Το Utopia Avenue είναι ένα ταξίδι στην εποχή του Swinging London, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του βρετανικού ροκ, όταν η τροπή προς τη ψυχεδέλεια καθόριζε τις επιλογές των ανθρώπων και ο νεανικός ιδεαλισμός ερχόταν σε σύγκρουση με την απτή πραγματικότητα. Περιγράφντας το ταξίδι μιας μπάντας από το μηδέν στη Γη της Επαγγελίας, ο  συγγραφέας κατορθώνει να αποδώσει το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής.

Ο David Mitchell είναι ούτως ή άλλως μεγάλος τεχνίτης της αφήγησης. Γεννήθηκε το 1969 στο Southport του Worcestershire, στην Αγγλία. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κεντ αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στη συγκριτική λογοτεχνία. Πέρασε ένα χρόνο στη Σικελία, πριν ταξιδέψει στην Ιαπωνία και συγκεκριμένα στη Χιροσίμα, όπου έζησε οκτώ χρόνια διδάσκοντας Αγγλικά. Σήμερα ζει στο Κορκ της Ιρλανδίας, με τη Γιαπωνέζα σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Ghostwritten (1999), Number9dream (2001), Cloud Atlas (2004), Black Swan Green (2006), και The Thousand Autumns of Jacob de Zoet (2010) -δύο από τα οποία (τα Number9dream και Cloud Atlas) βρέθηκαν στο βραχύ κατάλογο υποψηφιοτήτων του Βραβείου Booker. Το Cloud Atlas, που χαιρετίστηκε ήδη ως ένα απο τα μεγάλα μυθιστορήματα του 21ου αιώνα, μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο από τους αδελφούς Γουατσόφσκι. Βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του είναι ο μακροπερίοδος λόγος, τα μεγάλα χάσματα και χρονικά άλματα στον χρόνο στον ρου της  αφήγησης, τα συνεχόμενα flashback, ενώ στην θεματική του κυριαρχούν η έννοιες του χρόνου και της απώλειας. Αυτές τις τεχνικές εφαρμόζει και στην περίπτωση του βρετανικού ροκ στην περίπτωσή του Utopia Avenue. 

Βρισκόμαστε λοιπόν στο Λονδίνο του 1967. Οι Beatles κυκλοφορούν το Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band, αποθεώνοντας την ψυχεδέλεια, οι Pink Floyd κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο underground club UFO, οι Cream προσδιορίζουν το hard rock, ενώ ένα νέο αστέρι ανατέλλει -το αστέρι του Jimi Hendrix. Ενώ συμβαίνουν αυτά, παρακολουθούμε καρέ-καρέ τη δημιουργία μας μπάντας που στήνεται από την αρχή από έναν καπάτσο μάνατζερ, τον Λέβον. Πρώτος επιστρατεύεται ο μπασίστας Ντιν, που έμεινε άστεγος και άνεργος σε μια νύχτα. Τον συνδέει με τον ντράμερ Γκρίφιν, με το τζαζ background, και με τον βιρτουόζο Ολλανδό κιθαρίστα Γιάσπερ, οι οποίοι αποχωρούν από ένα τελειωμένο rhythm ‘n’ blues σχήμα. Το κουαρτέτο συμπληρώνει η Ελφ, που παίζει πλήκτρα και ταγουδά φολκ. Τέσσερις μουσικοί με διαφορετικές καταβολές ο καθένας: πιο κοντά στο blues-rock ο Ντιν, πιο κοντά στην jazz o Γκριφ, περισσότερο ψυχεδελικός στον ήχο του ο Γιάσπερ, περισσότερο φολκ στην ψυχή της η Ελφ. Το σημαντικότερο: οι τρεις από τους τέσσερις είναι και συνθέτες, άρα δεν θα τους λείψει το πρωτότυπο υλικό.

Πρώτο μέλημα είναι να κερδίσουν το κοινό που συχνάζει στα clubs του Σόχο, όπου παίζεται το παιχνίδι. Με το που γίνονται κάπως γνωστοί, υπογράφουν συμβόλαιο σε εταιρεία δίσκων και κυκλοφορούν το πρώτο τους single. Πλησιάζει τις χαμηλές θέσεις των charts, ακούγεται κάπως στο ραδιόφωνο και τους εξασφαλίζει μια εμφάνιση στην τηλεόραση, στο περίφημο Top Of The Pops. Ίδια τύχη έχει και το πρώτο τους ολοκληρωμένο album που κυκλοφορεί λίγο μετά και με την ηχητική του πολυρυθμία, φανερώνει τις διαφορετικές αναφορές των μελών του γκρουπ που επισημάνθηκαν παραπάνω.

