Πριν λίγες ημέρες, κατάφερα να ολοκληρώσω επιτέλους, μετά από ένα χρόνο, το μεγαλύτερο project της καραντίνας μου: την προβολή των έξι κύκλων του τηλεοπτικού, κατασκοπικού δράματος The Americans, που προβαλλόταν στο αμερικανικό δίκτυο FX από το 2013 ως το 2018. Είναι από αυτές τις αριστουργηματικές σειρές που σε βυθίζουν στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων τους και κατευθείαν μπαίνουν στο πάνθεο του είδους, όπως το Mad Men, το Breaking Bad, το Rectify. Καταλαβαίνεις τη σπουδαιότητά της, τη στιγμή που το τέλος πλησιάζει και ξαφνικά πιάνεις τον εαυτό σου να νιώθει τέτοια συμπόνια για τις επιλογές και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, έχεις οικειοποιηθεί τις στιγμές τους από προηγούμενες σεζόν σαν να είναι δικές σου, βιώνεις και εσύ το αδιέξοδο, το παράδοξο και το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τα δικά τους μάτια. Οι Elizabeth και Philip Jennings μοιάζουν με ένα τυπικό ζευγάρι των προαστίων της Washington D.C, με το μεγάλο τους σπίτι, τα δύο τους παιδιά, την ευτυχισμένη τους καθημερινότητα και τις δεδομένες ανέσεις. Ζουν το αμερικανικό όνειρο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι κρυφοί, φυτεμένοι κατάσκοποι από τη Σοβιετική Ένωση, που κάθε μέρα ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους για τα ιδανικά της πατρίδας τους και την παγκόσμια ειρήνη, την εποχή των 80s που αυτή δοκιμαζόταν από το Ψυχρό Πόλεμο με τις Η.Π.Α. Μέσα από τις έξι εκπληκτικές σεζόν, βλέπουμε πώς ο κάθε θάνατος, η κάθε δολοφονία, η κάθε απάνθρωπη πράξη για έναν αόρατο πόλεμο φθείρουν ψυχικά τους πρωταγωνιστές και η αντίσταση αφομοίωσής τους στην κουλτούρα της χώρας που απεχθάνονταν, αλλά τώρα ζουν, είναι λιγότερο μία πολιτική πράξη και περισσότερο προσωπική, ένα ταϊσμένο μίσος και μία εμμονή για έναν σκοπό που έχει χάσει το νόημά του εδώ και καιρό. Η εθνική ταυτότητα ενάντια στην προσωπική, η έννοια της πατρίδας, το βάρος του παρελθόντος, τα ιδανικά, το μίσος, η εμπιστοσύνη, τα ψέματα, το σεξ, η αγάπη, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο με συγκλονιστικό τρόπο στο The Americans μέσα από το απίστευτο σενάριο, τους δυνατούς διαλόγους και κυρίως, τις ανεπανάληπτες ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Το ζεύγος που ενσαρκώνουν οι Keri Russell και Matthew Rhys, οι οποίοι γνωρίστηκαν καλύτερα μέσα από τα γυρίσματα και έγιναν ζευγάρι και στην πραγματική ζωή, είναι ίσως αυτό με την πιο ρεαλιστική, μαγική, ανατριχιαστική χημεία που έχει αποτυπωθεί στην τηλεόραση. Aυτά τα βλέμματα που ανταλλάσσουν συνεχώς μέσα σε κάθε επεισόδιο αντικαθιστούν την ανάγκη για οποιαδήποτε λέξη. Και κάτι τελευταίο: πώς στο διάολο γίνεται να τους πηγαίνει κάθε περούκα και αμφίεση από τις αμέτρητες που φόρεσαν όλα αυτά τα χρόνια;
Για να γιορτάσει τα 40 χρόνια της, η θρυλική, βρετανική δισκογραφική 4AD ζήτησε από μουσικούς του ρόστερ της να διασκευάσουν παλαιότερα, κορυφαία τραγούδια μέσα από το σπουδαίο κατάλογό της. Και εγένετο το Bill, Aches and Blues, μία κυκλοφορία που γιορτάζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του label μέσα από 18 τέτοιες, ενδιαφέρουσες, ηχητικές επανερμηνείες. Η Aldous Harding διαχειρίζεται με folk γλυκύτητα το “Revival” των Deerhunter, τα νέα καμάρια της δισκογραφικής, οι Dry Cleaning, δίνουν art-rock διαστάσεις στο “Oblivion” της Grimes και οι Big Thief κάνουν δική τους τη μελωδική ανατριχίλα του “Off You” των Breeders, σε μερικές από τις πιο ξεχωριστές στιγμές της συλλογής. Αν αυτή δεν ξεκινούσε με το synth-pop cover στο “Where Is My Mind?” από την ανερχόμενη Tkay Maidza, κάτι δε θα πήγαινε καλά.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα κυκλοφορία, που έχει περάσει σχετικά απαρατήρητη, είναι η ένωση των δυνάμεων του αμερικανού, ρετρό weird-folk τροβαδούρου Ryley Walker και της ιαπωνικής μπάντας ψυχεδελικού krautrock, Kikagaku Moyo. Δύο απρόβλεπτες, λαβυρινθώδεις και άψογα εκτελεσμένες συνθέσεις 18 λεπτών συναθροίζουν το Deep Fried Grandeur, στο οποίο η κοινή εκτίμηση των δύο μερών για το πρωτόγονο, μουσικό ένστικτο, τον ηχητικό μυστικισμό και τον εγγενή πειραματισμό, έρχεται να ευδοκιμήσει θριαμβευτικά και να προσφέρει μία από τις ακροάσεις βάθους της φετινής χρονιάς.
Τέλος, 10 χρόνια ζωής έκλεισε χθες ένας από τους καλύτερους δίσκους του Bill Callahan, το Apocalypse. To “Riding For The Feeling” παραμένει ακόμη ένας αγέραστος ύμνος ψυχικής ελευθερίας και μία αξιόπιστη πυξίδα στο ατένισμα της ζωής μπροστά, γιατί, “In conclusion, leaving is easy / When you've got some place you need to be”.