπρίξτον.
Σελ. 181-182: «Έλα λοιπόν, λέει ενώ ελίσσεται ανάμεσα στη μαζεμενη χαρά, πηγαίνοντας προς το σάουντ σίστεμ όπου νιώθεις τις βαριές νότες του μπάσου, σαν καρδιοχτύπι. Υπάρχει μια ηδονική ελευθερία σε αυτή τη βραδύτητα∙ όταν οι συχνότητες χαμηλώνουν και δεν είναι πια ζήτημα του κεφαλιού αλλά του στήθους. Λικνίζει χαλαρά τους γοφούς της σαν να είναι από λάστιχο, τυλίγει το χέρι σου γύρω από τη μέση της και σε προτρέπει να χαλαρώσεις. Αντλείς ηδονή από τη θαμπή έξαψη μιας γενναιόδωρης στιγμής κάτω από τη μουντή γκρίζα απόχρωση ενός λονδρέζικου ουρανού μια Δευτέρα του Καρναβαλιού. Απροσδόκητο θαύμα εκείνες τις στιγμές της ελευθερίας. Αργός χορός, ιδρώτας κάτω από τις μασχάλες και μέτωπα που αγγίζονται, αλλά χωρίς σκέψη. Χαλάρωσε και άσε τον παλμό του μπάσου να σε οδηγήσει μέσα στον νωχελικό ρυθμό».
Μπασίστας και ο ίδιος, ο Αλέξης Καλοφωλιάς ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μεταφράσει αυτό το εξαιρετικό αντιρατσιστικό και συνάμα βαθιά υπαρξιακό μυθιστόρημα, στο οποίο δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στον ρυθμό του κειμένου. Ας σημειωθεί τέλος ότι, όπως αναφέρεται και στην έκδοση, η playlist του βιβλίου υπάρχει στο Spotify. Turn Up the Bass!
ΥΓ. Μετά από αυτό το πρώτο μυθιστόρημα-γροθιά-στο-στομάχι, αναμένουμε εναγωνίως το δεύτερο μυθιστόρημα του Caleb Azumah Nelson, με τίτλο “Small Worlds”, που κυκλοφορεί οσονούπω στην Αγγλία και ελπίζουμε αργά ή γρήγορα και στην Ελλάδα.
Caleb Azumah Nelson, “Ανοιχτή θάλασσα”
εκδ. Μεταίχμιο, 2023, μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς
σελ. 276