Εκεί που οι περισσότεροι έβλεπαν περίφημες ντρίμπλες, τακουνάκια και εντυπωσιακά γκολ, άλλοι έστρεφαν το βλέμμα προς έναν ημίτρελο τύπο με τα μισά μαλλιά κόκκινα, κοιτάζοντάς τον να χτυπιέται υπό τους παχιούς ήχους μιας βομβώδους κιθάρας. Όταν ορισμένοι ονειρεύονταν να κυλιούνται στα πατώματα παρέα με μια Bραζιλιάνα –ακόμα και αν ήταν από του Ρέντη– κάποιοι άλλοι πλακώνονταν για το αν η τετράδα του "Refuse/Resist" ξεπουλήθηκε ή περνά απλά μια φάση.
Ο λόγος φυσικά για τη Βραζιλία. Την αχανή χώρα του Αμαζονίου, των ανισοτήτων και του ιδιαίτερου ανθρωπολογικού κώδικα, που για τους Δυτικούς μοιάζει θελκτική και μυστηριώδης, όπως ακριβώς και η φυλετική καταγωγή των κατοίκων της.
Σε αυτό το σημείωμα δεν θα ασχοληθούμε όμως με τη λαϊκή μουσική της χώρας. Άλλωστε μια τέτοια ενασχόληση θέλει επιμονή και προσοχή. Επιμονή γιατί προκειμένου να κατανοήσεις τους ρυθμολογικούς και εκφραστικούς τρόπους των Βραζιλιάνων, πρέπει να ψάξεις πολύ βαθιά στις προσλαμβάνουσες ενός λαού ανομοιογενούς. Και προσοχή, γιατί πρέπει να ερευνήσεις τα προηγούμενα μακριά από το φρικτό πρίσμα του «έθνικ», της επιφανειακής δηλαδή ενασχόλησης με το «περίεργο» και το «εξωτικό», η οποία χρησίμευσε σε ορισμένους μόνο και μόνο για να ανελιχθούν στις παραφυάδες του θεάματος και του ακροάματος με όπλο την απλή ημιμάθεια (σ.σ.: ελπίζω κάποια στιγμή ο Χάρης Συμβουλίδης, αυτός ο εργάτης-μουσικογραφιάς να συνεισφέρει σ' αυτόν τον σκοπό).
{youtube}F_6IjeprfEs{/youtube}
Εδώ θα καταθέσουμε λοιπόν φόρο τιμής στον δίσκο που δίχασε ίσως στον ίδιο βαθμό τους λάτρεις του σκληρού ήχου, όσο και το Metallica των Metallica (το BlackAlbum ντε!).
Βρισκόμαστε στον Μάιο του 1996 και στις προθήκες των δισκοπωλείων μπαίνει το Roots των Sepultura. Τρία χρόνια πριν, το ChaosAD έχει σπείρει το ερώτημα, το οποίο όμως δεν απαντάται· οπότε τα πράγματα βαίνουν φυσιολογικά για κάθε ακόλουθο της αυθεντικότητας. Οι Sepultura έκαναν τότε (1993) ένα δειλό βήμα, θέτοντας μερικούς ρυθμικούς ήχους βγαλμένους από τη μουσική παράδοση της χώρας τους. Κρουστά εν ολίγοις τενεκεδένια –προφανώς αδόκιμος ο όρος– παραθέτονται πάνω στην παχύρρευστη δομή των τραγουδιών ως μια πινελιά αρκούντως εθνολογική, ώστε να μην επηρεάζεται το γενικότερο γκρουβάτο κλίμα.
Αλλά το 1996 η σαφής πλέον αναφορά στις λαϊκές προσλαμβάνουσες είναι εντυπωσιακή και λειτουργεί εν είδει σοκ για τους απανταχού φανατικούς ακολούθους τους. Στην Ελλάδα η κοινότητα των ανθρώπων που λατρεύουν τους Sepultura και τη σκονισμένη, βαριά μουσική τους, βρίσκεται διχασμένη: οι μισοί δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς η μπάντα που εν έτει 1992 μετέτρεψε το Ρόδον σε ένα απέραντο ρινγκ, γίνεται 4 χρόνια μετά να ασχολείται με «τούμπανα» και «τσιφτετέλια».
Η παραπομπή σε τέτοιου είδους λαϊκά ακούσματα απηχεί προφανώς τον βαθμό προσκόλλησης εκείνου του μέταλ κοινού σε έναν «καθαρό» ήχο, ο οποίος δεν έπρεπε να αλλάζει ποτέ. Έτσι, οτιδήποτε διαφορετικό μοιάζει με σκυλολόι για τους απανταχού metalheads: δεν δέχονται τον ντράμερ να βαράει πολύχρωμα, βαθιά κρουστά, δεν νοείται δίπλα στις γκαρίδες να παρατίθεται μια μακρά χλαπαταγή του Αμαζονίου, δεν γίνεται η δίκαση να υποκαθίσταται από έναν περίεργο Carlinhos Brown.
Το ερώτημα είναι τι θα συνέβαινε αν το Roots κυκλοφορούσε σήμερα και όχι πριν από 18 χρόνια. Θα άλλαζε τα δεδομένα; Το ερώτημα είναι άκυρο, διότι, όπως λένε και οι σοβαροί ιστορικοί, η ιστορία δεν γράφεται με «αν».
Ωστόσο ας δούμε μια αντιστοιχία ιδιότυπη. Oι VIC παίζουν πλέον βαρύθυμο stoner συνοδεία ηπειρώτικου κλαρίνου (αν και η προσθήκη του Πιστιόλη θεωρώ ότι λειτουργεί ετεροβαρώς για το σχήμα: περισσότερο σόου κάνει, παρά προσθέτει σε αξία στο σχήμα). Υπάρχει σήμερα άνθρωπος που αμφισβητεί την καλλιτεχνική και ηχητική αξία αυτού του συνδυασμού; Ελάχιστοι γραφικοί, ευτυχώς.
Το ευτυχές λοιπόν του πράγματος είναι ότι το μέταλ κοινό έχει πλέον εκπαιδευτεί να τείνει πιο ευήκοα ώτα μπροστά στις προκλήσεις και στα μπασταρδέματα. Ίσως επειδή άλλαξε η γενιά των ακροατών, ίσως επειδή άλλαξαν και οι ηλικίες. Όπως και να 'χει, ένας σημερινός 16άρης είναι κατά τι σοβαρότερος ακροατής από έναν 16άρη των 1990s.
Ίσως οι Sepultura και το Roots να έπαιξαν ρόλο σε όλο αυτό. Ο γράφων πάντως είναι σίγουρος...