Όσοι σήμερα βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της 4ης δεκαετίας της ζωής μας, ανήκουμε σε μια γενιά που αδυνατεί να προσδιορίσει τη θέση της ανάμεσα στις «ένδοξες γενιές». Ένα σύνολο ανθρώπων διαρκώς στο μεταίχμιο, με τις εξελίξεις να σε συμπαρασύρουν σε βαθμό που να μην δύνασαι να οριοθετήσεις τις εμπειρίες σου, να μην μπορείς να καθορίσεις τα σημεία-κόμβους των συλλογικών σου εμπειριών. Όσοι γεννήθηκαν δηλαδή το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 έχουν να θυμούνται τον εαυτό τους σε φαινομενικά ασήμαντα συμβάντα, τα οποία όμως ευθύνονται για τη σημερινή εικόνα του Δυτικού πολιτισμού.
Όταν ξέσπασε η νέα τεχνολογική επανάσταση, κατά την οποία η πληροφορία έγινε τελικά αδυσώπητα προσβάσιμη, ήμασταν στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μας. Όταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυριαρχούσαν ως εργαλείο μαζικής αυτο-υπονόμευσης, βρισκόμασταν στη μετα-εφηβεία και στο κατώφλι της ενηλικίωσης. Όταν η κοινωνική συναναστροφή άρχισε να μετριέται με όρους ταχύτητας και όχι ποσότητας, ήμασταν (θεωρητικά) υπεύθυνοι του εαυτού μας.
{youtube}maOtX4tXyb4{/youtube}
Αν δούμε το όλο ζήτημα από την ανάποδη, όταν οι τεκτονικές πολιτικές αλλαγές έφτιαχναν τη νέα μεταπολιτευτική Ελλάδα, δεν υπήρχαμε ούτε καν ως σκέψη ή ενδεχόμενο. Όταν ο νεοπλουτισμός έμοιαζε με κυρίαρχο ρεύμα στην ημιμαθή ελληνική κοινωνία, βρισκόμασταν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Και όταν, τότε στη δεκαετία του 1990, η διεθνής πολιτιστική δημιουργία επιχειρούσε να απαντήσει στα φλέγοντα ζητήματα, αρνούμενη να υποταχθεί στο οδοστρωτήρα της σχέσης «κόστους/κέρδους», εμείς απλά καθόμασταν σπίτι βλέποντας παιδικά.
Το ηλικιακό εύρος αυτής της «γενιάς» είναι εξαιρετικά μικρό, 2-3 τρία χρόνια το πολύ. Εξ ου και η πίεση που υπέστη ήταν τρομακτική. Στο επίπεδο των ικανοτήτων τα καταφέραμε καλά, αλλά στο πεδίο των αισθήσεων πάντα υπήρχε μπόλικη αμηχανία.
Προσπαθώντας να προσαρμόσουμε τους παραπάνω άξονες στον λατρεμένο και ύψιστο τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης, εκείνον της μουσικής, είμαστε η γενιά που δεν προλάβαμε να αρπάξουμε την εμπειρία της μαζικής και ενιαίας ακρόασης, αφομοίωσης και αντίδρασης. Οι συναυλίες εδώ στην Αθήνα είχαν αρχίσει να χάνουν κάτι από την παλιά τους αίγλη. Και χώροι θεωρούμενοι σήμερα «θρυλικοί», όπως το Ρόδον, τελούσαν ήδη υπό το καθεστώς της παρακμής. Δεν προλάβαμε στα ντουζένια της αυτήν την αλληλεπίδραση, την καθημερινότητα του «ραντεβού» με τους μουσικούς, την ανταλλαγή πολύτιμων εμπειριών στην προσπάθεια για την κατάληψη του «εναλλακτικού». Ακόμα και γνωρίζοντας ότι τέτοιες αναζητήσεις κάποια στιγμή συγκρούονται με τη σκληρή πραγματικότητα, όχι μόνο δεν καταφέραμε, αλλά ούτε καν είχαμε τη δυνατότητα να προσπαθήσουμε να αγγίξουμε τον συγκεκριμένο κόσμο. Είχαμε απλά αργήσει λίγο καιρό.
Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης ήταν λοιπόν ο άνθρωπος που ανέλαβε να σηκώσει το «βάρος» της μετα-Ρόδον εποχής. Η δημιουργία του Gagarin 205 αποτελούσε για όλους εμάς το στοίχημα, προσωπικό και συλλογικό, ότι θα οικοδομήσουμε τον δικό μας χώρο καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης. Έναν χώρο που θα ξεπεράσει τους προκατόχους του, που θα βάλει τα πράγματα στη σειρά τους, διαλύοντας κάθε νοσταλγική «υπεκφυγή». Στο Gagarin 205 ήμασταν διατεθειμένοι να εναποθέσουμε όλες μας τις ελπίδες.
Η δημιουργία του Gagarin 205 αποτελούσε όμως τον σημαντικότερο σταθμό, επειδή δεν δημιουργήθηκε λόγω της «τρέλας» ενός πάμπλουτου γόνου επιχειρηματικής οικογένειας, που όταν πέρασε, η λογιστική επέβαλε την απόφαση για τερματισμό της λειτουργίας. Το Gagarin 205 δημιουργήθηκε από τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, μία από τις πιο ολοκληρωμένες καλλιτεχνικές υπάρξεις στη χώρα μας.
