Πίσω από τα views, τα κανάλια και τα pixels κρύβεται πάντα η τάση για δημιουργία, για έκφραση, για πράξη. Και μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή έρχονται οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι αλήθειες του καθενός. Κάθε δύο Πέμπτες, ο Νίκος Σβέρκος παίρνει αφορμή από ένα βίντεο αναρτημένο στο ίντερνετ και καταθέτει τη δικιά του οπτική, αφού οι κόρες των ματιών συσταλούν και το μυαλό ηρεμήσει...
Οι άνθρωποι που δεν ντρέπονται είναι αξιοσέβαστοι, πόσο μάλλον τα σύνολα ανθρώπων. Προσοχή, δεν μιλάμε για τους αναιδείς που απλά επιδεικνύουν τον αναίσχυντο χαρακτήρα τους, αναδεικνύοντας την κενότητα της ύπαρξής τους. Αναφερόμαστε σε όσους δεν θεωρούν τις πηγές διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους ως κάτι το επαίσχυντο ή αισχρό. Και όσους βέβαια δεν θυσιάζουν την εικόνα τους στον βωμό της μόδας, του φαίνεσθαι και της ησυχίας της κοινωνικής γωνιάς.
{youtube width="480" height="300"}txi9hTfCH0s{/youtube}
Τούτα τα παλικάρια, τα οποία μέχρι πρότινος ήσαν παντελώς άγνωστα στον γράφοντα μέχρι να τους αποκαλύψει ένας συντοπίτης τους, συμπυκνώνουν στη μουσική τους και στον τρόπο που εκτελούν ένα παραδοσιακό τραγούδι (άγνωστης προέλευσης) την ομορφιά της ελληνικότητας. Την ομορφιά να κατάγεσαι από έναν τόπο, από μια κουκίδα του παγκόσμιου χάρτη, όπου οι συνθήκες οι χωροχρονικές ανακατεύτηκαν για να προσδώσουν το ιδιαίτερο άρωμα και το ιδιαίτερο χάρισμα.
Οι Villagers Of Ioannina City (ή VIC κατά το συντομότερο) είναι προφανώς από τα Ιωάννινα, μια πόλη όμορφη και ιστορική, μια πόλη στην οποία πάτησαν το πόδι τους ελληνικά φύλα, νορμανδικά, βουλγάρικα, τούρκικα και κωνσταντινουπολίτικα. Μια πόλη στη μέση μιας πάμφτωχης περιφέρειας, την οποία οι κάτοικοί της λατρεύουν και προσέχουν –κατάλοιπο ίσως των αστικών συνηθειών που φέρνει το εμπόριο και η ανάμιξη με άλλους λαούς.
Το κλαρίνο –προσοχή ξανά, όχι το κλαρινέτο: η διαφορά είναι σημειολογική και αποτελεί κοινή συνισταμένη δεκάδων βιωματικών συνιστωσών δυνάμεων– ηχεί απελευθερωτικά για το αυτό όσων δεν ντρέπονται για την καταγωγή τους. Κι αν τα ορεινά πανηγύρια μοιάζουν ορισμένες φορές ανυπόφορα λόγω της ηχητικής καταστροφής που επιβάλλει η μονομανία του μεγέθους, ο σταθερός και μειλίχιος ήχος του αποκαλύπτει όλη τη σοβαρότητα της ορεινής ζωής.
Εκεί όπου οι άνθρωποι μάθαιναν να ζουν με τα λίγα, αναγκασμένοι στη φτώχεια της ύλης και στον πλούτο της φύσης• εκεί όπου τα λόγια δεν απαιτούν γιρλάντες και τα συναισθήματα την πολυπλοκότητα της αγωνίας για αποφυγή της πλήξης, εκεί «δένει» το κλαρίνο του δημοτικού τραγουδιού. Στον αργό ρυθμό του τσάμικου και στο βαρύ συναίσθημα της πέτρας, του γρασιδιού και της ανηφόρας: εκεί διαμορφώνεται ο γλυκός και συνάμα μελαγχολικός ήχος του, στο άνω όριο που σου θέτει η ζωή και η οκτάβα.
