Άγγελος Κλειτσίκας

Εν αναμονή ενός κάποιου τέλους (;) σε αυτό που λέγεται ζωή σε αέναη επανάληψη και σταθερή εξάντληση από τη μονοτονία της, υπάρχουν μερικές μουσικές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εξερευνήσεις που ακόμη ρίχνουν λίγο αλατοπίπερο σε μία κατά τ’ άλλα άγευστη πραγματικότητα.

Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, θα έχει πέσει πιθανώς στην αντίληψη σας μία από τις πιο δημοφιλείς σειρές του Netflix την τελευταία περίοδο, το The Serpent του Mammoth Screen που προβλήθηκε για πρώτη φορά πριν κάτι μήνες στο BBC One και εδώ και μερικές εβδομάδες βρίσκεται πλέον στη γνωστή πλατφόρμα streaming. Η σειρά 8 επεισοδίων διηγείται την αληθινή ιστορία του κατά συρροή δολοφόνου Charles Sobrah (τον υποδύεται ο γαλλοαλγερινός ηθοποιός Tahar Rahim που απολαύσαμε κάποτε στο A Prophet), ο οποίος από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και για πολλά χρόνια έπειτα, νάρκωνε και δολοφονούσε backpackers που επισκέπτονταν εξωτικές τοποθεσίες της Ασίας, όπως το Νεπάλ και τη Μπανγκόκ, όπου είχε και τη βάση του. Μέσα από τη σειρά παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός oλλανδού διπλωμάτη να εξιχνιάσει την υπόθεση μετά από την αναφορά δύο χαμένων συμπατριωτών του, που είχαν πέσει θύματα του Charles, ο οποίος είναι γνωστός στη πιάτσα ως πωλητής σπάνιων πετρωμάτων και διαμαντιών με το όνομα Alain Gautier. Το The Serpent κάνει τα στοιχειωδώς απαραίτητα για να κρατήσει τον θεατή μέχρι και το τελευταίο του επεισόδιο, αλλά δεν διαχειρίζεται με τον ιδανικότερο τρόπο μία κατά τ’ άλλα πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Οι ερμηνείες, η σκηνοθεσία, η αποτύπωση της εποχής, η εξέταση των χαρακτήρων, μοιάζουν όλες επαρκείς, αλλά ποτέ εξαιρετικές για να απογειώσουν το τηλεοπτικό θέαμα. Αν όμως αξίζει να ξεχωρίσουμε κάτι, είναι οι μουσικές επιλογές, με τραγούδια διαλεγμένα προσεκτικά από τα τέλη των 60s μέχρι τα τέλη των 70s: η σειρά ανοίγει και κλείνει με Rolling Stones, ο Jacque Dutronc δίνει το στίγμα του, το “Jump Into The Fire” του Harry Nilsson πέφτει σε κομβική στιγμή, όπως και η  φωνή του Serge Gainsbourg. Είναι μία σειρά που δε θα σας χαρίσει ακραίες συγκινήσεις, αλλά θα σας δώσει την ευκαιρία να ξεκλέψετε τηλεοπτικές στιγμές που θα αντέξουν στο χρόνο, λόγω εκείνου του τραγουδιού που έπεσε στη σωστή σκηνή. 

 

