Πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν διαβάσαμε με τους υπόλοιπους φίλους στο Avopolis την κριτική του Pitchfork για το Lulu, καγχάσαμε από ευχαρίστηση. Επιτέλους, μπροστά στα μάτια μας απλωνόταν η απόδειξη της απόλυτης φαυλότητας της δισκοκριτικής αντίληψης του εν λόγω ιστοτόπου: η βαθμολογία, θυμίζω, ήταν 1 στα 10. Σαν να βάζει δηλαδή ο καθηγητής στον μαθητή τη μονάδα για να μην βάλει τα κλάματα, ή για να τον συνετίσει για τα «σκονάκια» με τα οποία προσπάθησε να εξαπατήσει.
{youtube width="480" height="300"}5zL36WbRuF8{/youtube}
Το χειρότερο βέβαια είναι πως όλη η κριτική βασίζεται στη θεώρηση πως οι δυο πλευρές –ο Lou Reed και οι Metallica– ακούγονται άσχετοι και δεν «δένουν» στα αυτιά του ακροατή, όσο εκπαιδευμένος κι αν είναι. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εξυπνακίστικη θέση υπέρ της διατήρησης της καθαρότητας των «αγίων»: οι μεταλλάδες με τους μεταλλάδες, οι «πειραματιστές» με τους «πειραματιστές». Μην μπλέκουμε με τα πίτουρα γιατί θα μας φαν κι οι κότες...
Ωστόσο ο Lou Reed αυτό ακριβώς ήθελε: να μπει στη βάσανο της κριτικής όσων δεν μπόρεσαν ποτέ να κατεβάσουν το βλέμμα τους και να αξιολογήσουν τις κινήσεις του με την πρέπουσα προσοχή. Θέλησε να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τη διαχρονική γυαλάδα των Metallica για να ντύσει με τους «ξένους» ήχους της το δημιούργημά του. Ώστε να τεθεί η απόλυτη αντίθεση και να παραχθεί η νέα θέση.
Οι περισσότεροι τότε (Νοέμβριος του 2011 ήταν) μιλούσαν για τον χειρότερο δίσκο που έχουν ακούσει ποτέ, για την απόλυτη μουσική φρίκη, έβριζαν τον Reed που συνεργάστηκε με τους Metallica, έβριζαν τους Metallica επειδή είναι ακόμα ανώριμοι να εκτιμήσουν και να ντύσουν τον Reed. Αυτά τα σχόλια προέρχονταν από τους «εξυπνάκηδες», οι οποίοι κατά τ' άλλα μόνο να υποκλίνονται σε μανιέρες μπορούν.
Από τους μεταλλάδες πάντως τα σχόλια ήταν γενικά πιο μαζεμένα, επειδή (στην πλειονότητά τους) έχουν μάθει να είναι πειθαρχημένοι ως ακροατές: στην εκτίμηση των δίσκων που ακούνε, στις συναυλίες τις οποίες παρακολουθούν, στα σχόλια που εκφράζουν. Οι περισσότεροι μάλιστα «κολλημένοι» τρέφουν συνήθως κι έναν σεβασμό για τα υπόλοιπα είδη, καθώς επιλέγουν να ζουν και να αναπνέουν στον μεταλλικό μικρόκοσμό τους και να εξοβελίζουν τρυφερά τα υπόλοιπα ιδιώματα.
Και τότε τι ήταν το Lulu; Σίγουρα ούτε το καλύτερο άλμπουμ των δυο μουσικών οντοτήτων, ούτε όμως και ό,τι χειρότερο έχουν κυκλοφορήσει. Διότι απλά και μόνο κατάφεραν να πειραματιστούν. Κι αν για τον Reed αυτή ήταν μια στάση ζωής διαρκής και επίμονη, για τους Metallica αποτέλεσε το έναυσμα για κάτι ηρωικό. Ο Reed είπε τότε ότι δεν δίνει δεκάρα για την αρνητική κριτική, αφού έχασε όλους τους fans του με το Metal Machine Music. Και οι Metallica έφτυσαν με τη σειρά τους στα μούτρα τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς, λέγοντας ότι οι αντιδράσεις τούς θυμίζουν τον χαμό που έγινε όταν έβαλαν ακουστικές κιθάρες στο “Fade To Black”.
Είναι λοιπόν ευλογία το γεγονός ότι η τελευταία ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά του Lou Reed ήταν το Lulu. Γιατί στους ήχους του αποτυπώνεται όλη η δημιουργική ιδιοσυγκρασία του, η οποία πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Και που απλώθηκε από την εποχή των ηλεκτροσόκ μέχρι τη glam παραζάλη.
Υ.Γ.: Προκειμένου να αντιληφθείτε τις ουσιώδεις διαφορές δισκοκριτικής αντίληψης, αλλά και ουσίας της απόπειρας των Lou Reed και Metallica, διαβάστε το κείμενο που είχε υπογράψει ο Στυλιανός Τζιρίτας για το Lulu.
http://www.avopolis.gr/international-album-reviews/40071-lulu-lulu