Πίσω από τα views, τα κανάλια και τα pixels κρύβεται πάντα η τάση για δημιουργία, για έκφραση, για πράξη. Και μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή έρχονται οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι αλήθειες του καθενός. Κάθε δύο Πέμπτες, ο Νίκος Σβέρκος παίρνει αφορμή από ένα βίντεο αναρτημένο στο ίντερνετ και καταθέτει τη δικιά του οπτική, αφού οι κόρες των ματιών συσταλούν και το μυαλό ηρεμήσει...
Το μουσικογραφιάδικο αμάρτημα, εκτός του ότι δίνει την αίσθηση στους αναγνώστες ότι είναι μια υπέροχη ασχολία (που είναι), περιέχει και μια εκπληκτική «μπανανόφλουδα»: το γεγονός ότι μπορεί η συνεχής ακρόαση δίσκων να σε κάνει να σιχαθείς τη μουσική. Και τότε, ένας φανατικός ακροατής, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του υπέρτατο κριτή της εργασίας ενός συνόλου ή μιας καλλιτεχνικής μονάδας, βρίσκει τον εαυτό του να αιωρείται πάνω από το λάκκο της προσωπικής ανυποληψίας.
{youtube width="480" height="300"}08Nqwf6ahR4{/youtube}
«Πού πήγε όλη μου η όρεξη για μουσική; Γιατί μου ακούγονται όλα ίδια; Μήπως έχω χάσει το κριτήριο; Μήπως πλέον την έχω ψωνίσει τόσο, ώστε νομίζω ότι όλα είναι μάπα για σφουγγάρισμα;». Αυτά είναι μερικά μόνο από τα «υπαρξιακά» ερωτήματα ενός ανθρώπου που κάνει κριτικές δίσκων και νιώθει ότι τον εγκαταλείπει η «δύναμη» να ξεχωρίζει και να θεοποιεί. Μια τέτοια κρίση πρέπει να πιάσει οποιονδήποτε στη ζωή του αποφάσισε νηφάλια –με σοβαρό σκοπό και με αγάπη για τη μουσική– να γράφει για αυτή τη σειρά τόνων, στίχων και μελωδιών.
Παρά ταύτα, μετά από ένα σύντομο διάστημα (η διάρκεια του οποίου ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο), ο δισκοκριτικός αρχίζει να το σκέφτεται καλύτερα. Κονταροχτυπιέται η εμμονή με την αμφιβολία και η αίσθηση με τον αντικατοπτρισμό. Και στο τέλος υπερισχύει το προσωπικό αισθητήριο.
Αγαπητοί αναγνώστες, όσοι βρήκατε το κουράγιο να φτάσετε μέχρι εδώ την ανάγνωση, το παραδέχομαι: ακούω δίσκους που στο κάτω-κάτω πρέπει να «κρίνω» με τα υποκειμενικά κριτήριά μου και θεωρώ ότι όλα ακούγονται ίδια. Και την ίδια ώρα τραβάω το γκέμι και αυτοπεριορίζομαι όσο τείνω να πω ότι όλα είναι απαράλλακτα, ότι έχει χαθεί η έμπνευση στους δημιουργούς, ότι απλά μου πέρασε η όρεξη με ένα είδος και τώρα ψάχνω να πιαστώ από κάποιο άλλο είδος παραγωγής.
Έλα όμως που η διαολεμένη βιομηχανία της μουσικής, ακόμα και η ταπεινή, ευσεβής και «εναλλακτική», φαίνεται να τρώει τις ίδιες τις σάρκες της. Διάολε, πίστευα ότι η έννοια του hype κάποια στιγμή θα έκανε τους ακροατές να καταλάβουν την κενότητά του. Υπολόγισα λάθος. Κάνω την αυτοκριτική μου και προχωρώ.
Από πού πηγάζουν όμως όλες αυτές οι αυθόρμητες σκέψεις, οι οποίες τείνουν να γίνουν δόγμα; Από το γεγονός ότι η καινούρια μόδα είναι το post-hardcore.
Δεν λέω, ενδιαφέρουσα η νέα προσέγγιση των φαύλων hipsters που δεν φοβούνται μήπως ματώσουν τα αυτάκια τους. Αλλά ρε παιδιά, να προστατέψουμε επιτέλους και κάτι σε αυτόν τον κόσμο! Γιατί οι Fucked Up είναι τρομερή μπάντα, αλλά το ιδίωμά τους δεν είναι και για χόρταση. Δεν γίνεται δηλαδή να βρεθούν στον ίδιο χρόνο εκατοντάδες σύνολα παιδιών που να παίζουν με τον ίδιο άγρια όμορφο τρόπο και να παράγουν αποτέλεσμα.
Ας φαίνομαι λοιπόν γραφικός. Να μην κάνουμε το post-hardcore το νέο post-rock. Να μην ξεφτιλίσουμε δηλαδή τις προθέσεις μιας τεχνοτροπίας η οποία ανέτρεψε, διέλυσε και αναμόρφωσε μια ολόκληρη δομή. Γιατί τότε θα έχει χαθεί μία ακόμα μάχη να φτιαχτεί κάτι όμορφο από την τεχνολογικά προηγμένη, αλλά πολιτισμικά καθυστερημένη γενιά.