Αντίθετα, μόνο ακραίες συγκινήσεις θα σας προσφέρει η προβολή της ταινίας And Then We Danced (η οποία αδίκως δεν προτάθηκε για Όσκαρ) του σουηδού σκηνοθέτη με γεωργιανές ρίζες, Levan Akin. Το φιλμ διηγείται μία διαφορετική ιστορία ενηλικίωσης, ερωτικής αφύπνισης και προσωπικής συνειδητοποίησης μέσα από τη ζωή του Merab (τον οποίο υποδύεται εκπληκτικά σε ρόλο-αποκάλυψη ο Levan Gelbakhiani), ενός νεαρού χορευτή παραδοσιακών γεωργιανών χορών που ζει με τη μητέρα, τη γιαγιά και τον αδελφό του σε μία φτωχογειτονιά της Τιφλίδας. Μέσα από τα απαιτητικά μαθήματα και τις εξαντλητικές πρόβες θα γνωρίσει έναν καινούριο χορευτή, τον Ηρακλή, με τον οποίο θα έρθουν πολύ γρήγορα κοντά και θα μοιραστούν μερικές πολύ τρυφερές, ερωτικές στιγμές σε ανέλπιστα μέρη. Είναι μία ταινία που φανερώνει εκπληκτικά την σύγκρουση ανάμεσα στις οπισθοδρομικές αντιλήψεις της τοπικής κοινωνίας (που δεν διαφέρουν πολύ από τις κλειστές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας) και την ανάγκη του πρωταγωνιστή να ακολουθήσει τα δικά του ένστικτα και επιθυμίες, που βρίσκονται πολύ μακριά από το συντηρητικό, θεοκρατούμενο και κλειστόμυαλο περιβάλλον που έχει μεγαλώσει. Η πάλη αυτή αποτυπώνεται έντονα και ποιητικά μέσα από το χορό, το πάθος αλλά και τον δυνάστη του Merab, από τον οποίο  τελικά σπάει τα δεσμά του και αναζητά την απελευθέρωση του απ’ όλα όσα τον καταπνίγουν. Πρόκειται για μία κινηματογραφική εμπειρία υψηλού επίπεδου που προστίθεται σε αυτό το κύμα ταινιών με κεντρικό θέμα έναν έντονο, ομοφυλοφιλικό έρωτα, τόσο σαρωτικό που είναι ικανός να σου αλλάξει τη ζωή και να σε φτάσει στις πιο βαθιές αλήθειες σου. Και αν νομίζετε πως πρόκειται για ακόμα μία χιλιοειπωμένη ιστορία, που ποιος την έχει ανάγκη πλέον μωρέ, καλύτερα να διαβάσετε για τα επεισόδια και το ξύλο που έφαγαν ανυποψίαστοι γεωργιανοί πολίτες που τόλμησαν να επισκεφθούν τον κινηματογράφο της πόλης τους για να παρακολουθήσουν τη ταινία. Ο κινηματογράφος, τα βιβλία, η τέχνη ανοίγει οπτικές και μας βάζει μέσα σε ζωές που δεν είχαμε ιδέα πως μπορεί να υπάρχουν κάπου μακριά μας γεωγραφικά, αλλά κοντά μας ψυχικά, σε αυτό τον πλανήτη. Και αυτή τη τέχνη την χρειαζόμαστε πάντα.

 

Όπως πάντα, χρειαζόμαστε και νέες μουσικές ανακαλύψεις που θα μας συναρπάσουν. Πρόσφατα ανακάλυψα την Enchanté Records, μία βραχύβια indie pop δισκογραφική, που ξεκίνησε το 1992 στην Washington D.C πρώτα σαν fanzine με το όνομα Chickfactor από τους Pam Berry και Gail O’ Hara (ναι, το ομότιτλο κομμάτι των Belle and Sebastian είναι γραμμένο γι’ αυτήν) και έπειτα εξελίχθηκε σε μία πολύ μικρή δισκογραφική στην οποία κυκλοφόρησαν singles μερικές άσημες μπάντες της εποχής που έπειτα θα τις μάθαιναν μερικοί ακόμη, όπως οι Low και οι Clientele. Πρόσφατα ανέβηκε στο Bandcamp μία συλλογή με τίτλο All’s Fair in Love and Chickfactor: CF Mixtape 1 που κυκλοφόρησε αρχικά το 2002 και περιέχει μερικές από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του καταλόγου του label. Είναι αυτές οι μικρές, χαμένες μουσικές ιστορίες που συνθέτουν αθροιστικά το DNA της προσωπικής, αλλά και της συλλογικής μας ταυτότητας. Και γι΄ αυτό είναι τόσο πολύτιμες, όσο και διασκεδαστικές.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured