«Φαινόμενο: καθετί (γεγονός, διεργασία, μεταβολή) που συμβαίνει στη φύση, στην κοινωνία, στη ζωή και γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις ή αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης ή και μελέτης μέσω της νόησης ή ειδικών οργάνων».
{youtube width="480" height="300"}KJjqPXtrL18{/youtube}
Ο ορισμός που δίνει το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για τη λέξη «φαινόμενο», είναι ακριβέστατος. Ωστόσο όταν αυτή συνοδεύεται –όπως συνηθίζεται τελευταία– από τη φράση «της Χρυσής Αυγής», ο ορισμός καθίσταται ελαφρώς θολός, με τη διαχείριση του κρατούντος πολιτικού συστήματος να σκιάζει τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος της απότομης και τρομακτικής (έως έναν βαθμό) εκλογικής ανόδου του νεοναζιστικού μορφώματος.
Η αλήθεια είναι ότι με όρους μαζικής επικοινωνίας και προπαγάνδας, η λέξη «φαινόμενο» εμπεριέχει την αίσθηση του μυστηρίου. Κάτι σαν τις αστραπές και τους σεισμούς, που ο κοινός νους δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως, πόσο μάλλον να προλάβει και να αντιμετωπίσει εν καιρώ. Το «φαινόμενο της Χρυσής Αυγής» παρουσιάζεται λοιπόν σαν ένα φίδι που για δεκαετίες δέρνεται κάτω από το χαλί της δημόσιας πολιτικής ζωής και εν καιρώ κρίσης βρήκε την τρύπα-διέξοδο προς την επιφάνεια, κυριεύοντας το πολιτικό σύστημα.
Όποιος πολιτικός επιχειρεί όμως να παρουσιάσει τον εαυτό σαν αθώα περιστερά, που ούτε είδε, ούτε άκουσε τι συνέβαινε τόσο καιρό στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, είναι απλά είτε επαγγελματικά ψεύτης, είτε επαγγελματικά ηλίθιος. Στα έντυπα ενημέρωσης –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– οι επιθέσεις εναντίον μεταναστών, αριστερών, ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, οι ειδήσεις για δολοφονικές επιθέσεις «κάτω από τη μύτη της αστυνομίας» ή στους σκοτεινούς παραδρόμους των πόλεων περνούσαν στα ψιλά των σελίδων. Όσο για την τηλεόραση, ούτε λόγος• εκτός κι αν αναδυόταν μια άκρως βολική «εσάνς» βεντέτας μεταξύ περιθωριακών, σκηνικό το οποίο τρομοκρατεί τους πολίτες με μικροαστικές συνήθειες και νευρώσεις.
Είναι ίσως ορθότερο να μεταλλάξουμε λίγο την αγαπημένη φράση και να την κάνουμε «το φαινόμενο του εκφασισμού». Τη γιγάντωση του οποίου η Αριστερά είχε αντιληφθεί προ καιρού, οι δυνάμεις της όμως δεν αρκούσαν για να σπάσουν το κέλυφος της ομαδικής σιωπής. Στον εκφασισμό αυτής της κοινωνίας συνέβαλαν πλείστοι, με ορισμένες περιπτώσεις να κρατούν τα ηνία. Ο Ανδρέας Λοβέρδος, ως υπουργός Υγείας, προσέφερε ικανοποιητικές δόσεις τρόμου: οροθετικές γυναίκες διαπομπεύτηκαν, το κέντρο της Αθήνας έπρεπε να «επανακαταληφθεί» και για όλα έφταιγε η μεταπολιτευτική Αριστερά. Όσο για τη «συνταγματική Ακροδεξιά» των Βορίδη & Γεωργιάδη, υπενθυμίζουμε ενδεικτικά τις πυκνές και πύρινες ερωτήσεις για την απαγόρευση μεταναστών να απολαμβάνουν το δικαίωμα στη δημόσια υγεία.
Υπήρχε ποτέ η δυνατότητα να προληφθεί η γιγάντωση του εκφασισμού και να αντιμετωπιστεί όσο ήταν ακόμα νωρίς; Προφανώς. Ο ποινικός κώδικας από μόνος του αρκούσε για να συλληφθούν και να τιμωρηθούν οι ακροδεξιοί δολοφόνοι της νύχτας, να σπάσει μια και καλή ο συνδετικός κρίκος της Ακροδεξιάς στα σώματα ασφαλείας, να πάψει η διαφορετικότητα να αποτελεί «έγκλημα κατά της τάξης και της ηρεμίας». Οι ευκαιρίες του αστικού πολιτικού συστήματος και του συστήματος δικαίου ήταν πάμπολλες. Η τελευταία δολοφονία στην Αμφιάλη, ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Διάθεση υπήρχε; Προφανώς όχι... Διότι όσοι διαχειρίστηκαν την εξουσία στην Ελλάδα –τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά– αντιμετώπισαν τον εκφασισμό είτε σαν «αστείο» (λόγω πολιτικής ηλιθιότητας), είτε σαν χρήσιμο εργαλείο. Η απόγνωση, η οποία βαθμιαία μεταμορφώνεται σε οργή και πολιτική πράξη, έπρεπε να βρει το σωστό κανάλι, που δεν θέτει σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες αρχές του κέρδους. Οι κυβερνώντες έστρωσαν το χαλί στη Χρυσή Αυγή, που δεν αποτελεί φαινόμενο μα ένα χρήσιμο τέκνο, το οποίο εξασφαλίζει τη διαιώνιση του ίδιου συστήματος εξουσίας με ακόμα σκληρότερο τρόπο. Η απόλυτη ακύρωση των λέξεων: ο νεο-φιλελευθερισμός, με ύψιστη αρχή υποτίθεται την ελευθερία, να εξαρτάται από τον φασισμό.