Ενόσω συμβαίνουν αυτά, παρακολουθούμε επεισόδεια από τις καθημερινές ζωές τους που επηρεάζουν την καριέρα τους και την πορεία της μπάντας. Ο David Mitchell έχει σκιαγραφήσει πολύ παραστατικά το προσωπικό story του καθενός και τις καταβολές τους. Ο Ντιν για παράδειγμα ανήκει στην εργατική τάξη, θέλει πάση θυσία να ξεφύγει από τη γειτονιά που μεγάλωσε και μισεί τον πατέρα του. Η Ελφ αντίθετα είναι middle class, έχει μαι ισορροπημένη σχέση με την οικογένειά της και θρηνεί όταν πεθαίνει το νεογέννητο μωρό της αδελφής της. Ο Γκριφ είναι γενικά έξω καρδιά αλλά κι αυτός μπλοκάρει συναισθηματικά όταν ο αδελφός του πεθαίνει σε αυτοκινητιστικό και παραλίγο να εγκαταλείψει την μπάντα. Ο Γιάσπερ που είναι και η πιο αινιγματική φυσιογνωμία του γκρουπ πάσχει από μια μορφή σχιζοφρένειας, ενώ συγχρόνως είναι πολύ περίργες και οι σχέσεις που διατηρεί με την οικογένειά του (θεωρείται νόθος σε μια αυστηρή οικογένεια εκατομμυριούχων). Όλα αυτά διαταράσσουν τις σχέσεις των μελών τις μπάντας και θέτουν αρκετές φορές το μέλλον τους εν αμφιβόλω. Οι προσωπικές ιστορίες του καθενός, έντεχνα επεξεργασμένες από τον συγγραφέα, έχουν το ίδιο ενδιαφέρον με τη μουσική αυτή καθαυτή.

Παράλληλα, τους παρακλοθούμε να φλερτάρουν με όλους τους πειρασμούς που επιφέρει η επιτυχία: ναρκωτικά, groupies, σπορ αυτοκίνητα, υψηλές γνωριμίες, από τον Brian Jones ως τον Hendrix και τον Eric Clapton. Σ΄αυτό το περιβάλλον, λίγους μήνες μετά ακολουθεί ο δεύτερος τους δίσκος, που τους προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Ώρα για διεθνή τουρνέ, πρώτα Ολλανδία και μετά Ιταλία (όπου συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα). Το αποκορύφωμα βέβαια είναι η εκπλήρωση του ονείρου κάθε Βρετανού καλλιτέχνη: περειοδεία στις ΗΠΑ.

Προσγειώνονται στη Νέα Υόρκη όπου τρομάζουν με το πόσα τεράστια είναι τα πάντα. Κάνουν για στέκι τους το περίφημο Chelsea Hotel, όπου γνωρίζονται με τον Leonard Cohen και την Janis Joplin. Μετά από τέσσερις sold - out συναυλίες, εγκαταλείπου τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια. Παίρνουν μέρος σε μεγάλο φεστιβάλ στο Λος Άντζελες ενώ στο Σαν Φρανσίσκο γνωρίζονται με τους Grateful Dead, στο θρυλικό στέκι των τελευταίων στη συμβολή των οδών Height & Ashbury. Στο Σαν Φρανσίσκο, χωρίς να το υποψιάζεται κανείς παίζεται η τελευταία παρτίδα της μπάντας. Ένα άτυχο συναναπάντημα, μια δολοφονία χωρίς λόγο, και οι "Utopia Avenue" φτάνουν στο τέλος.

Γραμμένο με τρομερή ακρίβεια σε ό,τι αφορά τη μουσική και μαεστρία σε ό,τι αφορά την αφήγηση,  το Utopia Avenue είναι το ιδανικό μυθιστόρημα στο είδος το καθώς περιγράφει αυτή τη συνταρακτική εποχή, που λίγο έλειψε να αλλάξει τον κόσμο. 

 

  978-618-03-2675-8_3-1

 Το  Utopia Avenue του David Mitchell κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Μαρίας Ξυλούρη. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured