Μία από τις δυσκολότερες ερωτήσεις που τίθενται σε όλους τους περί της μουσικής γραφιάδες, αφορά τον ίδιο τον σκοπό της ενασχόλησης. Κρατώντας από τη συναισθηματική και ψυχολογική τέρψη την οποία προσφέρει η ακρόαση μουσικής –που μπορεί να μεγεθυνθεί σε σημείο να γράφει κανείς για αυτό που ακούει– τίθεται κατά βάση ένα ζήτημα που αφορά την επενέργεια των κειμένων και των αναλύσεων, πέραν της απόλυτα προσωπικής ύπαρξης. Γιατί γράφει κάποιος την άποψή του για έναν δίσκο; Ποιον ενδιαφέρει; Τι χρησιμεύει;
Είναι ένα ερώτημα τόσο κίβδηλο, ώστε ακόμα και η προσπάθεια να απαντηθεί εμπεριέχει στο εσωτερικό του μια παγίδα με τη μορφή δίνης. Στους καιρούς της απόλυτης πληροφόρησης και της διαλυτικής προπαγάνδας, μια δισκοκριτική μοιάζει σε ορισμένους απλά αχρείαστη. Γιατί να διαβάσει κανείς την οπτική ενός συντάκτη για ένα καλλιτεχνικό έργο; Μήπως για να προσθέσει απλώς ένα ακόμα λιθαράκι στην ανύπαρκτη αυθεντία του; Μήπως για να δώσει τροφή σε μια συζήτηση που, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά;
{youtube}7ReW0jJkag8{/youtube}
Και οι δύο αυτές θεωρήσεις εμπεριέχουν βέβαια έναν εξαίσια επικίνδυνο βρόχο, που με τη σειρά του καταλήγει στην εμπέδωση της άποψης ότι γενικά δεν χρειάζεται και πολύ η επισκόπηση της άποψης ενός άλλου ανθρώπου. Είναι, δηλαδή, η αποθέωση του ατομισμού: η απόλυτη αναγωγή της προσωπικής θεώρησης ως μοναδικής αλήθειας. Η αναίδεια αυτή φτάνει μέχρι το σημείο να λειτουργήσει ως εύπλαστη δικαιολογία για τη θεμελίωση της εμπορικότητας. «Αν ένας δίσκος είναι καλός, τότε θα αναγνωριστεί από πολλές ξεχωριστές ατομικότητες. Και ύστερα θα γνωρίσει επιτυχία», θα σκεφτεί κανείς. Η επικοινωνία επομένως των ακροατών θα επιτευχθεί στον τελικό τόπο της παραγωγής του προϊόντος. Πιο πριν δεν χρειάζεται.
Και έρχεται η στιγμή που η ίδια η πρωταρχική παραγωγή της μουσικής ακυρώνει εν τη γενέσει της ολόκληρη τη στρεβλή αυτή θεώρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το νέο τραγούδι της PJ Harvey με τίτλο "The Wheel", το οποίο έκανε την εμφάνισή του στο διαδίκτυο πολύ πρόσφατα.
Τι βλέπουμε εδώ; Εικόνες φαινομενικά άσχετες με τον νέο, ευθύ ήχο της καλλιτέχνιδας. Το βαλκανικό τοπίο, οι «κοφτοί» τόποι και η απέραντη φτώχεια δεν συνάδει με τον ηλεκτρικό τοίχο που έφτιαξε η PJ Harvey. Ο (πρόσφατα εκλιπών) θείος του Κοσόβου, ο οποίος χορεύει με το ποτήρι στο κεφάλι, δεν γνωρίζει πιθανότατα τίποτα για τη new rock κληρονομιά που απογειώνει η δημιουργός. Εκείνη όμως γνωρίζει καλά και εξασκείται στο βάδισμα της πορείας αυτής αντίστροφα. Η PJ Harvey περιηγήθηκε στα γκρίζα Βαλκάνια, εκεί όπου δοκιμάζονται εθνότητες εντός ενός εντελώς βλακώδους ανταγωνισμού, εκεί όπου τα σύνορα λειτουργούν ως τείχη προς την τύχη και τις δυνατότητες. Μια Ευρώπη που σφύζει από κυνισμό ξετυλίγεται σε τέτοιες μικρές βαλκανικές περιοχές.
Επί της ουσίας λοιπόν, η PJ Harvey, χωρίς πολλούς φανφαρονισμούς, αποδεικνύει περίτρανα την ανάγκη να συνδέεται τελικά η μουσική με τα τεκταινόμενα. Τόσο απλά. Γι' αυτόν ακριβώς λόγο οι μουσικογραφιάδες, ίσως υπό το πρίσμα ενός απολύτως ευγενούς φθόνου, επιχειρούν να μιλήσουν με γράμματα για πράγματα εντελώς άυλα. Η PJ Harvey μιλά με την τέχνη της για τα καθημερινά. Οι συντάκτες μιλούν με τα καθημερινά για την τέχνη.
Σε τελική ανάλυση, είμαστε απλώς άνθρωποι που αποζητούν την επικοινωνία.