Οι VIC λοιπόν φαίνεται –συνειδητά ή υποσυνείδητα– να αναγνωρίζουν το φορτίο που φέρει η καταγωγή τους. Και φτιάχνουν ένα υπέροχο κράμα heavy ή stoner rock με την ελληνική δημοτική παράδοση να αποτελεί τη ζωοφόρο αρτηρία της έκφρασής τους. Διάολε, είναι αυτό ακριβώς που είπε ένας φίλος: «Έχουν τον ήχο της μπάντας που πάντα ήθελα να φτιάξω». Έτσι ακριβώς. Οι VIC, την ιστορία και τη σύνθεση των οποίων ελάχιστα γνωρίζω, είναι το μαγικό αντίδοτο στον διακαή πόθο για αναζήτηση ταυτότητας.
Αυτό σημαίνει αγαπητές μου και αγαπητοί μου υπερηφάνεια. Να αναγνωρίζεις τις επιρροές σου, να μην υποκρίνεσαι, να μην έχεις ονειρώξεις για ένα λιπόσαρκο ταίρι, να μην ευελπιστείς ότι μια μέρα θα κλείσεις τα μάτια σου και η κρίση δεν θα υπάρχει, η Αθήνα θα έχει γίνει ανατολικό Λονδίνο και οι κάτοικοι της Ηπείρου θα παρτάρουν με dubstep σε υπόγειες διαβάσεις.
Τώρα, αν σε λίγο καιρό οι Villagers Of Ioannina City γίνουν μία ακόμα μπάντα με hype (ακόμα τη λένε αυτή τη λέξη;), στις συναυλίες της οποίας θα συρρέουν όσοι ιερόσυλοι καταστρέφουν πανηγύρια με επιδρομές στα αποφάγια, αποτελεί ζήτημα άλλης τάξης. Τουλάχιστον θα ξέρουν κάποιοι γιατί λατρεύουν το κλαρίνο...
Υ.Γ.: Προκειμένου να αντιληφθείτε καλύτερα τι εστί ορεινή ομορφιά του φθινοπώρου, διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα από το κείμενο του Γιώργου Σταματόπουλου με τίτλο «Το εσωτερικό φορτίο του Σεπτέμβρη» (από την Εφημερίδα των Συντακτών της Δευτέρας 16 Σεπτεμβρίου).
Μας κλέψαν την ικανότητα να βρισκόμαστε εντός των εποχών, εντός του χρόνου και της αύρας τους. Αλλά στον ορεινό όγκο της χώρας «δεν μασάνε» κάτι τέτοια. Σκάει ο φλοιός στα καρύδια και τα αμύγδαλα όταν πρέπει να γίνει η συγκομιδή τους, τα σταφύλια ανεβάζουν τον γράδο στους κατάλληλους βαθμούς (εάν ο γράδος δείξει πάνω από 12 αρχίζει ο τρύγος και ας βρέξει· μια εβδομάδα την αντέχουν τα κλήματα και οι καρποί), τα μήλα ωριμάζουν, αλλά πρέπει να διαθέτει κανείς γερή οδοντοστοιχία για να τα απολαύσει· άλλως προτιμά τα αχλαδόμηλα. Στο πρωτοβρόχι σκάνε μύτη τα σαλιγκάρια, αλλά καταλήγουν να τσιτσιρίζουν μαζί με χόρτα και φρέσκια ντομάτα στις κατσαρόλες πολλών σπιτιών.
Σύκα υπάρχουν ακόμη, φυσικά και σκανδαλιάρικα, διαλαλούν τη γονιμότητα και τη γεύση βεβαίως. Η βροχή προετοιμάζει τη σπορά του Νοέμβρη, ερωτική κι αυτή στην επαφή της με το χώμα, όπως το ήθελε ο Ευριπίδης. Στα μεγάλα υψόμετρα ο Σεπτέμβρης παραμένει γήινος, ειλικρινής με το εσωτερικό του φορτίο, ειδικά μετά το σούρουπο όταν ενδύεται χρώματα υπέροχα, του κόκκινου αποχρώσεις, αλλά και με μπλε και κίτρινους ιριδισμούς. Αναστατώνει τα πλάσματα, άλογα και έλλογα, πετάει αδέσποτες σπίθες συγκίνησης και ευρωστίας· τα τελευταία πανηγύρια στέλνουν ήχους από βιολιά και κλαρίνα στην απλοσύνη των κάμπων, δοξάζουν την εγερσιακή παράδοση, τη μήτρα τού σήμερα, τη χαρά της μνήμης (το εγερσίθυμον άμα τε και εγερσίνοον πλαγκτόν της). Κάπως έτσι παρεισφρέει η μουσική στον λόγο, στην κίνηση, στο συναίσθημα.