Δεν θυμάμαι πού ή πώς τον γνώρισα προσωπικά. Σε επαφή μαζί του όμως βρέθηκα μέσα από ένα κείμενο όπου παρουσίαζε τον εαυτό του στην πρώιμη εποχή της «μπλογκόσφαιρας». Το κείμενο αυτό μάλλον έχει εξαφανιστεί από το διαδίκτυο. Ήταν όμως ένα κείμενο που ο καθένας θα ζήλευε να έχει γράψει. Όπως σε κάθε γραπτό του, κουβαλούσε ανάμεσα στις γραμμές του εικόνες τις οποίες θα ήθελες κι εσύ να έχεις βιώσει. Αμερική, σπουδές, ανατροπές, φιλίες, χωρισμοί, λάθη. Όλα εκεί και ο Νικόλας Τριανταφυλλίδης μόλις που κόντευε να συμπληρώσει τα 40.
Και να φανταστείτε ότι ο Τριανταφυλλίδης δεν ήταν συγγραφέας. Ήταν όμως φανατικός ακροατής μουσικής, βαθύς και βιωματικός γνώστης ζητημάτων, ενώ λειτουργούσε με μια επιθυμία η οποία δεν εκκινούσε από κάποια όρεξη για εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Απολάμβανε τη μουσική ως ένα υπο-μέρος μιας απαραίτητα ανθρώπινης έκφρασης. Ήταν κατά βάση σκηνοθέτης, από εκείνους τους δημιουργούς που αρέσκονται όχι στην εξιστόρηση, αλλά στη δημιουργία εικόνων και ατμόσφαιρας. Αυτός έμοιαζε να είναι ο σκοπός της τεχνοτροπίας του, βαθιά επηρεασμένη από τον Νίκο Νικολαΐδη και τον «αδελφό» του, Aki Kaurismäki.
Σκηνοθετική ήταν και η αντίληψή του για τις δουλειές που αναλάμβανε. Τους τρέλαινε όλους ο Τριανταφυλλίδης. Λίγοι μπορούσαν να υποβάλλουν τον εαυτό τους στην αλλαγή συμπεριφορικής συχνότητας, ώστε να έλθουν σε επαφή μαζί του. Κι αυτό δημιουργούσε προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι –όπως παραδεχόταν και ο ίδιος– επιχειρηματικά ήταν αυτοκαταστροφικός, είχε ωστόσο το μαγικό ίδιον να δημιουργεί καταστάσεις. Καταστάσεις που έμοιαζαν να έχουν στην επιφάνειά τους ένα παχύ στρώμα σκόνης, μα όταν τις ακουμπούσες ήταν τραχιές. Σαν να μετέτρεπε σε απτή αίσθηση τη μόνιμα βραχνιασμένη του φωνή.
Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης ήταν, όμως, και ένας από τους καλύτερους ραδιοφωνικούς παραγωγούς που άκουσα ποτέ. Η «Αισθηματική Αγωγή» του, που επανήλθε στους 105,5 Στο Κόκκινο στην πρώτη εποχή του –με τη φροντίδα του Βαγγέλη Βέκιου– αποτελούσε υπόδειγμα ραδιοφωνικής καταγραφής. Για όση ώρα κυριαρχούσε στο στούντιο, ένιωθες τον αέρα γύρω σου να αλλάζει. Ελάχιστοι όσοι καταφέρνουν κάτι τέτοιο στο ψυχαγωγικό ραδιόφωνο.
Χαθήκαμε με τον καιρό, οι δουλειές και οι υποχρεώσεις άλλαξαν ραγδαία. Έστελνα χαιρετισμούς εγκάρδιους μέσω των κοινών μας φίλων και εκείνος τους ανταπέδιδε, με τον ίδιο θερμό τρόπο. Τελευταία φορά τον είδα στον προθάλαμο του Gagarin 205, τον περασμένο Νοέμβριο. Διάολε, σκηνοθετικής έμπνευσης ήταν μάλλον κι εκείνη η περίσταση. Στον χώρο όπου ζήσαμε τις πιο ακραίες συναυλιακές καταστάσεις –από τα Διάφανα Κρίνα και τον Robin Guthrie μέχρι τους Dillinger Escape Plan– έμελλε να σφίξουμε τα χέρια μας έξω από συναυλία του (αγαπημένου) Φοίβου Δεληβοριά.
Χρωστάμε πολλά εμείς της γενιάς της διαρκούς μετάβασης σε ανθρώπους όπως ο σκηνοθέτης, ραδιοφωνικός παραγωγός και πολλά άλλα Νικόλας. Μας έδωσε την ελπίδα ότι θα δημιουργήσουμε μνήμες. Το κατάφερε. Και για να φθάσεις σε σπουδαία επιτεύγματα, πρέπει να είσαι ακραίος, επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος και ολοκληρωμένος. Ακριβώς όπως ήταν ο Νίκος Τριανταφυλλίδης.